Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024, 12:22:41 πμ
Κυριακή, 22 Οκτωβρίου 2017 19:43

Το φιάσκο των αγροτικών εξαγωγών

Του Ανδρέα Μακρίδη. 

 

Είναι κάποιες ειδήσεις που χτυπάνε την καμπάνα της αλήθειας με τρόπο τεκμηριωμένο και αδιαμφισβήτητο. Πριν λίγες μέρες, το Αυστριακό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών, παρουσίασε μία έρευνα για τις επιπτώσεις του ρωσικού εμπάργκο στα ευρωπαϊκά προϊόντα. Το κόστος για την Ε.Ε. την διετία 2014-2016 ανέρχεται στα 30 δισ. ευρώ, και το κόστος για την Ελλάδα (της οποίας οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 23,1%) υπολογίζεται στα 250 εκ. ευρώ.


Εκ πρώτης όψεως, το νούμερο δεν συνταράσσει. Για έναν λαό που ακούει καθημερινά να χορεύουν δισεκατομμύρια στις τηλεοπτικές του οθόνες, τα 250 εκ. σε βάθος διετίας δεν εκπλήσσουν. “Τι είχαμε, τι χάσαμε” θα σχολίαζε κάποιος κυνικός. Το πρόβλημα ωστόσο εντοπίζεται ακριβώς εκεί: Οι ελληνικές εξαγωγές προς την “φίλη και ομόδοξη Ρωσία” μετά βίας ξεπερνούσαν τα 500 εκ. ευρώ τον χρόνο – και μετά το ρωσικό εμπάργκο, έπεσαν και κατά το ένα τέταρτο. Οι ελληνικές απώλειες ανέρχονται μόλις στο 0,83% των συνολικών ευρωπαϊκών απωλειών, (ή στο 2,25% των αντίστοιχων απωλειών της Γερμανίας) όχι επειδή καταφέραμε να συνεχίσουμε τις εξαγωγές μας προς τη Ρωσία, αλλά γιατί οι εξαγωγές αυτές ήσαν συγκριτικά αμελητέες.
Στους παραπάνω αριθμούς εμφανίζεται περίτρανα το φιάσκο των εξαγγελιών για “οικονομική σύγκλιση της Ελλάδας με την Ε.Ε.” όπως το προπαγάνδιζαν τα κόμματα εξουσίας όταν η Ελλάδα έμπαινε στο ευρώ. Ως ένα βαθμό, η απόκλιση θα ήταν αναμενόμενη: Η Ελλάδα που εξάγει κατά βάση αγροτικά, κτηνοτροφικά και θαλασσινά προϊόντα, δεν θα μπορούσε να συγκριθεί σε εξαγωγές με τη Γερμανία που εξάγει αυτοκίνητα, τρακτέρ, βιομηχανικό εξοπλισμό. Θα περίμενε ωστόσο κανείς, τουλάχιστον στον πρωτογενή τομέα η Ελλάδα να είχε εγκαινιάσει μια αξιόπιστη εξαγωγική πολιτική σε προϊόντα για τα οποία είναι πασίγνωστη. Γιατί δεν το κατάφεραν οι “εκσυγχρονιστές” κι οι “ευρωπαϊστές” μας;
Στο νου μας έρχονται δύο παραδείγματα: Τον Απρίλιο του 1997, την Ελλάδα επισκέφθηκε ο Πρόεδρος του Ουζμπεκιστάν, Ισλάμ Καρίμοφ και ζήτησε να επισκεφθεί μια πρότυπη ελαιουργική μονάδα. Οι επίσημοι της τότε κυβέρνησης, τον ξενάγησαν στις εγκαταστάσεις της ΕΛΑΪΣ στην Αθήνα. Ο Ουζμπέκος Πρόεδρος ζήτησε επί τόπου να υπογράψει μία γενναία συμφωνία αγοράς ελληνικού ελαιολάδου, με ταυτόχρονη πραγματοποίηση διαφημιστικής εκστρατείας για αντικατάσταση του βαμβακέλαιου (που χρησιμοποιείται μαγειρικά ευρέως στο Ουζμπεκιστάν) με ελαιόλαδο. Ο πρόεδρος της εταιρείας ωστόσο, εξήγησε στον κ. Καρίμοφ πως η εταιρεία ανήκει στην πολυεθνική Unilever και πως οποιαδήποτε συμφωνία θα έπρεπε να τύχει της έγκρισής της. “Αν ήθελα να συνεννοηθώ με την Unilever, έχω τα τηλέφωνά της!” απάντησε με δυσφορία ο Καρίμοφ. Στην Ελλάδα όμως, η συνεταιριστική “Ελαιουργική” βούλιαζε στα χρέη.
Η μοίρα των ελληνικών καπνών δεν ήταν καλύτερη. Η Μακεδονία και η Θράκη παράγουν τα καλύτερα ανατολικά καπνά – το “γενίτσε” της Ξάνθης μάλιστα, κατατάσσεται στις πλέον σπάνιες και περιζήτητες ποικιλίες. Αν η Κοινή Αγροτική Πολιτική όφειλε να συμβαδίσει με τις αντικαπνιστικές εκστρατείες της Ε.Ε. (κάτι λογικό, αν σκεφτεί κανείς την οικονομική επιβάρυνση των εθνικών συστημάτων υγείας από τις συνέπειες του καπνίσματος) δεν είχε κανένα λόγο να εμποδίσει με τις ποσοστώσεις της την παραγωγή και εξαγωγή των καπνών μας σε τρίτες χώρες. Στη Ρωσία, το 31% του πληθυσμού εξακολουθεί να καπνίζει, ενώ στην Κίνα, σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, οι καπνιστές φτάνουν τα 300 εκατομμύρια. Στην Ελλάδα ωστόσο, οι κυβερνήσεις μας, όχι μονάχα δεν κατάφεραν να έρθουν σε μία λογική συνεννόηση με τους Ευρωπαίους Επιτρόπους, αλλά η συνεταιριστική ΣΕΚΑΠ έφτασε να περιμένει την εξαγορά της από τον Ιβάν Σαββίδη για να σταθεί στα πόδια της.
Με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον θα παρακολουθήσουμε τις πρωτοβουλίες της τωρινής κυβέρνησης στον τομέα των αγροτικών εξαγωγών. Δυο χρόνια πέρασαν. Καλή η “πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική”, αλλά να φέρνει κι αποτέλεσμα σύντροφοι!