Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τρίτη, 03 Ιουλίου 2018 20:08

"Καθαρή έξοδος"

Του Ανδρέα Μακρίδη.

 

Μέσα στο θόρυβο της νέας μακεδονομαχίας και της φιέστας του Ζαππείου, μία πολύ ενδιαφέρουσα είδηση πέρασε στα ψιλά: Μία απ' τις μεγάλες, συστημικές μας τράπεζες, πούλησε σε δύο ξένα “κοράκια”, κόκκινα δάνεια αξίας 2 δισ. ευρώ στο 6% της τιμής τους. Για οφειλές δηλαδή 2 δισ., η τράπεζα εισέπραξε 120 εκ. ευρώ και καθάρισε.


“Πώς είναι αυτό δυνατόν;” θα αναρωτηθεί κανείς. Η απάντηση είναι απλή: Τα χρέη αυτά, ήταν χρέη χωρίς εγγύηση ακινήτου. Εάν δεν έχεις σπίτι να γλυκοκοιτάει η τράπεζα να στο αρπάξει, ή είναι υποθηκευμένο αλλού, το δάνειό σου είναι ένα βαρίδι που της στραπατσάρει το εταιρικό προφίλ. Με την “πώληση”, η τράπεζα διαγράφει από τις δέλτους της τα δάνεια αυτά σαν να μην υπήρχαν, και βάζει στο ταμείο της 120 εκ. ευρώ.
Εύλογα αναρωτιέται κανείς: Δεν θα μπορούσε η τράπεζα να κάνει την ίδια ή μικρότερη διευκόλυνση στους ίδιους τους δανειολήπτες; Δεν θα μπορούσε αντί για 6%, να τους πουλήσει τα δάνεια στο 10%, ή στο 20%, εξασφαλίζοντας και μεγαλύτερο κέρδος; Δεν θα μπορούσε να κάνει μια συνολική ρύθμιση για όλα τα δάνεια αντί να τα πουλάει στα κοράκια; Όχι – δεν θα ήταν δυνατόν.
Η βασική ηθική ενός συστήματος, είναι η ηθική που εξασφαλίζει την επιβίωσή του. Το “ου φονεύσεις” δεν ισχύει σε περίπτωση πολέμου – στον πόλεμο όποιος φάει τους περισσότερους είναι ήρωας. Το “ου φονεύσεις” ισχύει στην περίπτωση της ειρήνης, για να εξασφαλίσει την επιβίωση της κοινωνίας. Και μπορεί ο Χριστός να δίδαξε, πως για να σου σβήσει ο Θεός τα οφειλήματα θα πρέπει κι εσύ να σβήνεις τα οφειλήματα των άλλων, αλλά αυτό ισχύει μονάχα για τους ουράνιους θησαυρούς. Οι θησαυροί επί της γης βασίζονται στην υπεραξία, στο κέρδος – και το κέρδος συσσωρεύεται πρωτίστως με την εκμετάλλευση των χρεών και της στατιστικής καταγραφής τους.
Αν εξετάσουμε την “καθαρή έξοδο” της Ελλάδας στις αγορές, δεν θα δούμε ένα διαφορετικό τοπίο. Το χρέος ήταν και παραμένει το Θηρίο που έφαγε την Ελλάδα. Οι κρατικοδίαιτες τράπεζες προχωρούσαν σε υπερδανεισμό του κράτους με αντάλλαγμα την ασυδοσία τους έναντι των δανειοληπτών. Το κράτος χρεοκόπησε – και όντας χρεοκοπημένο, ανέλαβε να εγγυηθεί και την ευρωστία του τραπεζικού τομέα. Μετά από 8 χρόνια καθίζησης μισθών, συντάξεων, εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, η ελληνική οικονομία παίρνει μία επιμήκυνση αποπληρωμής των μνημονιακών δανείων, το ύψος των οποίων ανέρχεται σε περίπου 100 δισ. ευρώ, και ξεκινά την αποπληρωμή τους το 2033, εντόκως φυσικά. Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να αυξήσουμε μέχρι τότε τον εθνικό μας πλούτο με όποιον τρόπο κρίνουμε εμείς ως πιο αποδοτικό, ώστε να είμαστε σε θέση να ανταπεξέλθουμε στις δανειακές μας υποχρεώσεις με μεγαλύτερη άνεση.

Σε μελέτη που κοινοποίησε ο ΣΕΒ την Πέμπτη 28 Ιουνίου, σημειώνεται πως “η έξοδος από το 3ο μνημόνιο συντελείται υπό καλούς οιωνούς”. Τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, δεν μειώνουν το ύψος του “αλλά διευκολύνουν σημαντικά την αποπληρωμή του για τα επόμενα 15 χρόνια”. Αν μετά από 15 χρόνια κριθεί πως το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο, θα εξεταστεί και πάλι το ενδεχόμενο λήψης νέων μέτρων. Την ίδια όμως ώρα, το 35% του ελληνικού πληθυσμού, αντιμετωπίζει επισήμως “κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού”, ενώ το ένα στα πέντε ελληνικά νοικοκυριά, εξακολουθεί να ζει με “σημαντική υλική στέρηση”. Με άλλα λόγια, το κράτος πήρε γενναία ανάσα για να βγει στις αγορές και να μαζέψει νέα δανεικά, με τα οποία θα ξεχρεώσει τα προηγούμενα. Ο πολίτης ωστόσο παραμένει εσαεί δανειολήπτης – και φτωχός.

Υπάρχει έξοδος από αυτόν τον φαύλο κύκλο; Εάν υπάρχει, σίγουρα προϋποθέτει μία δημόσια οικονομία που στέκεται στα πόδια της, αλλά και διάλογο που αντιπαραβάλλει συγκεκριμένες προτάσεις, με γνώση, νηφαλιότητα και νοημοσύνη. Διαπιστώνεται άραγε σήμερα, ένα τέτοιο κλίμα; Βαδίζουμε μήπως προς τα κει;