Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024, 9:11:27 πμ
Δευτέρα, 22 Μαϊος 2017 21:30

Το πρώτο στρεσσάρισμα

Του Αναστάσιου
Αμανατίδη. 

 

Είμαι στη Γουμένισσα από τον Οκτώβριο του 1969. Γιατρός στο μικρό Νοσοκομείο της όμορφης, έστω και μελαγχολικής το φθινόπωρο, πρωτεύουσας της Παιονίας. Ή οποία, ειρήσθω εν παρόδω, αδικήθηκε στις μέρες μας και υποβαθμίστηκε από τον ¨Καλλικράτη”. Και αποτελεί πράξη δικαίου η αναθεώρηση της απόφασης  και αναβάθμισή της σε ουσιαστική κι όχι μόνο ιστορική έδρα του δήμου περί αυτήν.      
Διορίσθηκα, όπως λέγω και αλλού, για την υπηρεσία υπαίθρου, ως αγροτικός ιατρός για ένα χρόνο υποχρεωτικά.
    Άγνωστος σε μένα κόσμος. Ο μοναδικός γνωστός μου από παλιά είναι ο υπάλληλος της Αγρονομίας Γιάννης  Γεωργιάδης, παλιός συγχωριανός με το χαϊδευτικό, σε εμάς, ‘’Τατάκος’’,  παντρεμένος Γουμενισσιανή, ο γιός της γειτόνισσας γριάς Σουλουμπενίνας από το Μελισσουργιό, (Μεζντουρέκ ή Μουζδερέκ), το χωριό που μεγάλωσα. Από τους πρώτους που γνώρισα, ήταν ο Αλέκος Κουσιδώνης του ΟΤΕ, ύστερα από  σύσταση του Στέφανου και Ηλία του ΟΤΕ του Κιλκίς  και που αργότερα τον έκανα και κουμπάρο. Κοντά στον συγχωριανό μου Γιάννη, Γιάγκο τον αποκαλούσαν και τον προσφωνούσαν οι εντόπιοι, γνώρισα τις επόμενες μέρες  τον γυναικάδελφό του Θανάση Παπαγεωργίου, τον γνωστό ιδιοκτήτη της ταβέρνας ‘ΤΟ ΕΚΑΤΟ’, ωραίο άνθρωπο στην όψη και την ψυχή, τραγουδούσε και όμορφα και με κέφι, κάνοντας παρέα  τους λίγους τελευταίους φίλους πελάτες τα βράδια, καντάδες και χορωδιακά κομμάτια, όπως το ‘’γελεκάκι που φορείς’’ και άλλα. Αλησμόνητη θα μείνει η γνωριμία με τον μπατζανάκη του Γιάγκου, Άγγελο Βούζα, αγροφύλακα. Αυτός ο τελευταίος ήταν ο μεγαλύτερος  χωρατατζής της Γουμένισσας, αλλά και πολύ αθυρόστομος τύπος. Όλοι της παρέας του πατριώτη μου Γιάννη, (Πίψος και λοιποί), καλοί άνθρωποι, ένας κι ένας!
   Από τον πρώτο καιρό επιδίωξα  να βρίσκομαι, όταν μου το επέτρεπαν οι υποχρεώσεις, ανάμεσα στον κόσμο της πλατείας, εκεί που ήταν και είναι σήμερα τα νερά, τα πλατάνια και τα ταξί, . Το έκανα για να γνωρίσω όσο μπορούσα περισσότερο κόσμο τον πρώτο καιρό της διαμονής μου εκεί.
    Ένα λοιπόν  μουντό απογευματινό του πρώτου Νοεμβρίου βρέθηκα από ενωρίς στην πλατεία. Είχαν τελειώσει τα εξωτερικά ιατρεία, ο διευθυντής Γιώργος Σαμαράς με άφησε μόνο από τις μία  το μεσημέρι, έκανα και μία εισαγωγή γεροντάκου με εντολή του από το ιατρείο του, στο ένα από τα δύο άδεια κρεβάτια και βλέπουμε για αύριο.
   Νωρίς λοιπόν το απόγευμα, ήταν αρχές Νοεμβρίου,  κίνησα για στην πλατεία για να βρεθώ με τους προαναφερθέντες γνωστούς των λίγων τελευταίων ημερών και κοντά σε αυτούς ίσως γνωρίσω και άλλους.
   Πήρε να βραδιάζει, τον χειμώνα στη Γουμένισσα φαίνεται να  βραδιάζει νωρίς, όταν αντιλήφθηκε το μάτι μου, ότι ένα από τα λίγα ταξί της πλατείας ανηφόριζε τον στενό δρομάκο, που έβγαζε στο Νοσοκομείο με μια νεκροκασέλα  (φέρετρο) να εξέχει στο πορτ – μπαγκάζ στο πίσω μέρος!
   Η διάθεσή μου άλλαξε με μιας. Έτρεξα στον γκισέ του διπλανού, τότε, γραφείου του ΟΤΕ Γουμένισσας, όπου λειτουργούσε το μοναδικό για το κοινό τηλέφωνο.
   Η κασέλα σίγουρα προοριζόταν για κάποιον που νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο, το οποίο εγώ άφησα πριν από μία ώρα, χωρίς κανέναν, για την ημέρα τουλάχιστον, υποψήφιο για τις αιώνιες μονές.
   Τηλεφώνησα με αγωνία στο Νοσοκομείο. Είχα δίκιο στην πρόβλεψη. Το ταξί με την κασέλα ήταν ήδη έξω από το νοσοκομείο. Επρόκειτο για τον άρρωστο της τελευταίας εισαγωγής, πριν δυο ώρες περίπου το μεσημέρι. Γιανν, ή Γιαγκ. το όνομά του, αν θυμούμαι καλά, δεν έχει σημασία,  περασμένα ογδόντα πέντε τα χρόνια του. Ενθυμούμαι πως ήρθε για χρόνια αναπνευστικά προβλήματα και παρακάλεσε να παραμείνει λίγες μέρες στο νοσοκομείο. Το είχε μεράκι να νοσηλευθεί στο δημόσιο νοσοκομείο! Υπηρέτησε και αυτός την πατρίδα, ως στρατιώτης! Που ξέρεις, μπορεί να είναι μακρύς, αν όχι ο τελευταίος, ο φετινός χειμώνας!  Με είπε ότι τον είδε και τον έστειλε ο διευθυντής μου Γιώργος Σαμαράς, που τον επισκέφθηκε για να εισαχθεί στο νοσοκομείο.
   Το ένα από τα δύο άδεια κρεβάτια της παθολογικής τον δέχθηκε ευχαρίστως, όχι μόνο γιατί εκτίμησα κι εγώ την σφοδρή επιθυμία του για εισαγωγή, παρά την απουσία οξέων συμπτωμάτων, αλλά και γιατί ήταν  και ο τελευταίος των εξωτερικών ιατρείων της ημέρας. Ας μπει μέσα σήμερα και αύριο τα λέμε με τον διευθυντή, αφού του μίλησα τηλεφωνικά για την άφιξη του ηλικιωμένου (ο γέρος ήταν γνωστός του, ως χρόνιος αναπνευστικός ασθενής ). Έδωσα και εντολή για απλή φαρμακευτική αγωγή με αντιβιοτικά και σιρόπια για χρόνια ‘βρογχικά’, όπως συνέστησε και ο διευθυντής.
   Γύρισα μετά το τηλεφώνημα στην πλατεία φανερά στεναχωρημένος. Δεν χρειαζόταν ιδιαίτερες μαντικές ικανότητες για να καταλάβει κανείς την ταραχή μου. Και δεν έφτανε μόνον αυτό. Ο Άγγελος ο αγροφύλακας, ο φαρμακόγλωσσος, βρήκε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει το πειρακτικό ταλέντο του. Με κάθε σοβαρότητα στον λόγο του, προσποιούμενος τον αδιάφορο, μονολόγησε δηκτικά:
   ‘’Οι γαμπροί του αποθαμένου Γιανν. ψάχνουν τον γιατρό, που είδε τελευταίος τον πεθερό τους’’! Ο Άγγελος ήθελε να πει, αυτός που πέθανε τον γέρο, αλλά ευτυχώς δεν ήξερε λεπτομέρειες.
   Αυτό ήταν! Εμένα ψάχνουν! Είμαι υπόλογος! Θα πληρώσω! Τι δουλειά είχα και έγινα γιατρός! Για δες καιρό που διάλεξε ο … και άλλες παρόμοιες μαύρες σκέψεις,  η μία πίσω από την άλλες πέρναγαν από το μυαλό μου.
   Ήθελα να φύγω, να κρυφτώ, να εξαφανιστώ. Δεν γνώριζα τους ανθρώπους της Γουμένισσας, ούτε πως αντιδρούν, όταν θεωρούν, ότι η απώλεια προσφιλών τους προσώπων οφείλεται και σε  αδιαφορία, κατά την γνώμη τους, των γιατρών. Ήμουν ο τελευταίος ενδιάμεσος στην μετάβαση από την ζωή στο θάνατο του, μακαρίτη πλέον, γέρο- Γουμενιτσιώτη και μάλιστα δεν το είχα πάρει χαμπάρι! Και από πάνω να έχεις και αυτόν τον αχαΐρευτο αγροφύλακα να είναι έτοιμος να σε καταδώσει στα χέρια των πενθούντων ‘’θυμωμένων’’ γαμπρών!
   Ρώτησα, αν το στενάκι, αυτό που φαινόταν πίσω από τα νερά της πλατείας, που συνεχίζουν να τρέχουν αδιάκοπα, ένα μονοπάτι που υπάρχει και σήμερα, αν, επανέλαβα, βγάζει εκ του ασφαλούς στο Νοσοκομείο. Ήθελα να φθάσω και να αναζητήσω κάλυψη σ’ αυτό!  Ίσως εκεί θα εύρισκα προστάτες ή και συνενόχους ακόμη, για να μοιρασθώ την τιμωρία.
   Μπορεί ο Άγγελος ο Βούζας να άρχισε με μπλακ χιούμορ σε βάρος ενός νεόφερτου και ξένου γιατρού, όμως είχε την ικανότητα και την διάθεση να διορθώνει τις φορτισμένες καταστάσεις που δημιουργούσε και μάλιστα με περισσότερο παραστατικό τρόπο.
   Να σκεφτείτε, μια άλλη φορά, μήνες αργότερα, την εποχή των κερασιών, μας τσάκωσε, μια παρέα γιατρών, να ‘’κλέβουμε’’ κεράσια, αφού σταματήσαμε το αυτοκίνητο δίπλα από τον κεντρικό δρόμο, πηγαίνοντας κατά τον Στάθη μεριά. Ο αγροφύλακας Άγγελος, αφού χάλασε τον κόσμο από απέναντι και από μακριά με τα σφυρίγματά και τις απειλές του περί προστίμων, μηνύσεων και όχι μόνον, όταν έφθασε κοντά, μας ειρωνεύτηκε και από επάνω, διότι δεν ξέρουμε να κλέβουμε! Ότι κλέβουμε κεράσια σκονισμένα και δεύτερης ποιότητας! Για να μας υποδείξει στη συνέχεια, που βρίσκονται οι ευγενείς ποικιλίες, με τα καλύτερα για κλοπή τραγανά και εύγευστα κεράσια! Ωραίοι άνθρωποι!...
   Αυτός λοιπόν ο Άγγελος, ο Θεός να τον συγχωρέσει, γιατί πάνε χρόνια που μας άφησε, κατάλαβε, πως  στενοχωρήθηκα, όχι τόσο για τον θάνατο του γεράκου, όσο και περισσότερο  γιατί φοβήθηκα την οργή των απειλητικών γαμπρών!
   …Δε ρώτησες, γιατρέ μου, για πιο λόγο ψάχνουν να γνωρίσουν τον γιατρό οι γαμπροί! Πρέπει να ξέρεις ότι δεν είναι καθόλου άγριοι! Ίσα -  ίσα είναι καλοί, αξιοπρεπείς και μπεσαλήδες!…
   Και τότε γιατί; Τόλμησα να πω απορημένος…
   Για να συνεχίσει χειμαρρώδης και αποκαλυπτικός ο ακράτητος αγροφύλακας Άγγελος:
   …Άκουσε, …Ο γέρος ήταν γνωστός σε όλους δύστροπος τύπος. ‘’Στριμμένο άντερο’’ που λένε. Θέλανε οι γαμπροί να κτίσουνε και να στήσουνε το νοικοκυριό τους,  στο μεγάλο  οικόπεδο του πεθερού,  στο μερίδιο που δικαιούνταν, σ’ αυτό που  αναλογούσε στις κόρες. Αλλά ο γέρο – πεθερός με τίποτε, όσο ζούσε, δεν παραχωρούσε τα ανάλογα προικώα. Εναπέθεσαν οι γαμπροί τις ελπίδες τους πλέον, που αλλού, στον Θεό. Το πήραν απόφαση. Θα χτίσουν σπίτι, μετά που θα πεθάνει ο γερο- πεθερός τους! Αυτά έλεγε και φαινόταν να τα πίστευε, όπως τα έλεγε, ο Άγγελος… Πήγε και παρακάτω…
   …Για αυτό έταξαν ένα καλό τραπέζι στον τελευταίο γιατρό, που θα εξέταζε τον πεθερό τους! (Ο Άγγελος εννοούσε κάτι άλλο, όχι ο γιατρός που θα εξέταζε, αλλά ο γιατρός που θα πέθαινε τον πεθερό τους, αλλά αυτό το θεώρησε βαρύ για τον γιατρό, γι’ αυτό και δεν το ξεστόμισε.)
   Και συνέχισε με πειστική σοβαρότητα ο Άγγελος:
… Τώρα θέλουν να κρατήσουν το λόγο τους! Να κάνουν το τραπέζι στο γιατρό, να πιούνε και κρασί! Να βγούνε από την υποχρέωση, που υποσχέθηκαν! Γι' αυτό ψάχνουν να βρουν και να γνωρίσουν τον γιατρό που είδε, εξέτασε και έκανε εισαγωγή στο νοσοκομείο τον ‘’σκληρό’’ πεθερό!
   Αυτά είπε ο Άγγελος και λύθηκε στα γέλια, λυτρώνοντάς με συγχρόνως από τα σύνδρομα καταδίωξης που ξαφνικά με έζωσαν!.
   Αν είναι αλήθεια τα όσα λες, Άγγελε, είσαι καλεσμένος από τώρα στο γεύμα!
   Αν και, εφ’ όσον είναι έτσι, εσένα σου πρέπει ειδικό τραπέζι, είπα αρκετά ενθαρρυμένος, μετά την ευνοϊκή τροπή που πήρε η παρ’ ολίγον εμπλοκή μου  σε δυσάρεστες περιπέτειες στις αρχές της επιστημονικής και επαγγελματικής δραστηριότητας.