Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024, 2:31:41 μμ
Κυριακή, 29 Οκτωβρίου 2017 21:47

“Μπαμπά γιατί είπαμε το ΟΧΙ;"

Του Ανδρέα Μακρίδη.

 

“Μπαμπά γιατί είπαμε το Όχι; Γιατί δεν αφήσαμε τους Ιταλούς να περάσουν από την Ελλάδα;”. Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό, ούτε φανταστικό. Το απηύθυνε η κόρη ενός φίλου μας στον πατέρα της. Εκείνος την άκουγε αποσβολωμένος. Τέτοιες απορίες ποτέ δεν διατύπωσε η γενιά του: Η 28η και η Πίνδος, αν όχι και η Εθνική Αντίσταση που ακολούθησε, ήταν για κείνον ιερά υπεράνω αμφισβήτησης. Η νέα γενιά όμως, είναι εικονομάχος.

“Αφού ο Μουσολίνι είπε πως δεν ήθελε να μας κατακτήσει. Γιατί είπαμε το ΟΧΙ; Τι κερδίσαμε;” συνέχισε η μικρή. “Τόσοι σκοτωμένοι, τόσοι πεινασμένοι – και σήμερα, ποια η διαφορά; Τι θα παθαίναμε αν λέγαμε το ναι;”. Ο φίλος μας της απάντησε ό,τι θα λέγαμε κι εμείς, για τον αδιανόητο να διαφεντεύει τη χώρα ένα ξένο κράτος, για τον κίνδυνο κυριαρχίας του ναζισμού, για το ότι στη ζωή του ο καθένας πρέπει να πορεύεται με κάποιες αξίες και ιδεώδη, ακόμα κι αν δεν είναι δυνατόν να υπηρετεί ολοκληρωτικά. “Δεν είπε τίποτα. Συνέχισε να με κοιτά, με τα μάτια γεμάτα δυσπιστία” μας εξομολογήθηκε ο φίλος μας.

Ο χρόνος τα πάντα σαρώνει – παλιές βεβαιότητες, είδωλα, μεγάλες ιδέες. Κάποτε επί παραδείγματι, οι άνθρωποι ήταν πρόθυμοι να σκοτωθούν για την βασιλική Διαταγή, “αύριο αξιώ την πτώσιν του Κιλκίς”. Σήμερα τα κεφαλαία γράμματα χαμηλώνουν, και τα αγάλματα των πρωταγωνιστών της Μάχης μπορεί να αντικαθίστανται από ένα έκτρωμα από μπετόν στην κεντρική πλατεία μιας πόλης, χωρίς κανένας να αντιδρά. Τι αξίζει λοιπόν πραγματικά τον κόπο, και τι όχι; Είναι το τελικό αποτέλεσμα; - το κέρδος, η λεία των νικητών; Άξιζε το ΟΧΙ της Πίνδου και των ελληνικών βουνών, μονάχα για να πάρουμε τα Δωδεκάνησα, που και αυτά οι Βρετανοί αργήσανε να μας τα αποδώσουν; Κι αν ήταν το αντίτιμο μικρό, μήπως αυτό μειώνει την αξία της μεγάλης άρνησης που διατυπώσαμε την 28η Οκτωβρίου; Μήπως και μετά την ήττα μας από τους Γερμανούς το '41, μετά την συνθηκολόγηση Τσολάκογλου, θα έπρεπε να κατισχύσουν οι απόψεις που λέγαν “πολεμήσαμε, χάσαμε, καιρός να συμβιβαστούμε τώρα για να αποφύγουμε τα χειρότερα”; Μήπως είχαν δίκιο όσοι, μετά την Σφαγή στα Κερδύλια και το Ολοκαύτωμα στα Κρούσια, έλεγαν πως “η αντίσταση στους Γερμανούς θα φέρει τα χειρότερα – τους Βούλγαρους στη Μακεδονία και τους κομμουνιστές στην εξουσία”;

Ερωτήματα σαν αυτά, θα έπρεπε να τα εξετάζει κανείς με τον εαυτό του, σαν να πρόκειται να απολογηθεί στα ίδια του τα παιδιά, για τον κόσμο στον οποίον τα φέρνει. Και το ερώτημα αν άξιζε τον κόπο το Όχι, απαντιέται κατά τη γνώμη μας μονάχα με ένα ερώτημα: “Μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά;”

Κάποιοι μπορούσαν, κάποιοι όχι. Δεν θα μεμφθούμε εδώ κανέναν. Θα επικαλεστούμε μοναχά μερικούς στίχους του Άγγελου Σικελιανού από το ποίημά του “Γράμμα απ' το μέτωπο”, και θα καλέσουμε τον αναγνώστη να μετρήσει την απόσταση που τον χωρίζει απ' αυτούς.

“...Ακόμα είναι πολλοί αυτού κάτω;
Αυτοί, που στο ζεστό τους το κρεβάτι
τρεμολογάν να ονειρευτούν το χιόνι,
μα απ' τα παχιά τα στρώματά τους ξάφνου
πετιώνται από βρυκόλακες, να μπούνε
στον ψεύτικό τους τάφο, να γλιτώσουν
μιαν έρμη ζωή που οι ίδιοι ορίζοντές της
πλατύτεροι απ' τον τάφο αυτό δεν είναι;
Αυτοί, που τρέμουν του λαού τη γλώσσα
σαν άκουσμα σειρήνας;
Πες μου, φίλε...

Αλλ' όχι... αλλ' όχι... Τι θα πεις, το ξέρω!

“...Πνέμα γυμνό! Ευωδιά σπαθιού πλυμένου
μες στ' άχαρο αίμα των εχτρώνε! Νίκη,
νίκη στα σκιάχτρα απ' άκρη σ' άκρη...Τρόμος
ναι, τρόμος στα φαντάσματα!
Η Ελλάδα
θε να γυρίσει να βρει την Ελλάδα!”

Φίλε χαίρε!”