Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024, 9:13:49 μμ
Κυριακή, 16 Μαρτίου 2008 12:16

Κατ’ ευθείαν στη Νέα Τουρκία

ΑΦΗΓΗΣΗ
Του Ανταλλάξιμου Τούρκου
πρόσφυγα Σαλίχ Ντουζτούρ
(Salih Duztur)
από το Σεβιντικλί (Επτάλοφο)

Η αφήγηση και εξήγηση του πόνου ενός Ανταλλάξιμου πρόσφυγα, δεν τελειώνει με το γράψιμο τους. Όταν ο Σαλίχ Ντουζτούρ που γεννήθηκε στο Σεβιντικλί (Επτάλοφος) με την επταμελή οικογένειά του έφτασε στην Τούζλα το Φθινόπωρο του 1924, έπεφταν τα φύλλα των δέντρων.
- «Όταν ήρθαμε εμείς στην Τούζλα, ήτανε εντελώς άδεια από τους Έλληνες κατοίκους τους - Υπήρχαν μόνο κάποιοι ντόπιοι που έμεναν γύρω από την περιοχή του τζαμιού.
Ο Σαλίχ Ντουζτούρ, έτσι εξηγεί τη ζωή τους στο Σεβιντικλί του Κιλκίς.
- «Το χωριό μας ήτανε περίπου 150 οικογένειες. Ήταν μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Μπορούσαμε και πηγαίναμε μόνο στο παζάρι του Κιλκίς. Στο Σεβιντικλί ζούσαμε με την γεωργία. Στο μονόροφο σπίτι μας ζούσαμε ο πατέρας μου, η μάννα μου, τέσσερις αδελφές μου κι εγώ. Ο πατέρας μου ήταν γεωργός. Όργωνε τα χωράφια με το αλέτρι. Για μας κάναμε στάρι, κριθάρι και καλαμπόκι και προς πώληση κάναμε καπνό. Τα καπνά τα έπαιρναν Τούρκοι και Έλληνες έμποροι που ερχότανε στο χωριό.
Οι ευτυχισμένες μέρες του Σαλίχ Ντουζτούρ στο χωριό δεν τράβηξαν πολύ. Η Ανταλλαγή που άφησε ορφανά παιδιά, χτύπησε την πόρτα τους. Κάποιο πρωί οι μεγαλύτεροι του χωριού είπανε: - «Ετοιμαστείτε, έγινε Ανταλλαγή. Θα πάμε στην Τουρκία. Κι εδώ θάρθουν Έλληνες από την Τουρκία.
Ο λόγος και πάλι στον Σαλίχ Μπεη.
- «Ενώ ετοιμαζόμασταν να πάμε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης για νάρθουμε στην Τουρκία, ήρθαν στο χωριό μας Έλληνες από την Επαρχία του Χαϋράνπολης του Νομού Ραιδεστού. Για κάποιο διάστημα μοιραστήκαμε τα σπίτια μας με αυτούς. Μ’ αυτούς μιλούσαμε τούρκικα. Ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Όταν εγκαταλείψαμε τα μέρη που γεννηθήκαμε έκλαψαν από πίσω μας. - «Αν πάτε στην Χαϋράνπολη, θα περάσετε πολύ καλά» μας συμβούλεψαν. Οι προετοιμασίες στο χωριό για να βγούμε στο δρόμο, κράτησαν αρκετά. Φορτώνοντας στα αλογοκάρα κρεβάτια, παπλώματα, μαγειρικά βγήκαμε στο δρόμο και φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Τότε για πρώτη φορά είδα τη Θεσσαλονίκη. Στο δρόμοι οι Έλληνες, με συχνούς ελέγχους, έψαξαν πάνω μας. Κάποιες οικογένειες κατόρθωσαν και έφεραν εδώ χρυσό και χρήματα. Από τα χρήματά μας κάποια τα ξοδέψαμε στη Θεσσαλονίκη και κάποια εδώ όταν πρωτοήρθαμε. Δεν είχαμε κανέναν στην οικογένεια να δουλέψει. Φάγαμε τα έτοιμα.
Ένα πρωί είδαμε ότι ήρθε το πλοίο που θα μας πήγαινε στην Τουρκία. Όταν ήρθε η στιγμή της αναχώρησης γυναίκες - παιδιά όλοι με βάρκες πήγαμε στο πλοίο.
Το πλοίο, πήρε δεν πήρε τους ταξιδιώτες, αμέσως ξεκίνησε. Το ταξίδι κράτησε δύο μέρες. Στη διαδρομή υπήρξαν και θάνατοι. Τους πεθαμένους τους πετούσαν στη θάλασσα. Στο πλοίο ήτανε πάρα πολύς κόσμος. Το φθινόπωρο του 1924 ήρθαμε στη νεοϊδρυθείσα Δημοκρατία, στη Νέα Τουρκία. Εδώ εμάς, μας έφερε ο Ατατούρκ. Τώρα πια η νέα πατρίδα για τον Ντουζτουρ και την οικογένεια του είναι η Τούζλα.
Και συνεχίζει ο Ντουζτουρ.
- «Υπήρξε στην Τούζλα ένας ντόπιος που τον έλεγαν Κανταρτζή Ισμαήλ. Αυτός μοίραζε στον καθένα από μας τρία στρέμματα γης, τα οποία υπολόγισε με το μάτι. Τα κτήματα που μας έδωσαν εδώ, δεν ανταποκρινότανε στην αξία των κτημάτων που αφήσαμε εκεί. Κάποιοι όμως ανοιχτομάτηδες πήραν περισσότερα κτήματα από αυτά που δικαιούνταν. Οι περιουσίες που δόθηκαν σε μας, με τον καιρό πουλήθηκαν. Κι εδώ κάναμε γεωργία. Υπήρχαν πολλά αμπέλια που είχαν απομείνει από τους Έλληνες. Έτσι όπως ήταν τα παράτησαν οι Έλληνες και έφυγαν. Εκείνα τα αμπέλια ξηλώθηκαν από τις ρίζες τους.
Η ζωή μας στο Σεβεντικλί ήτανε πάρα πολύ καλή. Τώρα εδώ κανείς δεν γνωρίζει κανέναν. Ακόμη και οι γέροι του χωριού μας ένας ένας πέθαναν. ΟΙ νέοι δεν έχουν δουλειά. Οι νέοι του χωριού με μας τους γέροντες όχι μόνο δεν συνομιλούν, αλλά ούτε καν μας χαιρετούν.
Αποθύμησα βέβαια το χωριό μου. Κι εκεί είναι πατρίδα μου, κι εδώ…
Αν είχα τη νιότη μου, θα πήγαινα στο Σεβιντικλί. Όπως και νάχει είναι η παλιά μου πατρίδα».

Επιμέλεια-μετάφραση
Θεόδωρος Παυλίδης