Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τετάρτη, 15 Φεβρουαρίου 2017 20:14

Τάσος Γιοβανούδης : Εχει τέλος η δική μας κρίση!

Χθες βρέθηκα στο καφενείο ενός χωριού καλεσμένος από ένα παλιόφιλο. Πίνοντας τον καφέ η παρέα μεγάλωσε, γύρω από την μεγάλη ξυλόσομπα και η συζήτηση, από προσωπικού ενδιαφέροντος, μεταφέρθηκε στην πολιτική, με επίκεντρο την κρίση.


Η συζήτηση ήταν απολαυστική και επειδή δεν γνώριζα την παρέα αρκέστηκα μόνο να τους ακούω.
 Ποιός θα μας βγάλει από την κρίση, ποιος ευθύνεται για την κρίση, πότε θα τελειώσει η κρίση, πότε άρχισε η κρίση, ποιος ανέβασε το χρέος, ποιός έκοψε πολύ τους μισθούς, ποιος θα είναι ο σωτήρας.
Καταραμένος ο Σημίτης που μας έβαλε στο ΕΥΡΩ, ο Ανδρέας χόρτασε τον κόσμο ψωμί, ανάθεμα στον Κωστάκη που πολλαπλασίασε το χρέος, ούστ στο βλάκα το Γιωργάκη που δεν έβλεπε ότι λεφτά δεν υπάρχουν και μας έχωσε στα μνημόνια , άλλος βλάκας και ο Σαμαράς με τα Ζάππειά του, αλλά και ο Τσίπρας, τι είναι και αυτός πάλι, όταν ξεκίνησε δεν ήξερε που πήγαινε και τώρα δεν καταλαβαίνει που βρίσκεται, έρχεται τώρα και ο Κυριάκος ο νέος σωτήρας.
Είπαν όλοι τη γνώμη τους, έβαλαν τις βάσεις επιτυχίας της υποστηριζόμενης πολιτικής τους, έριξαν τις ευθύνες στους άλλους, καταράστηκαν όλοι το ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως το Σόιμπλε και τον Τόμσεν και εκεί που όλοι ήταν ικανοποιημένοι από τον δεκάλογό τους, σήκωσε  ευγενικά και επιβλητικά το χέρι του ο παππούς Σταύρος. Ήταν και αυτός στην παρέα, άκουγε και δεν μιλούσε, χαμογελούσε στις αναλύσεις των «ειδικών» και ρουφούσε λίγο λίγο τον καφέ του.

Τελικά παιδιά δεν καταλήξατε, ούτε ποιος ευθύνεται για την οικονομική κρίση, ούτε πώς θα βγούμε, κυρίως όμως, πότε πιστεύετε ότι θα βγούμε.
Μας είπε παιδιά, γιατί παρά την ηλικία μας, ήταν παππούς, ογδόντα επτά χρονών, καλοστεκούμενος, μετρημένος και όπως διαπίστωσα με πνευματική διαύγεια νεανία και τεράστια ενημέρωση.
Γεννήθηκα είπε πριν από ογδόντα επτά χρόνια σ΄ αυτό το χωριό, ελάχιστα χρόνια από τότε που ο γονείς μου ρίζωσαν σ΄ αυτό τον Άγιο τόπο που βρισκόμαστε. Η οικογένεια μας ήταν πολύτεκνη. Με χίλιους κόπους επιβιώσαμε, αντρωθήκαμε, κάναμε παιδιά, με τη σκέψη να ζήσουν αυτά καλύτερα από μας.
Είκοσι οκτώ χρονών ήμουν πατέρας τεσσάρων παιδιών. Η αγροτιά κουραστική, τα στρέμματα λίγα, οι τιμές προβληματικές, όλα με τα χέρια, αλλά το μεράκι για πρόοδο μεγάλο, τα βλαστάρια μας έπρεπε να προκόψουν. Από μικρά και αυτά μαζί μας στις δουλειές.
Ξύπνημα νωρίς, όλοι μαζί στο στάβλο, όλοι μαζί στο βραστάρ του τραπεζιού και γρήγορα γρήγορα, τα παιδιά στο σχολείο και εμείς οι μεγάλοι στις δουλειές της εποχής. Μετά το σχολείο τα παιδιά και πάλι αφού βοηθούσαν στις δουλειές, διάβαζαν και τα μαθήματά τους. Μάθαιναν καλά, ο δάσκαλος ήταν ευχαριστημένος και εκείνα υπάκουα συνειδητοποιούσαν ότι η ζωή έχει πραγματικές απαιτήσεις που πρέπει να ικανοποιούνται καθημερινά.
Μάθετε γράμματα, η τακτική προτροπή μας. Βλέπετε το δάσκαλο, τον αστυνόμο, το γραμματέα της κοινότητας πόσο εύκολα ζουν, δεν τρέχουν νύχτα μέρα με τα ζώα και τα χωράφια.
Αυτά τα ζώα, με το γάλα, το μαλί, τα αρνιά και τα μοσχάρια, αυτά τα λίγα χωραφάκια με τα καπνά, τα στάρια, τα καλαμπόκια, τα ρεβίθια, τα φασόλια, τα αμπέλια και τις άλλες παραγωγές έφερναν ένα μικρό εισόδημα, που με συνετή διαχείριση, έγινε η βάση για τη μόρφωση, την προκοπή των παιδιών.
Η δουλειά ήταν χαρά μας, η εκμετάλλευση από το σύστημα γνωστή και η συμπεριφορά των υπηρεσιών απαράδεκτη. Ο αγρότης, ο χωριάτης, ένα τίποτα, ακόμα και για τον κλητήρα της αγροτικής τράπεζας.
Τα χρόνια πέρασαν, τα παιδιά μεγάλωσαν δουλεύοντας συγχρόνως με το γυμνάσιο και στις αγροτικές εργασίες και σπούδασαν κάνοντας πραγματικότητα το όνειρό μας, να ξεφύγουν από τη δυσκολία καλλιέργειας της γης.
Το κορίτσι δασκάλα, ο μεγάλος γιατρός, ο μεσαίος μαθηματικός και ο μικρός, που δεν διάβαζε και πολύ, υπαξιωματικός στο στρατό. Έκαναν καλούς γάμους, καλές οικογένειες και με πολύ φροντίδα μεγάλωσαν τα εγγόνια μου, επτά στον αριθμό. Γιατρός, μηχανικός, δασκάλα, οικονομολόγος, ιδιοκτήτης καφετέριας, πλασιέ και η μικρότερη φοιτήτρια  ενδυματολογίας στο ΤΕΙ Κιλκίς.
Χαρές με την επιτυχία των εγγονιών, τεράστια τα έξοδα των σπουδών, τα περισσότερα με μεταπτυχιακά, ξένες γλώσσες και άλλες γνώσεις, δουλειά όμως!
Η στενοχώρια μου μεγάλη, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Πριν μερικές ημέρες ο Σταύρος, ο γιατρός, τριάντα οκτώ χρονών,  ήλθε να με βρει. Τον ρώτησα πως πάει και με την απελπισία ζωγραφισμένη στα μάτια είπε: Παππού, πώς να ανοίξω ιατρείο, στο Κιλκίς κάθε σπίτι και γιατρός, κάθε γωνία και φαρμακείο, οι λογιστές πιο πολλοί από τους πολίτες, οι δάσκαλοι δεν διορίζονται, οι καφετέριες ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Θα φύγω από την Ελλάδα παππού, θα πάω στη Γερμανία, στη Σουηδία, στην Αγγλία, στην Αμερική, ίσως στην Αυστραλία, κάπου θα πάω.
Δάκρυσα, βούρκωσε και ο Σταυράκης μου και έφυγε για το πατρικό του, όπου ευτυχώς υπάρχει ακόμη αυτή η Ελληνική οικογένεια, που είναι η μεγαλύτερη κοινωνική παροχή στον κόσμο.
Μέρες τώρα δεν μπορώ να κοιμηθώ, σκέφτομαι τι έφταιξε και φθάσαμε μέχρι εδώ. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει άλλος πάτος από αυτόν που έφθασε σήμερα, κυρίως η μορφωμένη νεολαία μας.
Είμαι σίγουρος ότι δεν θα λύσω το πρόβλημα της κρίσης, επιτρέψτε με όμως να σας πω την ταπεινή μου γνώμη.
Η βασική ευθύνη είναι των πολιτικών, που εκλέγονται, για πολλά χρόνια τώρα, μόνο με λόγια που αρέσουν στους πολίτες. Δυστυχώς οι πολίτες, εμπιστεύονται παρορμητικά και παραδοσιακά  το εύκολο αλλά ακατόρθωτο, από το ρεαλιστικό αλλά δύσκολο, με αποτέλεσμα τη σημερινή κατάντια.
Με την ψήφο μου ελάχιστα μπορώ να επηρεάσω, γιατί πιστεύω ότι δυστυχώς η πολιτική υπηρετεί αποκλειστικά μόνο την πολιτική και όχι τους πολίτες.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα το εντοπίζω στην επιλογή προτεραιότητας  των επαγγελμάτων, όχι μόνο πρόσφατα αλλά και στα πολλά περασμένα χρόνια.
Από τότε που ήμουνα παιδί η κατώτερη τάξη ήταν οι αγρότες. Οι δούλοι της κοινωνίας. Προσφορά τεράστια, τάισαν αδιαμαρτύρητα τις γενιές των ανθρώπων απολαμβάνοντας ψίχουλα, εμπαίχτηκαν από τις δημόσιες υπηρεσίες, εκβιάσθηκαν από τις αρχές, απειλήθηκαν από τους πολιτικούς, αφέθηκαν στο έλεος της κακιάς τους μοίρας. Πάντα αδιαμαρτύρητα. Κάποτε αγανάκτησαν, μπούχτισαν και βρήκαν διέξοδο στη μόρφωση των παιδιών τους. Όμως ούτε και αυτά, τα μορφωμένα παιδιά τους, δεν βοήθησαν τους αγρότες και πάλι τα υπόλοιπα παιδιά των αγροτών φύγανε προς τη μόρφωση. Λιγόστεψαν οι καλλιεργητές γης, στις μέρες μας σχεδόν μηδενίσθηκαν, ελάχιστοι ασχολούνται με τη γη. Οι περισσότεροι μόνο χρέη δημιουργούν, γιατί και τώρα καμιά μέριμνα και καθοδήγηση δεν υπάρχει για τον αγρότη. Χοντρά λόγια από την εφησυχασμένη πολιτεία, απαξιωτική συμπεριφορά των βολεμένων στο μισθουλάκο τους, που τα λόγια και η συμπεριφορά τους θυμίζουν άρχουσα τάξη. Μιλούν, κατά φαντασία, για  εκατομμύρια και δισεκατομμύρια πριμοδοτήσεων και κλεμμένων από τους αγρότες και κανείς δεν τολμά ούτε να σκεφθεί ότι το άνεργο παιδί του θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία των αγροτικών παραγωγών και επιδοτήσεων. Η καλλιέργεια κύριοι σήμερα κοστίζει περισσότερο από την καλή παραγωγή. Τι να κάνουν και αυτοί οι λιγοστοί νέοι, σε λίγο θα τα παρατήσουν και θα πάνε και αυτοί στις αναπτυγμένες χώρες τις Ευρώπης, έμπειροι και εξειδικευμένοι, με «αγροτικό μεταπτυχιακό» να ασκήσουν το επάγγελμά τους, του «γεωργού», όπου πιστεύουν ότι θα βρουν βοήθεια, προστασία και προ παντός κατανόηση.
Ποιος θα κάνει παραγωγή για να παραχθεί πλούτος και να πληρωθεί ο γιατρός, ο δάσκαλος, ο μαθηματικός, ο μηχανικός, ο υπάλληλος, ο κλητήρας της Αγροτικής, ο καφετζής και όλα τα επαγγέλματα που σπούδασαν και ακολούθησαν με πολύ κόπο και μεράκι σχεδόν το σύνολο των νέων μας!
Και για να μην παρεξηγούμαι, οι επιστήμονες είναι το καμάρι και το στολίδι μας, ο μεγαλύτερος μοχλός εκτίναξης της παραγωγής, της κοινωνικής, υγειονομικής, βιολογικής ανάπτυξης της πατρίδος μας.
Πόσοι όμως,  όσοι είναι απαραίτητοι, όχι μαζική παραγωγή και μετά πέταμα. Σχεδόν πεταμένα είναι σήμερα και τα εγγόνια μου, να κλαίνε τη μοίρα τους και μαζί με αυτούς οι γονείς και οι παππούδες τους.
Ίδια είναι η μεταχείριση από την πολιτεία, από τους βολεμένους  και την κατά φαντασία άρχουσα τάξη, σε όλα τα επαγγέλματα που τα λέτε σεις πρωτογενή, γιατί πρωτογενή παραγωγή δεν κάνουν μόνο οι αγρότες. Όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι, με την μοναδική και τεράστια προσφορά στην κοινωνία και την πατρίδα,  αντιμετωπίζονται άσχημα, χωρίς ίχνος εκτίμησης, όπως αντιμετωπίσθηκαν όλα αυτά τα χρόνια οι αγρότες.  
Είπε πολλά ο παππούς Σταύρος, τον άκουγα και δεν χόρταινα, δεν συμφωνούσε πάντα, νόμιζα μερικές θέσεις του ακραίες, προβληματιζόμουν όμως και άκουγα το δίκιο του που πραγματικά με συγκλόνισε.
Μιλώ για τον αγρότη, είπε, γιατί είναι το επάγγελμά μου, είναι ο έρωτάς μου. Ογδόντα χρόνια καλλιεργώ τη γη. Θα σταματήσω μόνο όταν κλείσουν τα μάτια μου. Πιστεύω ότι και σε αυτή την ηλικία, για τη μικρή μου σύνταξη, δίνω κάθε μέρα τη συνδρομή μου στην πατρίδα, με την τσάπα στον κήπο.
Βεβαίως και δεν συμφωνώ με το κλείσιμο των δρόμων και των τελωνείων, με τη φασαρία για τη φασαρία που γίνεται κάθε χρόνο τέτοια εποχή, όπου χάνουν το δίκιο τους με τις ακραίες συμπεριφορές ελαχίστων.
Πρέπει να προσεχθεί η πρωτογενής παραγωγή, να έχει πρωτεύουσα θέση για την πολιτεία και τους πολίτες. Εκεί και μόνο εκεί, στην πρωτογενή παραγωγή, αν αποφασίσουν να ασχοληθούν οι άνεργοι νέοι, θα ανακτήσουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια τους, θα εξασφαλίσουν τη ζωή, θα μειωθεί η ανεργία. Η πρωτογενής παραγωγή θα ανοίξει  σα βεντάλια δουλειές, στη μεταφορά, στη μεταποίηση, στις εξαγωγές, στο εμπόριο, στις υπηρεσίες, δουλειές παντού, που σε συνδυασμό με την καθοδήγηση της επιστήμης και των ειδικών, θα παραχθεί πλούτος για  θα εξασφαλίσει τη ζωή στους πολίτες της πατρίδος μας.
Έτσι και μόνο έτσι σε μερικά-αρκετά χρόνια θα προσπεράσουμε την κρίση.
Αλλιώς η ερώτηση:  «Πότε θα περαστεί η κρίση»,  έχει μια μόνο, δισύλλαβη απάντηση,  «Ποτέ».
Είναι καιρός να σταματήσουμε να ασχολούμαστε μόνο με τους φταίχτες που έφεραν την οικονομική κρίση και να ασχοληθούμε σοβαρά, εμείς οι πολίτες, με τη λύση της. Η λύση είναι δική μας υπόθεση, δεν θα τη δώσουν οι Γερμανοί, οι Αμερικάνοι, οι Κινέζοι, δεν θα τη δώσουν οι άλλοι, αυτοί τα δικά τους συμφέροντα εξυπηρετούν, καιρός και μείς να εξυπηρετήσουμε τα δικά μας.