Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024, 2:20:55 μμ
Τρίτη, 24 Μαϊος 2016 22:31

97η Επέτειος της διάσπασης του Μακεδονικού Μετώπου

Του Νίκου Σιάνα

 

Από το 1977 που αναγέρθηκε το Διασυμμαχικό Μνημείο Πολυκάστρου, ύστερα από πρωτοβουλία του τότε διευθυντή ΔΕΠΑΘΜ/ ΓΕΕΘΑ και προέδρου των Ενώσεων Συμμάχων πολεμιστών του Μακεδονικού Μετώπου 1916 – 1918, στρατηγού Δεμέστιχα Δημητρίου κάθε Σεπτέμβρη με την παρουσία Ελλήνων και ξένων επισήμων εορτάζεται η επέτειος της μεγάλης Νίκης της Διάσπασης του Μακεδονικού Μετώπου και τιμάται η μνήμη των πεσόντων 40.000 νεκρών και 100.0000 περίπου τραυματιών αναπήρων και αγνοουμένων στρατιωτικών των  συμμάχων χωρών της Α.Ν.Τ.Α.Τ. δηλαδή Ελλάδας, Μ. Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Σερβίας.


Οικοδεσπότης όλα αυτά τα χρόνια, αρχικά η τότε κοινότητα Πολυκάστρου, δήμος αργότερα και τώρα δήμος Παιονίας.
Η επιλογή της χώρας μας να βρεθεί στο πλευρό των δυνάμεων της Α.Ν.Τ.Α.Τ. δεν ήταν μια εύκολη και υπό ομαλές συνθήκες απόφαση.  Πέρασε από 40 κύματα και ύστερα από ένα βασανιστικό και αναπόφευκτο δίλλημα της εθνικής πολιτικής: ουδετερότητα ή σύμπραξη;
 Η δολοφονία στις 28 Ιουλίου 1914 στο Σεράγεβο από Σέρβο φοιτητή του διαδόχου του Αυστρουγγρικού θρόνου Φερδινάδου ήταν μάλλον η αναμενόμενη αφορμή για την Αυστριακή πολιτική, να ξεκαθαρίσει την κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) στη Βαλκανική χερσόνησο, όπου πλέον η Οθωμανική Αυτοκρατορία έπαψε να είναι δυναμικά παρούσα.
Αυτή η νέα κατάσταση αποτελούσε σοβαρό πλήγμα για την πολιτική και τους στόχους των Κεντρική Αυτοκρατοριών. Αρχές του 1914 και υπό την αιγίδα της Αυστρίας, οι ηττημένοι των Βαλκανικών Πολέμων και κυριότεροι εχθροί του ελληνισμού τότε, Τουρκία και Βουλγαρία υπογράφουν συμφωνία συμμαχίας.
Χαρακτηριστικό της όλης κατάστασης και η δήλωση τον Μάρτιο του 1914 του γερμανού Στρατάρχη Μόλτκε προς τον Τούρκο πρεσβευτή «Ωθούμε με όλες μας τις δυνάμεις προς πόλεμο, θα τον κάνουμε με την πρώτη ευκαιρία». Και η ευκαιρία που περίμεναν ήρθε με την δολοφονία του Φερδινάνδου.
Την ίδια περίοδο οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι πολύ τεταμένες, λόγω του πρόσφατου πολέμου αλλά και των διωγμών που ασκούν οι Τούρκοι κατά των Ελλήνων ιδίως των Μικρασιατικών παραλιών.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πρωτεργάτης της συνθήκης του Βουκουρεστίου, θεωρούσε την συνθήκη αυτή τον καταστατικό χάρτη της Βαλκανικής Χερσονήσου και πως η έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου πριν ακόμη η Ελλάδα προλάβει να οργανώσει τις νέες της κτήσεις θα δημιουργούσε σοβαρούς κινδύνους για τα συμφέροντα της χώρας.

Βουλγαρία και Τουρκία περίμεναν την ευκαιρία να επανέλθουν στα εδάφη που έχασαν πρόσφατα. Η Τουρκία περίμενε από στιγμή σε στιγμή να της παραδοθούν από τα βρετανικά ναυπηγεία τα δύο τρομερά για την εποχή πολεμικά πλοία και με τον βαρύτερο οπλισμό του κόσμου.
Η ελληνική κυβέρνηση αντιλαμβανόταν πολύ καλά πόσο βάσιμες γίνονταν τώρα οι απειλές των Τούρκων που διατυμπάνιζαν ότι θα τα «ξανακουβεντιάσουμε» με τους Έλληνες μόλις φτάσουν τα θωρηκτά μας.
Στο μεταξύ οι διωγμοί των Ελλήνων στη Μικρασία, την Ανατολική Θράκη και στον Πόντο γίνονται πιο έντονοι και σκληροί.  Ο Βενιζέλος σε μια τελευταία προσπάθεια αποφυγής του πολέμου, ταξιδεύει στις Βρυξέλλες για να συναντήσει τον Μεγάλο Βεζύρη Σαϊτ Χαλίμ και να διαπραγματευθεί κάποια ειρηνική λύση. Και ενώ βρισκόταν στο Μόναχο έμαθε πως η Αυστροουγγαρία, σύμμαχος της Γερμανίας, είχε κηρύξει τον πόλεμο στη Σερβί.  Πριν ο Βενιζέλος προλάβει να επιστρέψει στην Αθήνα, η Γερμανία είχε κηρύξει τον πόλεμο στη Ρωσία, που ως προστάτης της Σερβίας είχε κινητοποιηθεί κατά της Αυστροουγγαρία. Παράλληλα οι γερμανικές στρατιές σε δύο μέρες είχαν εισβάλλει και στη Γαλλία, σύμμαχο της Ρωσίας, παραβιάζοντας την ουδετερότητα του Βελγίου, πράγμα που την επομένη παρέσυρε και την Αγγλία.
Το ολοκαύτωμα της Ευρώπης είχε αρχίσει, και τότε έφτασε στην ελληνική πρωτεύουσα το ευχάριστο νέο, η Αγγλία προέβη στην κατάσχεση των δύο τουρκικών πλοίων. Η Τουρκία δεν μπορούσε πλέον να απειλήσει την Ελλάδα. Όμως μέσα σε μια εβδομάδα οι Γερμανοί κατάφεραν ν’ αναπληρώσουν κατά κάποιον τρόπο την απώλεια των Τούρκων στέλνοντας τους, δύο από τα καλύτερα σκάφη τους που βρίσκονταν στη δυτική Μεσόγειο.
Ο Μεγάλος πόλεμος άρχισε με συντριπτικές νίκες των Γερμανών στα δύο ευρωπαϊκά μέτωπα. Στο Ανατολικό οι Ρώσοι που είχαν εισβάλλει στην Ανατολική Πρωσία κατατροπώθηκαν μέσα σε δεκαπέντε μέρες, στο δε Δυτικό μέτωπο προωθημένη μονάδα των Γερμανών έφθασε στα περίχωρα του Παρισιού. Ύστερα άρχισε ο πόλεμος της φθοράς, ο τρομερός πόλεμος των χαρακωμάτων που συνεχίστηκε χωρίς ουσιαστικές προελάσεις η οπισθοχωρλγσεις ως το Νοέμβριο του 1918.
Το ίδιο διάστημα στην Ελλάδα η πλειοψηφία των Ελλήνων δεν έκρυβε τα αισθήματα του υπέρ των Γάλλων και των Άγγλων. Όπως και ο Ελ. Βενιζέλος, οι Έλληνες δεν ξεχνούσαν τους παλιούς δεσμούς με τη Γαλλία και την Αγγλία από την εποχή του εικοσιένα. Από την άλλη ο ανώτατος άρχων μπορεί να ήταν επηρεασμένος από το γερμανικό στρατιωτικό πνεύμα, από τη γερμανίδα γυναίκα του (αδελφή του Κάϊζερ) και τις θεαματικές νίκες των Γερμανών στα μέτωπα, όμως όλα τα παραπάνω δεν τον καθιστούσαν κατά κυριολεξία και γερμανόφιλο, ήταν πιο κοντά στην ουδετερότητα.
Μόλις η ελληνική ηγεσία επιχείρησε να χαράξει την πιο πρόσφορη για τα εθνικά συμφέροντα πολιτική γραμμή, τότε άρχισαν να εκδηλώνονται οι συγκαλυπτόμενες ως τότε αντιθέσεις. Στο μεταξύ η Γερμανία πρότεινε στον Βενιζέλο να επιτεθεί η Ελλάδα μαζί με τη Βουλγαρία κατά της συμμάχου Σερβίας, η οποία ήδη αντιμετώπιζε μόνη της την επίθεση της Αυστροουγγαρίας. Η ανταμοιβή για την Ελλάδα θα ήταν η επέκταση της εις βάρος της Σερβίας. Η απάντηση του Βενιζέλου ήταν λακωνική, η «Ελλάς είναι πάρα πολύ μικρό κράτος δια να πράξει τόσο μεγάλη ατιμίαν».
Την άλλη μέρα στο συμβούλιο της κυβέρνησης υπό την προεδρία του Κωνσταντίνου άρχισε να διαφαίνεται ήδη η επερχόμενη σύγκρουση. Ο Βενιζέλος όμως είχε  διαμορφώσει την πολιτική του, θεωρούσε τη θεομηνία που είχε ξεσπάσει στην Ευρώπη ως μια ανεπανάληπτη ευκαιρία για τον ελληνισμό «όπως καταρτίσει αρτίαν την εθνική αυτού υπόστασιν». Η Μεγάλη Ιδέα ήταν το δικό του όνειρο. Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Βενιζέλου δεν ήταν γερμανόφιλοι και δεν ήταν η κοινή πολιτική στάση τους η αιτία που τους ένωσε στον βασιλικό «συνασπισμό».  Ήταν ο αντιβενιζελισμός τους, η δυσπιστία τους απέναντι στα παράτολμα σχέδια του Βενιζέλου και στις ανορθόδοξες μεθόδους με τις οποίες επεδίωκε να τα πραγματοποιήσει, αλλά και η πικρία τους για τη έλευση του «επιδρομέα» της Κρήτης στα 1910 που τους είχε εξαφανίσει από το πολιτικό προσκήνιο.
Το πρώτο σοβαρό ρήγμα ανάμεσα στις δύο πλέον παρατάξεις δεν άργησε να έρθει.  Την αφορμή έδωσε ο υπουργός των εξωτερικών Γεώργιος ΣτρέΪτ, ο οποίος είχε ήδη και αυτός χαράξει τη «δική του πολιτική. Το δεύτερο ουσιαστικό βήμα προς το μοιραίο διχασμό ήταν μια πρωτοβουλία του βασιλιά ο οποίος βάσει του Συντάγματος δεν είχε καμιά τέτοια αρμοδιότητα. Έτσι ο Βενιζέλος τέλη Αυγούστου υπέβαλε την παραίτησή του, η οποία δεν έγινε δεκτή από τον βασιλιά.  Προς το παρόν η κρίση είχε αποσοβηθεί, για να ξεσπάσει όμως σε λίγους μήνες και  σ’ αυτό συνέβαλε σημαντικά και η ασυναρτησία της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων.
Τον Μάιο του 1915 ο ελληνικός λαός καλείται εκ νέου να εκλέξει τον κυβερνήτη που ήθελε, ο Βενιζέλος επανεκλέγεται, για μια στιγμή όλοι πίστεψαν στην αρμονική συνεργασία του βασιλιά με τον πρωθυπουργό. Τον Σεπτέμβριο του 1915 η Βουλγαρία είναι έτοιμη να επιτεθεί κατά της Σερβίας, αμέσως η κυβέρνηση Βενιζέλου κηρύσσει γενική επιστράτευση. Ο Βενιζέλος θεωρούσε ιστορικό έγκλημα την μη συμμετοχή της Ελλάδος ει τον πόλεμο, μετά μάλιστα την είσοδο  σ’ αυτόν της Βουλγαρίας και της Τουρκίας. Οι δηλώσεις όμως του βασιλέως προς τον Βούλγαρο πρεσβευτή Πασσάρωφ τον Σεπτέμβριο του 1915 αποδεικνύουν την ριζική διαφορά των αντιλήψεων του με τον Βενιζέλο, ο οποίος τον Οκτώβριο του 1915 παραιτείται.
Οι Σύμμαχοι Αγγλογάλλοι αποβιβάζονται στη Θεσσαλονίκη για να βοηθήσουν τη σύμμαχο τους – αλλά και της Ελλάδος – Σερβία.  ο επιστρατευόμενος ελληνικός στρατός παραμένει αδρανής. Οι περισσότεροι των αξιωματικών και ιδίως οι νεώτεροι ήταν αγανακτισμένοι με τον ρόλο της ουδετερότητας της Ελλάδος, την στιγμή που Άγγλοι και Γάλλοι δίπλα τους εμάχοντο κατά των εχθρών μας των Βουλγάρων. Και τη στιγμή όπου όλα τα κράτη επωφελούνται της παγκόσμιας σύρραξης, στην Ελλάδα ακούγεται το κήρυγμα της ουδετερότητας και η Γερμανία χορηγεί επισήμως δάνεια στο Ελληνικό κράτος.
Σε αντίμετρα σε λίγο οι δυνάμεις μας αναγκάζονται από τους Συμμάχους να εκκενώσουν την Βόρεια Ήπειρο, την Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, οι δε Γερμανοβούλγαροι καταλαμβάνουν τα οχυρά μας Ρούπελ κ.λπ. της Ανατολικής Μακεδονίας, για τα οποία μόλις πρόσφατα δαπανήσαμε 60 εκατομμύρια χρυσές δραχμές. Τον Αύγουστο του 1916 η Ανατολική Μακεδονία μαζί με όλη τη σοδειά περιέρχεται χωρίς καμία αντίδραση τους Βούλγαρους. Στη Βουλγαρική Βουλή ο Βούλγαρος βουλευτής Δασκάλωφ με ύφος αλαζονικό δήλωνε, «ούτε οι Σέρβοι ούτε οι Έλληνες ούτε και οι Ρουμάνοι δύνανται πλέον να υπάρξουν ως Έθνη». Οι Βούλγαροι προχωρούν και πλησιάζουν ως την Κοζάνη, τους αναχαιτίζουν οι Γάλλοι, οι Ιταλοί απομακρύνουν τον ελληνικό στρατό από την Ήπειρο, η μεγάλη Ελλάδα, καρπός των νικηφόρων πολέμων του 1912 -13 δεν υπάρχει πλέον. Οι Σύμμαχοι Αγγλογάλλοι, ιδίως μετά τη γερμανοβουλγαρική κατάληψη της Ανατ. Μακεδονίας δεν εμπιστεύονται απολύτως τους Έλληνες και σκέπτονται να παραδώσουν την Κεντρική Μακεδονία στους Σέρβους. Από τον Ιούνιο δε του 1916 έχουν επιβάλλει την αποστράτευση της Ελλάδος, τα δε σύνορα της ευρίσκονται ουσιαστικά πάλι εις την Μελούνα.
Μετά τα γεγονότα αυτά και την παντελή κατά των Βουλγάρων αντίδραση εκ μέρους του ελληνικού στρατού εννέα αξιωματικοί του Δ. Σώματος Στρατού αποφάσισαν στις 24 Αυγούστου 1916 να μετακινηθούν στην Γαλλοκρατούμενη Θάσο και από εκεί στη Θεσσαλονίκη και να ενταχθούν στο γαλλικό στρατό της Ανατολής. Φθάνονται στη Θεσσαλονίκη πληροφορούνται από τον Περικλή Αργυρόπουλο και τον συν/ρχη Περικλή Ζυμβρακάκη, πως οι Σύμμαχοι πήραν την απόφαση να παραδώσουν την Θεσσαλονίκη στους Σέρβους. Όμως ο Γάλλος στρατηγός Σαράϊγ άφηνε μια χαραμάδα ελπίδα.  μέσω του συν/ρχη Μπονιές έστειλε στον Περ. Αργυρόπουλο το παρακάτω μήνυμα: «είστε ελεύθεροι να κάνετε ότι καλύτερο και συμφερότερο για την πατρίδα σας».
Ύστερα απ’ αυτό αποφασίζεται να γίνει στις 28 Αυγούστου στο σπίτι του Αλ. Ζάννα σύσκεψη, όπου θα εκανονίζοντο οι λεπτομέρειες του Κινήματος και η εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη φιλανταντικής ελληνικής διοίκησης και έτσι να σωθεί η πόλη. Ως ημερομηνία της εκδήλωσης του κινήματος ορίσθηκε η 30η Αυγούστου 1916 και καταρτίσθηκε λεπτομερέστατο σχέδιο της στρατιωτικής ενέργειας, προκειμένου να πετύχει το Κίνημα.
Το Κίνημα επεβλήθη και την διοίκηση της Θεσσαλονίκης ανέλαβε αμέσως η επιτροπή Εθνικής Αμύνης. Στις 31 Αυγούστου οι Βούλγαροι καταλαμβάνουν την Καβάλα, η VI Μεραρχία με τη βοήθεια του Γαλλικού ναυτικού καταφεύγει στη Θάσο και αφού ανασυγκροτήθηκε κατάλληλα στις 17 Σεπτεμβρίου αποβιβάζεται στη Θεσσαλονίκη όπου ο λαός και οι Σύμμαχοι υποδέχθηκαν τους άνδρες της με μεγάλο ενθουσιασμό.
Στις 27 Αυγούστου η Ρουμανία μπαίνει στον πόλεμο στο πλευρό της ΑΝΤΑΝΤ.  Ο Βενιζέλος σε μια ύστατη προσπάθεια από την Κρήτη όπου βρίσκεται κάνει μια τελευταία έκκληση, προς τον βασιλιά προκειμένου να αποκατασταθεί η ενότητα της χώρας. Τα νησιά Σάμος, Χίος, Μυτιλήνη και άλλα μικρότερα προσχωρούν στο Κίνημα. Στις 9 Οκτωβρίου ο Βενιζέλος φθάνει στη Θεσσαλονίκη και η επιτροπή Εθνικής Αμύνης του παραδίνει αμέσως την αρχηγία και συγκροτεί μαζί με τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και τον στρατηγό Παν. Δαγκλή, την προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης.

Βιβλιογραφία: «Η Μεγάλη Ελλάς»
Ελευθ. Βενιζέλος
Πολιτικός ηγέτης Του Δημ. Βακά Αθήνα 1964

«Ο Εθνικός Διχασμός»
Εκδόσεις Φυτράκη