Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024, 6:03:36 μμ
Τετάρτη, 28 Δεκεμβρίου 2016 21:36

Χριστουγεννιάτικα δώρα

Γράφει ο Τάσος Γιοβανούδης

 

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό της Βόρειας Ελλάδας, σε ένα μικρό σπίτι με δυο δωμάτια, ζούσε μια μεγάλη οικογένεια.
Ο παππούς, που όλη τη μέρα κάπνιζε το στριφτό του τσιγάρο, έτρωγε τα καλύτερα φαγητά και έπινε το κόκκινο κρασί με το μεγάλο μαστραπά, σκουπίζοντας νωχελικά τις κάτασπρες και τεράστιες μουστάκες του.
Η γιαγιά, μικρόσωμη, νοικοκυρά, γρήγορη, καλοσυνάτη με όλους, μάλωνε καθημερινά τον καλοπερασάκια παππού, που σημασία δεν έδινε για το περιβάλλον του.


Ο πατέρας, ήρεμος, δουλευταράς, πανέξυπνος, πάσχιζε να τακτοποιεί το σπιτικό, με φροντίδα, καλοσύνη και δικαιοσύνη.
Η μάνα, κλώσα που φρόντιζε τα παιδιά της συμμαζεύοντας τα  κάτω από τις φτερούγες της.
Τα αδέλφια, τέσσερα. Το κορίτσι παντρεμένο, εικοσιτεσσέρων χρονών, ο μεγάλος γιος είκοσι δύο, στη Γερμανία, ο μεσαίος είκοσι χρονών, στρατιώτης και ο μικρός δέκα χρονών, μαθητής  στο δημοτικό, επέστρεψε από το σχολείο σήμερα το μεσημέρι στο σπίτι, με μουσκεμένα ρούχα, λασπωμένα τα λαστιχένια παπούτσια, με πόδια που κόντευε να πάθουν κρυοπαγήματα από τις βρεγμένες κάλτσες.
Η επέμβαση της γιαγιάς άμεση, έφερε τη ζεστασιά στο σώμα του μικρού, γεύτηκε την αλάδωτη φασολάδα, που ήταν βάλσαμο ζεστασιάς και έσβησε την πολύωρη πίνα. Όμως η μάνα, «Μπάμπου, που είν η μάνα μ». «Σ΄ν πόλη πιδί μ».
Α. σκέφτηκε ο μικρός, Χριστούγεννα μεθαύριο, κάτι θα μου φέρει. Έτσι η αναμονή της μάνας έγινε ανυπομονησία και όταν έφτασε το απόγευμα, έτρεξε ο μικρός κοιτάζοντας το δισάκι που κουβαλούσε η μάνα του. Τα λίγα ψώνια, τυλιγμένα σε χάρτινες σακούλες, σε εφημερίδες και σε λαδόχαρτα, βγήκαν ένα ένα. Ο μικρός δεν πήρε τα μάτια του από το δισάκι. Πίστευε ότι κάτι υπήρχε ακόμη, κάτι που θα ήταν το δικό του δώρο, όπως έγραφε σήμερα στο αγνωστικό τους, για τα δώρα των παιδιών στις Άγιες τούτες μέρες. Η μάνα κοίταξε το μικρό στα μάτια, λυπημένη και δακρυσμένη και με σπασμένη φωνή από τους λυγμούς, είπε: «Παιχνίδια πολλά, όμορφα, φανταχτερά, αμά παράδες πού», και γύρισε το πρόσωπο της προς το μικρό παράθυρο, σηκώθηκε από το σκαμνί της και έφυγε για το άλλο δωμάτιο, να περάσει λίγο ο λυγμός της.
Ένας μεγάλος κόμπος σταμάτησε στο λαιμό του μικρού, δυο χοντρά δάκρυα κύλησαν στα μάτια του, που αμέσως όμως έλαμψαν. Με δύναμη κατέβασε  τον κόμπο από τον λαιμό του και με τα χεράκια του σκούπισε τα χοντρά δάκρια που έφτασαν στα μάγουλα. Θυμήθηκε το εργαστήρι του πατέρα του. Τόσες και τόσες φορές εγκαταστάθηκε εκεί και έκανε κρυφά τις κατασκευές του, ξοδεύοντας τα καρφιά του πατέρα του που φώναζε για τις μικροζημιές στο εργαστήριο.
Έτσι και τώρα, εγκαταστάθηκε κρυφά και πάλι στο εργαστήριο.  Ψάχνοντας και ανακατεύοντας σε μια γωνιά, ανάμεσα σε κομμάτια ξύλων διέκρινε κάποιο που με τη φαντασία του έμοιαζε με αυτοκίνητο. Αμέσως άρχισε η διαμόρφωση. Με το χοντρό μολύβι του πατέρα του ζωγράφισε τις τέσσερις πλευρές του ξύλου. Έκανε πόρτες, παράθυρα, φώτα μπρος και πίσω, ζωγράφισε ένα τιμόνι και πίσω από το τιμόνι ένα μπρατσωμένο οδηγό. Το κοίταξε με ικανοποίηση, μπορούσε όμως να το κάνει και να κινείται. Τέσσερα μεταλλικά καπάκια της γκαζόζας, που έπινε ο παππούς μαζί με το κρασί του και τα είχε φυλαγμένα στα αμπάρια του σπιτιού, καρφώθηκαν στις πλαϊνές πλευρές του αυτοκινήτου, έτσι ήταν πλέον ένα υπέροχο κινούμενο αυτοκίνητο. Το έκρυψε στο εργαστήριο και γύρισε στη ζεστασιά της σόμπας.
Είχε σχέδια και για την άλλη μέρα, κομμάτια ξύλα υπήρχαν, καπάκια από γκαζόζες υπήρχαν, κάτι ακόμη ήθελε, θυμήθηκε που θα το έβρισκε. Μόλις νύχτωσε πήγε για ύπνο.
Νωρίς το πρωί ξύπνησε να παρακολουθήσει από κοντά το σφάξιμο του γουρουνιού και περίμενε, όταν ο πατέρας καθάρισε τα εντόσθια, να του δώσει τη μπάλα. Ήταν η κύστη του ζώου, που όταν στέγνωνε, τη φούσκωναν οι μεγάλοι και την χρησιμοποιούσαν στις αλάνες  οι μικροί για μπάλα ποδοσφαίρου.
Το εργαστήριο όμως περίμενε. Τα σχέδια είχαν αποτυπωθεί στο μικρό μιαλουδάκι. ‘Έτσι κρυφά και πονηρά πήρε το τενεκεδάκι της κονσέρβας που ήταν μπροστά από το κοτέτσι, για να πίνουν νερό οι κότες,  το έκρυψε κάτω από το σακάκι του και κλειδώθηκε στο εργαστήριο. Από την προηγούμενη ημέρα εντόπισε ένα κομμάτι ξύλο που έμοιαζε με τρακτέρ. Αμέσως άρχισε η ζωγραφική πάνω στο ξύλο και οδηγός ο μεσαίος αδελφός, καμαρωτός, πάνω από το τιμόνι. Οι ρόδες συμπλήρωσαν την όμορφη κατασκευή. Το τενεκεδάκι της κονσέρβας δεν ήθελε στολισμό, είχε τα δικά του χρώματα και δυο ψάρια ζωγραφισμένα στο πλάι. Τέσσερις τρύπες με ένα καρφί, λίγο σύρμα, τέσσερα καπάκια γκαζόζας και η πλατφόρμα ήταν έτοιμη και ενωμένη με το τρακτέρ.
Έκρυψε τη νέα του κατασκευή μαζί με την παλιά και έτρεξε να βρει τους φίλους του για τα κάλαντα. Πολλές ευχές, λίγα ξερά φρούτα, πορτοκάλια, μανταρίνια, αλλά κυρίως ξυλοκέρατα, μισή δραχμή από τη νουνά και καμιά δεκάρα από κάποιους συγγενείς, ήταν η πραμάτεια.
Το βραδάκι η γιαγιά συνεχώς μουρμούριζε. «Πού είνει του τινικιδούδ», έλεγε και ξανάλεγε. Έψαχνε το κουτί της κονσέρβας, να βάλει το νερό στις κότες.
Με το πρώτο σκοτάδι, ήλθε στο σπίτι η ξαδέλφη του μικρού, αγκαλιά με μια πάνινη κούκλα που είχε κάνει η ίδια. Έτρεξε ο μικρός στο εργαστήριο και πήρε το αυτοκίνητο, το τρακτέρ και την πλατφόρμα, τα άπλωσε στο χωμάτινο πάτωμα και άρχισε το παιχνίδι με την ξαδέλφη του, μέχρι που ήλθαν τα παλληκάρια του χωριού και τραγούδησαν τον ερχομό του Χριστού στους αφέντες και στα μικρά.
Γκρίνιαξε η γιαγιά για την αλλαγή χρήσης στο «τινικιδούδ», χαμογέλασε χαρούμενη και ευτυχισμένη η μάνα για την ευρηματικότητα του μικρού, βασίλεψαν τα ματάκια των παιδιών και κοιμήθηκαν στρωματσάδα στο χωμάτινο πάτωμα.
Ο χαρμόσυνος κτύπος της καμπάνας έκοψε στη μέση το τελευταίο όνειρο. Ήταν τα δύο ξαδελφάκια σε ένα χαρούμενο πανηγύρι και διάλεγαν το δώρο που θα έπαιρναν. Πριν προλάβουν όμως να αποφασίσουν ξύπνησαν και είδαν δίπλα τους τις όμορφες κατασκευές τους.
«Η γεννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών…… έψαλε με δυνατή φωνή ο Παπα Μάρος και σε λίγο, όλοι μαζί βρέθηκαν καθισμένοι στο γιορτινό σοφρά.
Αφέντης  ο παππούς……. οι άλλοι, αρχοντάδες……… και τα παιδάκια μικρά αρχοντόπουλα, με τα παιχνίδια τους αγκαλιά.
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Ο μικρός τότε, ευτυχισμένος παππούς σήμερα, ακόμη διαλέγει το  παιχνίδι των ονείρων του. Τις Χριστουγεννιάτικες μέρες φαντάζεται ότι παίζει με το ξύλινο αυτοκίνητο, το τρακτέρ και την πλατφόρμα που κατασκεύασε κάποτε, τρώγοντας τους ξηρούς καρπούς της γιαγιάς, τα μανταρίνια, τα πορτοκάλια και τα ξυλοκέρατα που μάζεψε από τα κάλαντα, περιμένοντας, τα παλληκάρια του χωριού να ψάλουν τους ύμνους της παράδοσης.
Ποτέ δεν θα ξεχάσει τα βουρκωμένα μάτια της μάνας του.
 Ήταν και αυτή μια μάνα απερίγραπτη, όπως οι μανάδες όλου του κόσμου.

Έκθεση εικόνων