Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 5:32:04 μμ
Πέμπτη, 23 Νοεμβρίου 2017 21:04

Μπάρμπα Κώτσιος, το προσφυγάκι της Ανατολικής Θράκης, ο Αη Γιώργης και το σπήλαιο του Κιλκίς

Μετά την αποφοίτησή μου από τη σχολή, τοποθετήθηκα στο Κιλκίς τον Ιούλιο του 1969. Στην πρώτη μου άδεια αντάμωσα με τον επιστήθιο φίλο, συμμαθητή και συνάδελφο μου Θανάση στο χωριό του, το Σώστη της Κομοτηνής.


Ο πατέρας του, ορφανό προσφυγάκι της Ανατολικής Θράκης, που έζησε με χαμόγελο και υπομονή την δύσκολη ζωή του, καλοκάγαθος, καλοσυνάτος και χωρατατζής, μόλις με καλωσόρισε, ρώτησε με τη γλυκιά θρακιώτικη προφορά του.
 
-Μπρέ  Τάσιο, σένα πού σ΄ έστειλαν.
-Στο Κιλκίς, του απάντησα.
Φωτίσθηκαν τα μάτια του, γέλασε το πρόσωπό του, ήλθαν μνήμες στο μυαλό του.
-Μπρέέέέ,  είπε, στο Κιλκίς.!!!! Τι κάμν΄ μπρέ Τάσιο η Αη Ιώργης, οι καλόγριες είναι εκεί, είδις τ΄ σπηλιά στουν Αη Ιώργη.
Άι Τάσιου, μικρό πιδί, ουρφανό, ξυπόλτου, παγουμένου, βρέθκα στου Κιλκίς τ΄ν άνξη του 1914, με κάτι θειούς. Έκαμάμι παράγκες, με τα καμένα και κλεμμένα ξύλα, τα χαλασμένα κυρπίτσια, τις πέτρες, κάτω από τουν Αη Ιώργη, κουντά στα τρανά τα κτήρια που είχαν οι καλόγριες. Μας φώναζαν και μας τάιζαν οι καλόγριες, καλά νάναι.  Μεις, μικρά πιδιά όμως, ούλου παίζαμι. Ανεβαίναμι κουσιάζουντας στουν Αη Ιώργη. Κι εκεί ήταν καλόγριες. Κατεβαίνουντας για του σπίτ΄ πιρνούσαμε από τ΄σπηλιά. Απού τ΄ μικρή τ΄ν τρύπα εμπαίναμι μέσα, ανάβαμι φωτιές, πααίναμι βαθυά, παίζαμι κρυφτό και βγαίνοντας τρέχαμι για το σπίτι.

Ο μπάρμπα Κώτσιος (Μαυρίδης), πάλι με τους συγγενείς του το 1920 επέστρεψε στην Ανατολική Θράκη, απ΄ όπου ξεριζώθηκε για δεύτερη και οριστική φορά, τον Οκτώβριο του 1922.
Το κάρο της προσφυγιάς αυτή τη φορά σταμάτησε οριστικά στο Σουσούρκιοϊ  (Σώστης) Κομοτηνής, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα. Δεν είχαν άλλο κουράγιο, ούτε τα ζώα, ούτε τα κάρα, ούτε προπαντός οι άνθρωποι,  να συνεχίσουν το δρόμο για το Κιλκίς. Πώς να κάνουν άλλα τριακόσια χιλιόμετρα.
Πολλοί ανατολικοθρακιώτες, εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς το 1914, μετά την έναρξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, κυνηγημένοι από Τούρκους και Βουλγάρους. Αρκετοί από αυτούς, το 1920, μετά την κατάληψη από τα Ελληνικά στρατεύματα της Ανατολικής Θράκης επέστρεψαν στα χωριά τους. Η μικρασιατική καταστροφή  όμως ήταν καταλυτική για την τύχη τους, που δεν ήταν άλλη από την αναγκαστική και οριστική προσφυγιά τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του1922. Οι περισσότερες οικογένειες, από τους Κιλκισιώτες του 1914, εγκαταστάθηκαν στη Δυτική Θράκη, με κύριο οικισμό τον Ίασμο (Ιασίκιοϊ), δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές, στο πρανές της Ροδόπης, όπου σήμερα υπάρχουν συγγενείς τους. Στο διπλανό χωριό, στο Σώστη (Σουσούρκιόϊ), εγκαταστάθηκε, έφηβος πλέον, ο Κωνσταντίνος Μαυρίδης.
 

Η πιο δραματική ίσως περιγραφή για τη σιωπηλή και μακάβρια έξοδο των Θρακιωτών, το φθινόπωρο του 1922, είναι η ευαίσθητη και αντικειμενική ανταπόκριση του νεαρού δημοσιογράφου και αργότερα διάσημου πεζογράφου, βραβευμένου με Νόμπελ, Έρνεστ Χέμινγουεϊ, στην εφημερίδα Daily Star του Τορόντο, όπου γράφει:
 «Σε μια ατέλειωτη, ιλιγγιώδη πορεία, ο Χριστιανικός πληθυσμός της Ανατολικής Θράκης στριμώχνεται στους δρόμους για τη Μακεδονία. Η κύρια φάλαγγα, που περνάει τον ποταμό Έβρο έχει μήκος τριάντα δύο χιλιομέτρων. Μια φάλαγγα τριάντα δύο χιλιομέτρων με κάρα, που τα σέρνουν αγελάδες, ταύροι και λασπωμένοι νεροβούβαλοι, ενώ δίπλα τους εξουθενωμένοι και ζαλισμένοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, με κουβέρτες πάνω από τα κεφάλια τους, περπατούν στα τυφλά, κάτω από τη βροχή, δίπλα στα εγκόσμια αγαθά τους……….
……..Τώρα το μόνο που μπορούν να κάνουν , είναι να κρατούν τη φρικαλέα φάλαγγα, ενώ το πιτσιλημένο με λάσπες Ελληνικό ιππικό τους οδηγεί, όπως οι γελαδάρηδες τα γελάδια ………..
………Είναι μια σιωπηλή φάλαγγα. Ούτε που γκρινιάζει κανένας. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να συνεχίσουν να κινούνται……………..
……….Μόνο από την Ανατολική Θράκη, πρέπει να απομακρυνθούν διακόσιες πενήντα χιλιάδες πρόσφυγες. Πώς θα τραφούν. Κανείς δεν ξέρει……..
…….ένα σαραβαλιασμένο Ford με Έλληνες επιτελικούς αξιωματικούς, με κόκκινα και βρόμικα, από την αϋπνία μάτια, και πάντα την αργή, μουσκεμένη αγροτιά της Θράκης, που βάδιζε με κόπο μέσα στη βροχή, αφήνοντας πίσω τα σπίτια τους…………»

Οι αναμνήσεις του μπάρμπα Κώτσιου ήταν ζωντανές. Από τη γειτονιά του, το Ντερέ Μαλεσί, της όμορφης γενέτειρά του της Αρκαδιούπολης (Λουλέ Μπουρκάς),  της Ανατολικής Θράκης.
Πρώτες απ΄ όλες όμως οι παιδικές του αναμνήσεις, ο Αη Γιώργης, οι καλόγριες και κυρίως το παιχνίδι, με τα ξυπόλητα ματωμένα πόδια, στις παρυφές του Αγίου Γεωργίου στο Κιλκίς, γύρω και μέσα στο σπήλαιο, παρέα, τα Θρακιωτάκια με τα άλλα προσφυγόπουλα της γειτονιάς, τα Στρωμνιτσιωτάκια, τα Λαζάκια  (Καυκασάκια), μερικές φορές με λίγα Βουλγαράκια, ακόμα και Τουρκάκια.

Αναπαύεται στο νεκροταφείο του Σώστη, από το 2004. Έφυγε ευτυχισμένος, σιγοτραγουδώντας τη ζωή, πλήρης ημερών. Πόσων χρονών ήταν!!!. Πού να ήξερε και κείνος. Υπήρχε στην ταυτότητά του  έτος γέννησης, που σίγουρα δεν ήταν σωστό. Το διέψευδαν οι αναμνήσεις του.

Τάσος Γιοβανούδης  
Οκτώβριος 2017