Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 6:56:20 πμ
Τετάρτη, 27 Ιουλίου 2016 21:49

Αλεξάνδρα Ιωαννίδου : Γράμματα από τη Γερμανία

Η ιδέα της αποστολής γραμμάτων από τη Γερμανία μου ήρθε διαβάζοντας τα «Γράμματα από την Αμερική» του φίλου Μάνου Ματσαγγάνη[i]. Σκέφτηκα πως ίσως είχε κάποιο ενδιαφέρον για τους αναγνώστες των Ειδήσεων, τους Κιλκισιώτες και τις Κιλκισιώτισσες εντός και εκτός νομού, να σχολιάζω σε τακτά διαστήματα την καθημερινότητα, τα γεγονότα και την πολιτική στη χώρα όπου ζω εδώ και έναν χρόνο. Πολλοί από τους συμπατριώτες μου υπήρξαν οι ίδιοι μετανάστες ή έχουν παιδιά, αδέλφια, φίλους στη Γερμανία, και πιθανόν να ενδιαφέρονται να μάθουν κάποια πράγματα πέρα από τις επίσημες ανταποκρίσεις των μέσων ενημέρωσης και τις προσωπικές αφηγήσεις φίλων και συγγενών. Η οπτική μου θα είναι μιας «νεο-μετανάστριας», ενός ανθρώπου που έχει σπουδάσει, ζήσει και δουλέψει και στις δυο χώρες, και από αυτήν (την μάλλον προνομιακή) θέση μπορεί να αναστοχαστεί και να συγκρίνει τρόπους ζωής, πολιτικές και συμπεριφορές. Έκανα την πρόταση στον Κώστα Τερζενίδη, ο οποίος δέχτηκε με ενθουσιασμό, και ιδού το πρώτο μου γράμμα.

 


[i]Μάνος Ματσαγγάνης, Γράμματα από την Αμερική, εκδ. Κριτική, 2016.

 

Πριν από έναν περίπου χρόνο, στις 22 Ιουνίου του 2015 έφυγα από την Αθήνα και προσγειώθηκα στο αεροδρόμιο του Ντύσσελντορφ. Ήταν ταυτόχρονα αναχώρηση και επιστροφή το ταξίδι αυτό. Αναχώρηση από την πατρίδα και επιστροφή σε μια θετή πατρίδα.

Τα συναισθήματα ανάμικτα, με τη θλίψη να κυριαρχεί. Ο αποχωρισμός από τα αγαπημένα μου πρόσωπα, ιδιαίτερα τους γονείς, τον αδελφό, τα ανίψια, από τις φίλες και τους φίλους, μετρά στις απώλειες αυτής της επιστροφής. Η προσγείωση στους 14 βαθμούς με καταρρακτώδη βροχή μου θύμισε ότι ο καλοκαιρινός ήλιος και ο ανέφελος ουρανός δεν είναι αυτονόητα εκτός Ελλάδας. Η καθαριότητα και η τάξη που βρήκα στη νέα μου πόλη, το Ντύσσελντορφ, το οργανωμένο περιβάλλον του χώρου εργασίας στο ερευνητικό Ινστιτούτο, όπου εργάζομαι στη Βόννη, με ανακούφισαν. Μετρούν στα κέρδη της επιστροφής. Ο λογαριασμός θα γίνει στο τέλος. Κέρδη και απώλειες θα προσμετρηθούν για να βγει η απόφαση. Άξιζε τελικά ή δεν άξιζε η (νέα) περιπέτεια;
Η νέα περιπέτεια ξεκίνησε με μια μετακόμιση, η οποία πραγματοποιήθηκε σε φάσεις. Πρώτη φάση, η ανά δεκαπενθήμερο παρουσία μου στη Βόννη στη νέα μου δουλειά από τον Ιανουάριο του 2015. Ένα δεκαπενθήμερο στη Βόννη, δουλειά από τις 8.00 το πρωί ως τις 8.30 το βράδυ στο Ινστιτούτο, ένα δεκαπενθήμερο στην Αθήνα, δουλειά από το σπίτι, tele-working όπως λέγεται αυτή η μορφή εργασίας. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι δουλεύουν πλέον κατ’ αυτόν τον τρόπο, η τάση είναι αυξητική. Η τηλε-εργασία επιτρέπει τον συνδυασμό εργασίας με οικογενειακές υποχρεώσεις, όπως π.χ. φροντίδα παιδιών ή ηλικιωμένων, και σου επιτρέπει να ζεις σε διαφορετική πόλη από αυτήν που εργάζεσαι. Στο Ντύσσελντορφ για παράδειγμα οι μισοί εργάζονται σε άλλη πόλη και μετακινούνται καθημερινά με τρένα. Αυτή η φάση της μετακόμισης μου αρέσει πολύ, μου επιτρέπει να απολαμβάνω το χρόνο που περνώ και στις δυο χώρες χωρίς να αδημονώ να επιστρέψω στη μια ή την άλλη. Κάποιες στιγμές έχω την αίσθηση ότι είμαι σαν την Περσεφόνη, η οποία περνά τον μισό χρόνο της ζωής της στον επάνω κόσμο, στο φως, και τον άλλο μισό χρόνο στον κάτω κόσμο, στο σκοτάδι. Πού είναι το φως και πού το σκοτάδι, δεν είναι εύκολο να το πεις αυτό το ταραγμένο πρώτο εξάμηνο του 2015, που ξεκίνησε με το «η ελπίδα έρχεται» και έκλεισε με ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων και την Ελλάδα στην εξώπορτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η δεύτερη φάση της μετακόμισης ξεκίνησε με 405 κιβώτια, στα οποία στριμώξαμε βιβλία (260 κιβώτια), αναμνήσεις από τη ζωή μιας τετραμελούς οικογένειας και δεκάδες άχρηστα πράγματα, τα οποία μεταφέρουμε από σπίτι σε σπίτι χωρίς να τα ξαναανοίξουμε ποτέ. Είναι η όγδοη μετακόμιση που κάνουμε ως οικογένεια τα τελευταία 25 χρόνια, κατά μέσο όρο ζούμε αυτήν την αναστάτωση κάθε τρία με τέσσερα χρόνια. Ίσως θα έπρεπε να αποδεχτούμε ότι η ζωή προχωρά και αφήνει πίσω της πράγματα, όπως άλλωστε και ανθρώπους, τόπους, σχέσεις. Είναι όμως πολύ δύσκολο να αποδεχτούμε κάτι τέτοιο και γι’ αυτό κουβαλούμε συνεχώς μικρά και μεγάλα βαρίδια μαζί μας.
Οι μετακομίσεις δεν εξελίσσονται ποτέ σε ρουτίνα, όσες κι αν έχεις κάνει, με τον καιρό όμως αναπτύσσεις στρατηγικές συναισθηματικής επιβίωσης. Εγώ π.χ. δεν αναπτύσσω ποτέ ιδιαίτερους δεσμούς με το σπίτι που θα μείνω. Αντίθετα, μου είναι εξαιρετικά σημαντικό να κουβαλώ σε κάθε νέο προορισμό πράγματα από παλιά, που συνδέω με συγκεκριμένες φάσεις της ζωής μου και της ζωής των παιδιών μου. Τις πόλεις τις αντιμετωπίζω με το βλέμμα του τουρίστα: ποτέ δεν έμεινα πάνω από έξι χρόνια σε μια πόλη. Εκτός από τη Θεσσαλονίκη. Αυτή είναι η πατρίδα μου, εκεί φορώ το βλέμμα του Οδυσσέα.
Με τους ανθρώπους δεν έχω βρει ακόμη την κατάλληλη τακτική. Πάντα αναρωτιέμαι αν θα τα καταφέρω, αν θα μπορέσω να βρω ανθρώπους που θα έχουν κάτι να μου πουν, αν θα καταφέρω να συνδεθώ συναισθηματικά μαζί τους, να αφεθώ σε νέες σχέσεις. Προσπαθώ να θυμηθώ πώς ήταν στην προηγούμενη πόλη, στην Αθήνα, στο Tübingen, στη Φρανκφούρτη, στη Βόννη, στο Αννόβερο...
Τελικά, τα υπάρχοντά μας (μαζί με τα μικρά και μεγάλα βαρίδια) φορτώθηκαν σε δυο φορτηγά και πήραν σε διαφορετικούς χρόνους τον δρόμο για τον προορισμό τους. Κι εδώ μπαίνουμε στην τρίτη φάση της μετακόμισης, στην άφιξη των πραγμάτων στον προορισμό τους. Το πρώτο φορτηγό έφτασε μετά από μια εβδομάδα. Καταφέραμε και ανοίξαμε τη συντριπτική πλειοψηφία των κουτιών που φέραμε μαζί μας και να τα τακτοποιήσουμε ε ν τ ό ς του διαμερίσματος, πράγμα καθόλου εύκολο δεδομένων των μεγεθών. Ό,τι δε χώρεσε, πήγε στην αποθήκη και περιμένει υπομονετικά την επόμενη μετακόμιση για να ξανακερδίσει το ενδιαφέρον μας. Το δεύτερο φορτηγό έφτασε στον προορισμό του πέντε μήνες αργότερα (!), το Νοέμβριο του 2015.  Το πρόλαβαν τα Capital controls στο δρόμο και ξέμεινε στην Ελλάδα, μια και οι μεταφορείς δεν είχαν δυνατότητα να πληρώνουν στο εξωτερικό με κάρτα και συνεπώς δε μπορούσαν ούτε βενζίνη να βάλουν...
Ένα πάντως είναι σίγουρο: Έχουν δίκαιο οι ψυχολόγοι που ισχυρίζονται ότι μια μετακόμιση είναι η τρίτη πιο στρεσογόνα κατάσταση μετά τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου και τον χωρισμό.  Και δεν έχουν υπολογίσει τον παράγοντα «απρόβλεπτη κυβέρνηση».

 * Μάνος Ματσαγγάνης, Γράμματα από την Αμερική, εκδ. Κριτική, 2016.