Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 5:56:30 μμ
Δευτέρα, 16 Ιανουαρίου 2017 19:54

Ρεαλισμός

Του Ανδρέα Μακρίδη

 

Ετούτες τις μέρες, κορυφώνονται στην Γενεύη, οι προσπάθειες εξεύρεσης μιας λύσης στο Κυπριακό. Στην Ελλάδα, η σχετική συζήτηση δείχνει υποβαθμισμένη. Τίποτα δεν θυμίζει τις μέρες του 2004, όπου το κάθε κόμμα και ο κάθε πολίτης έπαιρνε θέση απέναντι στο σχέδιο Ανάν – έχουμε πλέον τα δικά μας προβλήματα, τη δική μας απάθεια, τη δική μας ήττα αν θέλετε. Είναι άραγε δικαιολογημένο αυτό ή όχι;

Η συζήτηση για την Κύπρο, είναι συζήτηση για την Ελλάδα – κι αν κάτι θέλουμε να αποφύγουμε, είναι μία ακόμα συζήτηση για μας, που είναι μοιραίο να καταλήξει σε πικρές διαπιστώσεις. Δεν θα είναι διαφορετικές επειδή αφορούν μια άλλη χώρα. Οι ίδιες θα 'ναι.
Κάθε αγώνας, κάθε ενθουσιασμός που καταλήγει σε μιαν ήττα, καταλήγει να στοχοποιεί τις ίδιες του τις ελπίδες. Μετά την απογοήτευση, εμφανίζεται θριαμβικά μια παράταξη “ρεαλιστών”. Οι “ρεαλιστές” αυτοί υπάρχουν πάντα εκ πεποιθήσεως, ή λόγω ψυχοσύνθεσης. Είναι εκείνοι που ζητούν απ' το λαό να ζήσει με μετριασμένο το συναίσθημά του και προτεταγμένο ένα εθνικό συμφέρον που καθορίζεται πάντα έξω από αυτόν. Την εποχή της ανάτασης και των παιάνων, η παράταξη αυτή βρίσκεται στο περιθώριο, και λοιδορείται ως δειλή και μίζερη. Την ώρα της ήττας ωστόσο, ο “ρεαλισμός” παρελαύνει θριαμβικά, υπενθυμίζοντας στους άλλους: “Τα 'λεγα εγώ!”.

Πλάι στους προηγούμενους, εμφανίζονται οι διάφορες εκδοχές του “αμετανόητου”. Το αμετανόητο δεν συνιστά παράταξη – έχει ίσως κοινή αφετηρία, αλλά όχι και κατάληξη. Μία μερίδα του πασχίζει να ανασυνταχθεί στη νέα κατάσταση, να βρει πατήματα, συμμαχίες, τρόπους, συνθήματα, ώστε να συνεχίσει τον αγώνα του από δυσμενέστερη μεν θέση, αλλά υπαρκτή. Κάποιοι προσπαθούν να μπολιάσουν τον “ρεαλισμό” με λίγο συναίσθημα από το παρελθόν και καταλήγουνε να συμμαχούν μαζί του. Άλλοι πασχίζουν να κρατήσουν τον εαυτό τους, εισάγοντας και φρασεολογία από το αντίπαλο στρατόπεδο. Υπάρχουν τέλος και οι τελείως αμετανόητοι – αυτοί που νοιώθουν πως δεν αναμετρούνται πλέον με την πραγματικότητα, αλλά με την Ιστορία.

Η Κύπρος είναι θύμα προδοσίας – δεν θα βρεις Έλληνα που να μην το αποδέχεται - μιας προδοσίας στο όνομα της Ένωσής της με την Ελλάδα. Αν συμφωνούμε ωστόσο για το θύμα, δεν έχουμε όλοι ίδια γνώμη για τον θύτη. Οι περισσότεροι από μας, δείχνουμε με το δάχτυλο την Χούντα του Ιωαννίδη και πραξικόπημά της κατά του Μακαρίου. Η Χούντα αυτή ωστόσο, δεν ήρθε ουρανοκατέβατη. Γεννήθηκε απ' τα σπλάχνα της επτάχρονης δικτατορίας, η οποία γεννήθηκε απ' τη μαγιά ενός εμφυλίου πολέμου στο πλαίσιο ενός διεθνούς Ψυχρού Πολέμου. Και για τα γεγονότα αυτά, δεν έχουμε όλοι ίδιες απόψεις, και δεν θα ήταν δυνατόν να έχουμε.

Με μία τέτοια παρακαταθήκη, προσερχόμαστε ξανά σε ένα τραπέζι διαπραγμάτευσης. Πρόεδρος της Κύπρου είναι ο Νίκος Αναστασιάδης, ο επικεφαλής των “ρεαλιστών”, ο οποίος κατά το απώτερο παρελθόν είχε στενές σχέσεις με την παράταξη, που διεκπεραίωσε το προδοτικό πραξικόπημα του '74. Συνεπικουρείται από το κόμμα της Αριστεράς, το οποίο είχε αρχικώς ταχθεί υπέρ του σχεδίου Ανάν το 2004, αλλά προσέκρουσε στις αντιδράσεις απ' την ίδια του τη βάση. Απέναντι στην διαπραγμάτευση στέκονται τα κόμματα του Κέντρου, στα οποία δεσπόζουν προσωπικότητες από το παρελθόν: Ο υπέργηρος σοσιαλπατριώτης Βάσος Λυσσαρίδης, και ο γιος του πρώην Προέδρου, Νικόλας Παπαδόπουλος. Επιφυλακτικοί εμφανίζονται οι Οικολόγοι. Και βεβαίως, εναντίον της διαπραγμάτευσης τάσσονται όσοι θέλουν το κράτος τους "εθνικά καθαρό", απαλλαγμένο πλήρως από τους Τουρκοκυπρίους.
Στη Γενεύη ο Ελληνισμός προσέρχεται με τις κουρεμένες ελπίδες του, τις απογοητεύσεις του, τις προδοσίες του. Τι είναι αυτό ωστόσο, που γεννά την κρυφή προσδοκία, πως κάτι μπορεί να επιτύχει η Κύπρος στη διαδικασία αυτή; Τίποτε άλλο, παρά τα κοιτάσματα του φυσικού αερίου της περιοχής και το διεθνές ενδιαφέρον για την εκμετάλλευσή τους. Κι αυτή είναι η μόνη αδιαμφισβήτητη αλήθεια.