Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024, 6:32:02 πμ
Παρασκευή, 02 Ιουνίου 2017 21:19

Οι ξεχασμένοι Έλληνες του Γκέρλιτς

Ένα αιώνα μετά δύσκολα μπορεί κανείς ν’ απαντήσει στο ερώτημα ποιος έχει την μεγαλύτερη ευθύνη για τον Μεγάλο Εθνικό Διχασμό μας, ένα Διχασμό που οδήγησε στην τραγική για τον ελληνισμό Μικρασιατική Καταστροφή. Ένα Διχασμό που άφησε μέχρι και σήμερα βαθιές πληγές στο σώμα της πατρίδας μας.
Στο πρόσφατο άρθρο μας με αφορμή την επέτειο της μάχης του ΡΑΒΙΝΕ περιγράψαμε διάφορα γεγονότα που οδήγησαν στον Εθνικό Διχασμό.  Στο σημερινό μας θα αναφερθούμε σ’ ένα άλλο μισοξεχασμένο γεγονός εκείνης της περιόδου, στην τραγική ιστορική συγκυρία που οδήγησε εκεί γύρω στο 1916 μεσούντος του μεγάλου πολέμου 7.000  Έλληνες στρατιώτες μετά την κατάκτηση της Ανατολικής Μακεδονίας από τους Βουλγάρους και ύστερα από μια αμφιλεγόμενη συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας, της ΑΝΤΑΝΤ και των γερμανοβουλγαρικών στρατευμάτων βρέθηκαν στο Γκέρλιτς της Σαξονίας, μια κωμόπολη που βρίσκεται στα σημερινά Γερμανοπολωνικά σύνορα.

 

Οι Έλληνες του Γκέρλιτς και τα παιχνίδια της Ιστορίας
Ήταν 18 Αυγούστου 1016 και  ο βουλγαρικός στρατός συνοδευόμενος από Γερμανούς αξιωματικούς εισβάλλει αιφνιδιαστικά στην Αν. Μακεδονία (Αγγλογαλικά στρατεύματα βρίσκονται ήδη στη Θεσσαλονίκη). Την ίδια μέρα οι πρέσβεις της Γερμανίας και της Βουλγαρίας στην Αθήνα με επίσημες διακοινώσεις των κυβερνήσεων τους έδιναν εξηγήσεις, διαβεβαίωναν πως η εισβολή είχε αποκλειστικά στρατιωτικά κίνητρα και στρεφόταν εναντίον της ΑΝΤΑΝΤ, ταυτόχρονα έδιναν εγγυήσεις για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Δεν είχαν σκοπό όπως έλεγαν να καταλάβουν τις Σέρρες την Δράμα και την Καβάλα, ενώ ο στρατός τους θα αποχωρούσε όταν εξέλιπε ο στρατιωτικός λόγος. Έτσι το ανατολικό τμήμα της τότε πρόσφατα απελευθερωμένης Μακεδονίας (που είχαν ταχθεί να φυλάσσουν οι στρατιώτες και αξιωματικοί του Δ’ Σώματος Στρατού) βρέθηκε δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στη δίνη της διαμάχης και των συγκρούσεων των εμπλεκόμενων δυνάμεων (ΑΝΤΑΝΤ και Κεντρικές Δυνάμεις).
Και παρότι η Ελλάδα ήταν ακόμα επισήμως το Δ’ Σώμα βρέθηκε αποκλεισμένο από το εθνικό κέντρο και εγκαταλειμμένο στην τύχη του, όπως και το σύνολο του άμαχου πληθυσμού. Τελικά προκειμένου να αποφύγει την οδυνηρή Βουλγαρική αιχμαλωσία, αλλά και λόγω αντιπαλότητας που είχε εν τω μεταξύ ξεσπάσει με τις φιλοβενιζελικές δυνάμεις της Θεσσαλονίκης (Εθνική Άμυνα)  η φιλοβασιλική ηγεσία του Σώματος πρότεινε αυτοβούλως τη μεταφορά του μαζί με τα όπλα του στη Γερμανία, όπου θα έμενε «φιλοξενούμενο» μέχρι το τέλος του πολέμου. Πρόταση που έγινε αμέσως αποδεκτή από τον στρατάρχη Hindenburg κυρίως για λόγους προπαγάνδας, οι συνέπειες όμως για τον ελληνικό πληθυσμό που έμεινε απροστάτευτος ήταν ολέθριες.
Παλλαϊκή ήταν η υποδοχή των ανίδεων στρατιωτών στο Γκέρλιτς.  Διθυραμβικά υπέρ της Ελλάδας τα σχόλια του γερμανικού τύπου, ενώ η μικρή πόλη κατακλύστηκε από ελληνομαθείς καθηγητές και «φιλέλληνες» ποικίλων αποστολών και κινήτρων. Έτσι εν μέσω του φονικότερου έως τότε πολέμου, πραγματοποιήθηκαν αξιόλογες έρευνες, μελέτες, διατριβές, μεταξύ αυτών και σπανιότατες ηχογραφήσεις διαλέκτων, δημοτικής και λαϊκής μουσικής, που μόλις πρόσφατα ήρθαν στο φως προκαλώντας γενικότερο ενδιαφέρον.
Αμέτρητα ήταν τα νήματα που συνέδεσαν τότε τους δύο λαούς, εκατοντάδες οι μικτοί γάμοι και αρραβώνες εξίσου όμως μεγάλες και οι παρεξηγήσεις, αντιζηλίες και συγκρίσεις. Όμως το γερμανοελληνικό ειδύλλιο δεν κράτησε για πολύ. Μετά την επικράτηση του Βενιζέλου και την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της ΑΝΤΑΝΤ (Ιούνιος 1947) το έως τότε «φιλικά» διακείμενο Σώμα μετατράπηκε αίφνης σε τμήμα ενός εχθρικού στρατού στο έδαφος της Γερμανίας.
Δεκάδες Βενιζελικοί αξιωματικοί συνελήφθησαν και διώχθηκαν ενώ οι στρατιώτες απεστάλησαν για εργασία ανά την γερμανική επικράτεια αποτελώντας – κατά κάποιον τρόπο – τους πρώτους Έλληνες «Γκάσταρπαϊτερ» του 20ου αιώνα.  Μετά τη γερμανική ήττα, μαζική ήταν η συμμετοχή στην επανάσταση των Σπαρτακιστών με επικεφαλής τη Ρόζα Λύξενμπουργκ, με κορυφαίο αίτημα την επιστροφή στην πατρίδα. Έτσι ήρθαν σε σύγκρουση με τους αξιωματικούς και εξέλεξαν δικά τους συμβούλια (Σοβιέτ) με αποτέλεσμα ο κύριος όγκος των στρατιωτών «να οδηγηθεί» σε άτακτη και περιπετειώδη φυγή.
Αλλά η «Οδύσσεια» των ανδρών του Σώματος συνεχίστηκε και μετά την πολυπόθητη παλιννόστηση, όταν ο πέλεκυς των διώξεων έπεσε βαρύς επί δικαίων και αδίκων οξύνοντας στο έπακρο τα πάθη του Διχασμού κατά τη διάρκεια μάλιστα της Μικρασιατικής εκστρατείας. Έτσι δημιουργήθηκε ο μύθος της «προδοσίας» του Γκέρλιτς που ταλάνισε επί δεκαετίες τους ίδιους και τους απόγονους τους.
Σήμερα στις δύο χώρες ζουν χιλιάδες απόγονοι εκείνων των Ελλήνων, πολλοί από αυτούς αναζητούν τα ίχνη των προγόνων τους, αναδεικνύοντας σταδιακά αυτήν την απίστευτη και εν πολλοίς άγνωστη έως πρόσφατα ελληνογερμανική περιπέτεια. Οι Έλληνες έμειναν μέχρι τον Φεβρουάριο του 1919 στο στρατόπεδο Mous, στο Γκέρλιτς μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα στην πόλη αλλά το βράδυ έπρεπε να επιστρέφουν, οι ανώτεροι αξιωματικοί είχαν την δυνατότητα μάλιστα να νοικιάζουν και σπίτια. Με τον καιρό ανέπτυξαν μεγάλες επαφές με την πόλη. Δούλευαν και ανάμεσα σε άλλα εξέδιδαν και την εφημερίδα «Τα Νέα του Γκέρλιτς». Αξιόλογη ήταν επίσης η πνευματική και πολιτισμική δραστηριότητα πολλών Ελλήνων καλλιτεχνών και διανοούμενων (όπως ο μετέπειτα σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας Βασίλης Ρώτας, ο λογοτέχνης Λέων Κουκούλας και ο ζωγράφος Παύλος Ροδοκανάκης.
Την περίοδο εκείνη ο γλωσσολόγος και ιδρυτής του Οπτικοακουστικού Μουσείου Ντέγκεν και του Ηχητικού Αρχείου στο Βερολίνο, είχε πάρει εντολή να καταγράψει φωνές, γλώσσες και μουσικές. Κατέγραψε υλικό από 250 διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες σε στρατόπεδα, τσίρκα και θέατρα. Τον Ιούλιο του ’17 έγινε η ηχογράφηση των ελλήνων στρατιωτών, τα δείγματα είναι από στρατιώτες απ’ όλη την Ελλάδα. Μοιρολόγια, παραμύθια, ιστορίες, ψαλμωδίες, δημοτικά τραγούδια αλλά και η πρώτη ηχογράφηση μπουζουκιού στον κόσμο. Οι πολύτιμοι αυτοί θησαυροί βρίσκονται σήμερα μοιρασμένοι ανάμεσα στο πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου και το Εθνολογικό Μουσείο. Οι Έλληνες που πήραν μέρος στις μουσικές ηχογραφήσεις δεν ήταν επαγγελματίες, στην φερόμενη πρώτη ηχογράφηση μπουζουκιού στον κόσμο με το τραγούδι «Χήρα να αλλάξεις όνομα» τραγουδά ο Απόστολος Παπαδιαμάντης, ανιψιός του συγγραφέα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ενώ ο Συριανός μπουζουξής Κώστας Καλαμαράς μας δίνει μια εικόνα του πως παιζόταν τότε το μπουζούκι και τι ακούσματα είχε αργότερα ο σπουδαίος Μάρκος Βαμβακάρης. Οι σπάνιοι και πολύτιμοι αυτοί ηχητικοί θησαυροί δεν έχουν μέχρι σήμερα πλήρως απομαγνητοποιηθεί. Και δυστυχώς δεν έχουν αξιοποιηθεί από επίσημο ελληνικό φορέα. Το 1945 το ανατολικό μέρος της πόλης που την διασχίζει ο ποταμός Νάιζε και έγινε σύνορο παραχωρήθηκε στην Πολωνία και ονομάστηκε Ζκοζέλετς. Τον περασμένο Αύγουστο με αφορμή την συμπλήρωση ενός αιώνα από την εγκατάσταση των Ελλήνων στις δίδυμες σήμερα πόλεις, οι τοπικές αρχές με την υποστήριξη της Γενικής Γραμματείας Αποδήμου Ελληνισμού διοργάνωσαν εκδηλώσεις μνήμης στην παλαιά πόλη του Γκέρλιτς. Ανάλογες εκδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν και στον Ζκοζέλετς, με την ανέγερση τρίγλωσσου μνημείου.

 

Εθνικός Διχασμός -  συνέχεια
Μετά το τέλος του ελληνικού εμφυλίου τον Οκτώβριο του 1949, 14.000 Έλληνες κομουνιστές βρήκαν καταφύγιο στην Πολωνία, οι περισσότεροι στο Ζκορζέλετς, το οποίο  πολλοί αποκαλούσαν “Republica Grecka».
Όταν άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι η επιστροφή στην Ελλάδα θα καθυστερούσε πολύ, οι Έλληνες άρχισαν να μαθαίνουν πολωνικά και να ασπάζονται ακόμη και τον καθολικισμό. Μόνο στοιχείο που κράτησαν από το παρελθόν ήταν η μουσική και το ελληνικό γλέντι. Με τα χρόνια αφομοιώθηκαν στην πολωνική κοινωνία. Αν και το Γκέρλιτς το χωρίζει από το Ζκορζέλετς ο ποταμός Νάιζε οι Έλληνες των δύο πόλεων είναι μοναδικοί. Έλληνες εκτοπισμένοι, αιχμάλωτοι και εξόριστοι, έρμαια δύο τραγικών σελίδων της ελληνικής ιστορίας βρέθηκαν κατά τύχη σε διαφορετικές περιόδους στην ίδια ουσιαστικά πόλη, η οποία επίσης είχε τη δική της τραγική ιστορία. Με ένα ποτάμι να τους χωρίζει οι στρατιώτες του Δ’ Σώματος Στρατού και οι εξόριστοι του εμφυλίου έμειναν δίπλα – δίπλα χωρίς να γνωρίζουν οι μεν την ιστορία των δε. Και όλα αυτά πριν φτάσουν στη Γερμανία οι πρώτοι «Gastarbeit» τη δεκαετία του ’60.
Σήμερα στο Γκέρλιτς ζουν πάνω από 40 απόγονοι δεύτερης έως τέταρτης γενιάς Ελλήνων. Ελληνικά ονόματα ακούγονται ακόμη στην πόλη αυτή. Η αγάπη των απογόνων για την πατρίδα είναι συγκινητική και στα παραμύθια των παππούδων εξιστορούνται τα γεγονότα και οι ανθρώπινες ιστορίες που λέγονται για τους Έλληνες στρατιώτες που ξεκίνησαν από την Καβάλα και έφτασαν στο Γκέρλιτς εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό του Οκτώβρη του 1916.

 

Πηγές: Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς, 1916-1919» Γεράσιμος Αλεξάτος, εκδόσεις Κυριακίδης
«Ελληνικής Γνώμης» εφημερίδα των Ελλήνων της Ευρώπης «Pontos News”
Φωνές Ελλήνων στο Γκέρλιτς του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου – Κοινωνία και Πολιτισμός - DW

Έκθεση εικόνων