Τρίτη, 19 Μαρτίου 2024, 6:01:20 πμ
Πέμπτη, 04 Μαϊος 2017 22:47

Από τον Εθνικό Διχασμό στη Μάχη του ΡΑΒΙΝΕ

Του Νίκου Σιάνα. 

 

Ο Μεγάλος Πόλεμος άρχισε με συντριπτικές νίκες των Γερμανών στα δύο Ευρωπαϊκά μέτωπα.  Στο Ανατολικό οι Ρώσοι μέσα σε δύο εβδομάδες κατατροπώθηκαν, στο δε Δυτικό μια προωθημένη μονάδα των Γερμανών έφτασε έως τα περίχωρα του Παρισιού.  Η Γερμανία πρότεινε στον Βενιζέλο να επιτεθεί η Ελλάδα μαζί με την Βουλγαρία κατά της συμμάχου μας Σερβίας, η οποία ήδη αντιμετώπιζε μόνη της την επίθεση της Αυστροουγγαρίας. Η ανταμοιβή για την Ελλάδα θα ήταν η επέκταση της σε βάρος της Σερβίας. Η απάντηση του Βενιζέλου ήταν λακωνική, « η Ελλάς είναι πάρα πολύ μικρή χώρα δια να διαπράξει τόσο μεγάλη ατιμία».
Ο Βενιζέλος  είχε κι όλας διαμορφώσει την πολιτική του καθώς θεωρούσε τη θεομηνία που είχε ξεσπάσει στην Ευρώπη ως μια ανεπανάληπτη ευκαιρία για τον ελληνισμό. Η Μεγάλη ιδέα ήταν το δικό του όνειρο. Πίστευε πως η θέση της Ελλάδος δεν έπρεπε να είναι θέση ουδέτερου.  Μια και η Αυστρία, η Βουλγαρία και η Τουρκία ήταν με τους Γερμανούς, εμείς έπρεπε νάμαστε με τους αντιπάλους των, με την ΑΝΤΑΝΤ, για να βρεθούμε  μαζί στο συνέδριο της Ειρήνης. Τότε όμως στην Ελλάδα υπήρχε πυρήνας ηγετών με αντίθετη γνώμη.  Οι καλύτεροι και μεγαλύτεροι αρχηγοί στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, μαζί με τον βασιλιά Κωνσταντίνο είχαν επηρεαστεί απ’ τον καιρό των σπουδών τους στη Γερμανία, αλλά και από την δύναμη και την οργάνωση του Γερμανικού Στρατού.  Πίστευαν στην ανωτερότητα των Γερμανών. Όλα τα παραπάνω δεν τους καθιστούσαν κατά κυριολεξία γερμανόφιλους, περισσότερο βρίσκονταν κοντά στην ουδετερότητα.
Το πρώτο σοβαρό ρήγμα ανάμεσα στις δύο πλέον παρατάξεις δεν άργησε, τον Αύγουστο του 1914 άνοιξε η πρώτη ρωγμή στο χάσμα του Εθνικού Διχασμού. Το δεύτερο ουσιαστικό βήμα προς τον μοιραίο διχασμό ήταν μια πρωτοβουλία του βασιλιά, ο οποίος βάσει του Συντάγματος δεν είχε καμία τέτοια αρμοδιότητα.
Αυτές ήτανε οι αιτίες του μοιραίου διχασμού. Και οι δύο πλευρές δεν ήθελαν το κακό της Ελλάδας, είχαν δικαιολογημένη βάση και ψυχολογία. Στην αρχή όμως. Κινούμενοι  σε διαφορετικής κατεύθυνσης δρόμους, έφτασαν  και οι δύο πλευρές γρήγορα στα άκρα. Ο διχασμός μέρα με τη μέρα φουντώνει, και σ’ αυτό συνέβαλε σημαντικά και η ασυναρτησία της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμενων. Την αδιαλλαξία ενίσχυσε και η προπαγάνδα γερμανών και αγγλογάλλων πρακτόρων στην Ελλάδα, καθιστώντας  το χάσμα αγεφύρωτο. Στο μεταξύ τα γεγονότα εξελίσσονται γοργά, τον Σεπτέμβριο του 1915 η Βουλγαρία είναι έτοιμη να επιτεθεί κατά της Σερβίας, ο Βενιζέλος σύμφωνα με την ελληνοσερβική συμφωνία κήρυξε γενική επιστράτευση. Οι δηλώσεις όμως του βασιλιά προς τον βούλγαρο πρεσβευτή αποδεικνύουν την ριζική διαφορά των αντιλήψεων του με τον Βενιζέλο, ο οποίος τον Οκτώβριο του 1915 παραιτείται. Οι αγγλογάλλοι αποβιβάζονται στη Θεσσαλονίκη, ο επιστρατευμένος ελληνικός στρατός παραμένει αδρανής.  Στις αρχές μάλιστα του Δεκεμβρίου 1915 οι στρατιωτικές δυνάμεις παίρνουν διαταγή να μετασταθμεύσουν στο Αμύνταιο διότι  η μεταξύ Στρυμώνα, Βερμίου και Καϊμακτσαλάν περιοχή θα γίνει πολεμική ζώνη των Συμμάχων. Στην ουσία η Μακεδονία βρίσκεται υπό συμμαχική κατοχή. Οι πιέσεις προς την Ελλάδα γίνονται όλο και πιο έντονες, με αποκλεισμό λιμανιών, εμποδίζοντας ακόμη και το επισιτισμό της Αθήνας και καταργώντας τις ελληνικές αρχές στη Θεσσαλονίκη ο στρατηγός των αγγλογαλλικών στρατευμάτων στην Θεσσαλονίκη φέρεται σαν ασύδοτος κατακτητής.
Την άνοιξη του 1916 η Ελληνική Πολιτεία βρίσκεται σε προχωρημένη αποσύνθεση και η αιτία είναι ο τρόπος που επιβλήθηκε και ο τρόπος που εφαρμόζεται – κατ’ ανάγκην – η πολιτική της ουδετερότητας. Οι Αγγλογάλλοι, ιδίως μετά την Γερμανοβουλγαρική κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας δεν εμπιστεύονται απολύτως τους Έλληνες και σκέπτονται να παραδώσουν την Κεντρική Μακεδονία στους Σέρβους. Παράλληλα όμως αφήνουν και μια χαραμάδα ελπίδας.  Μέσω του συνταγματάρχη Μπονιέ έστειλαν στον Περικλή Αργυρόπουλο το παρακάτω μήνυμα «είστε ελεύθεροι να κάνετε ότι καλύτερο και συμφερότερο για την πατρίδα σας”
Ύστερα απ’ αυτό αποφασίζεται να γίνει σύσκεψη, όπου θα εκανονίζοντο οι λεπτομέρειες του κινήματος και η εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη φιλοανταντικής ελληνικής διοίκησης.
Το κίνημα έγινε και την διοίκηση της Θεσσαλονίκη ανέλαβε η επιτροπή Εθνικής Αμύνης.
Τον Αύγουστο οι Βούλγαροι, καταλαμβάνουν και την Καβάλα, η 6η Μεραρχία με την βοήθεια του Γαλλικού ναυτικού καταφεύγει στην Θάσο και από εκεί τον Σεπτέμβριο αποβιβάζεται στην Θεσσαλονιικη.
Ο Βενιζέλος σε μια ύστατη προσπάθεια από την Κρήτη όπου βρίσκεται κάνει μια τελευταία έκκληση προς τον Βασιλιά για να αποκατασταθεί η ενότητα της χώρας. Στις 9 Οκτωβρίου του 1916 ο Βενιζέλος φθάνει στην Θεσσαλονίκη και η επιτροπή Εθνική Αμύνης του παραδίδει την αρχηγία. Αμέσως συγκροτεί μαζί με τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και τον στρατηγό Π. Δαγκλή την προσωρινή κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης της οποίας πρωταρχικό και κατεπείγον έργο ήταν η συγκρότηση του στρατού. Η επιτροπή είχε ήδη συγκροτήσει τις μεραρχίες Σερρών και Θεσσαλονίκης και αποφασίστηκε η συγκρότηση άλλων δύο της Κρήτης και του Αρχιπελάγους. Ο Βενιζέλος επείγεται και μόλις οι συμμαχικές κυβερνήσεις αναγνώρισαν το κίνημα στις 24 Νοεμβρίου, η προσωρινή κυβέρνηση κήρυξε τον πόλεμο στις  Κεντρικές Δυνάμεις.
Και ενώ αυτά συμβαίνουν στην Θεσσαλονίκη και η Σέρβοι στο μεταξύ έχουν ανακαταλάβει την Φλώρινα και το Μοναστήρι, η αντίδραση στο «Κράτος των Αθηνών» εκφράζεται με προπηλακισμούς και ύβρεις. Ακόμα και πιστοί βασιλικοί όπως ο Λάμπρος Κορομηλάς, ο Νικόλαος Στράτος και ο Ίων Δραγούμης εκλιπαρούσαν τον  Βασιλιά να εγκαταλείψει την ολέθρια ουδετερότητα για την σωτηρία της πατρίδας. Τελικά κάτω από την πίεση των αγγλογάλλων ο Κωνσταντίνος εγκαταλείπει τον θρόνο.

Επίθεση στον τομέα Λούμνιτσας (Σκρα)
Από την αρχή ο στρατηγός Σαράιγ είχε τον φόβο μήπως οι Γερμανοί αποσύρουν δυνάμεις από το Ρωσικό μέτωπο και τις φέρουν στο Μακεδονικό. Ήξερε ακόμα πως δύσκολα θα ερχόταν βοήθεια από Αγγλία, Γαλλία και έτσι θέλησε να χρησιμοποιήσει τον στρατό της Εθνικής Αμύνης. Ελπίζει πως έτσι θα επέλθει η ένωση του Ελληνικού κράτους αλλά και για να  αποκτήσει  άλλες έξι, επτά  ελληνικές μεραρχίες. Γι’ αυτό σχεδιάζει σειρά επιθέσεων με ελληνικές δυνάμεις  στο μετώπο της Λούμνιτσας (Σκρα).
Η γαλλική μεραρχία είχε στον τομέα της την μεραρχία Σερρών. Ο τομέας άρχιζε από την Καρατζόβα (Αριδαία) κοντά στο μοναστήρι του Αρχάγγελου, ανέβαινε τον αυχένα του Πάικου και κατέβαινε όλη την ανατολική πλευρά του ως τον Αξιό. Αντίκρυ στον τομέα βρισκόταν η γραμμή των Βουλγάρων με το ψηλότερο μέρος της την κορυφή Σίρκα ντι Λέγκεν ,Περδικοβούνι στα βλάχικα.
(Ένα χρόνο αργότερα στην κορυφή αυτή η ελληνική ανδρεία θα δοξάσει και πάλι την Ελλάδα στη μάχη του Σκρά)
 Οι Γάλλοι στρατηγοί αποφάσισαν η επίθεση να γίνει με τρόπο διαδοχικό, προσβολής και επιτήρησης. Η προετοιμασία της επίθεσης θα γινόταν με πυροβολικό. Τα τάγματα Γουλιανού και Παπακώστα θα έκαναν την επίθεση εναντίον του Λόφου Ραβινέ. Η προετοιμασία του πυροβολικού άρχισε στις 20 Απριλίου 1917 αρχικά με μικρή ποσότητα οβίδων και σταδιακά ο βομβαρδισμός έγινε δυνατός και γενικός ώστε από την πρώτη κιόλας μέρας το σχήμα της γραμμής είχε αλλάξει μορφή. Ο δρόμος ήταν ελεύθερος για την επίθεση του πεζικού.

Η μάχη του Ραβινέ
Ο λόφος Ραβινέ ήταν καλά οχυρωμένος και τον κρατούσε μεγάλη βουλγαρική δύναμη. Ο ταγματάρχης Ζαφειρίου είχε την διεύθυνση και το τάγμα του Γουλιανού θα επιχειρούσε την κατάληψη τα χαράματα της 1ης Μαίου 1917. Όταν έφθασε η στιγμή της εφόδου το τάγμα κίνησε με τάξη και ορμή, η βουλγάρικη φρουρά δεν μπόρεσε να αντισταθεί, άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι πληγώθηκαν και άλλοι παραδόθηκαν μες τα καταφύγια. Και ήταν η μεγάλη η περηφάνεια του τάγματος Γουλιανού όταν οδηγούσε στους Γάλλους 17 Γερμανούς οπλίτες με τον υπολοχαγό τους, τον λοχία τους και τα πολυβόλα τους. Όλο το Ραβινέ είχε κυριευθεί γρήγορα. Υπήρχαν εκεί όμως καταφύγια βομβαρδισμού στερεά σε βάθος 7 μέτρων, σε αυτά έπρεπε να καταφύγουν οι άνδρες και όσοι κατέφυγαν σώθηκαν. Ο αντίπαλος βομβαρδισμός από ακτίνα 18 χιλιομέτρων με ολάκερο το Βουλγαρικό και Γερμανικό πυροβολικό να έχει συγκεντρώσει το πυρ του πάνω στον λόφο του Ραβινέ ήταν τρομερός. Πολλές χιλιάδες οβίδες έπεσαν πάνω στο λόφο επί μέρες. Το τάγμα του Γουλιανού έμεινε στη θέση του από τον βαριά τραυματισμένο ταγματάρχη έως και τον τελευταίο στρατιώτη που ελάχιστοι δεν τραυματίστηκαν. Ο σφοδρότατος βομβαρδισμός έκανε σκόνη σε βάθος τριών μέτρων όλο τον λόφο γεγονός που καθιστούσε αδύνατη οποιαδήποτε κατασκευή οχύρωσης. Και μέσα στον κατακλυσμό εκείνων των οβίδων που δεν έμεινε βαθμοφόρος όρθιος (νεκροί και πληγωμένοι ήταν όλοι τους) έναν μόνο σεβάστηκε το εχθρικό κανόνι, τον πελώριο υπασπιστή του τάγματος ανθυπολοχαγό Κ. Φλούλη. Από το ηρωικό τάγμα του Γουλιανού ελάχιστοι μείνανε. Όλος ο λόφος φαινόταν σκεπασμένος μέσα σε σύννεφα καπνού και σκόνης. Δεν διακρίνονταν ίχνη ζωής. Το βράδυ μόλις σκοτείνιασε η γαλλική διοίκηση στέλνει έναν ουλαμό να καταλάβει το Ραβινέ από τον φόβο μήπως επανεγκατασταθούν Βούλγαροι. Προχωρούν οι Γάλλοι με προφύλαξη όταν βλέπουν κάτι σκιές να ξεχωρίζουν και να τους πλησιάζουν χωρίς φόβο. Ήτανε έξι ηρωικοί έλληνες στρατιώτες από το τάγμα Γουλιανού, μαζί και ένας λοχίας. Είχαν μείνει έξω από τα καταφύγια αψηφώντας τον ανελέητο βομβαρδισμό. Το τάγμα του Γουλιανού αν και είχε τεράστιες απώλειες προσέφερε τη νίκη στο Ραβινέ τη σημαντικότερη ως τότε στον στρατό Εθνικής Αμύνης.
Η μάχη του λόφου Ραβινέ διάρκεσε τέσσερις μέρες με την οριστική κατάληψη του στις 4 Μαίου 1917. Από τους 250 άντρες του τάγματος Γουλιανού πέντε αξιωματικοί και 53 υπαξιωματικοί και στρατιώτες έπεσαν νεκροί. Τραυματιστήκαν εννέα αξιωματικοί και 225 υπαξιωματικοί και στρατιώτες.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σκεπάζει τα οστά των πεσόντων και αιώνια η μνήμη των ηρώων της μάχης του Ραβινέ. Και όσων θυσιάστηκαν για την πατρίδα ανά τους αιώνες.
Δικός μας χρέος ένα και μοναδικό να τους θυμόμαστε και τιμούμε την μνήμη τους. Δυστυχώς συμβαίνει όλο και λιγότερο τα τελευταία χρόνια και αυτό δεν μας τιμά καθόλου.