Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Κυριακή, 05 Νοεμβρίου 2017 22:03

Η αγωνία του έθνους-κράτους

Του Ανδρέα Μακρίδη.

 

Τα γεγονότα στην Καταλωνία, η ανταρσία, το δημοψήφισμα, η στάση των αρχών κι η προφυλάκιση της τοπικής κυβέρνησης, μας γύρισαν δεκαετίες πίσω, στη βία των δικτατόρων και στα δίκαια των ανθρώπων. Τα συζητήσαμε όλοι τα γεγονότα αυτά, σαν παρατηρητές. Μας αφορούνε όμως; Είναι το έθνος – το δικό μας έθνος – κάτι δεδομένο και αδιάρρηκτο, η “αιωνία Ελλάς” με την “τρισχιλιετή ιστορία”, ή μήπως είναι μία οικοδομή που μπορεί να αρχίσει κι αυτή να καταρρέει;

 

Πριν πενήντα χρόνια, δεν υπήρχαν πολλά εθνικά μέτωπα ανοικτά. Υπήρχε η διένεξη για την Βόρειο Ιρλανδία, τραγικό απομεινάρι της αποικιοκρατικής πολιτικής των Βρετανών, και υπήρχε και ο αγώνας των Βάσκων σε Ισπανία και Γαλλία για τη δημιουργία δικού τους κράτους. Και τα δύο αυτά μέτωπα συντηρούσαν μία ένοπλη πάλη και μια διαρκή προσπάθεια καταστολής της, με τραγικά θύματα. Οτιδήποτε άλλο θεωρείτο αναχρονισμός και γραφικότητα. Η αντιπάθεια των Σκωτσέζων για τους Άγγλους, η εχθρότητα μεταξύ των Φλαμανδών και των Βαλώνων, οι διαφορές του ιταλικού Βορρά με τον ιταλικό Νότο, θεωρούνταν λεπτομέρειες της Ιστορίας, ενίοτε νόστιμες, μα πάντα αντιμετωπίσιμες στο πλαίσιο της ενιαίας Ευρώπης που δημιουργείτο. Η εικόνα αυτή έρχεται να ανατραπεί.

Η φυγόκεντρη διαδικασία εγκαινιάστηκε στην Ανατολική Ευρώπη, όταν διαλύθηκε εκ των έσω η σοβιετική ομοσπονδία κρατών. Από κει ξεπήδησαν η Γεωργία, η Κροατία, οι χώρες της Βαλτικής. Παρότι το ξήλωμα της σοβιετικής κουβέρτας πατούσε και αυτό σε παλαιότερες εθνικές διαφορές, το γεγονός δεν θορύβησε κανέναν, καθώς αποδυνάμωνε τον ρωσικό βραχίονα δύναμης και γεννούσε κράτη-δορυφόρους της Δύσης. Για τον ίδιο λόγο επιδοκιμάστηκε αν όχι και επιδιώχθηκε η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, ενώ η Ευρώπη χειροκρότησε και το πολιτισμένο διαζύγιο μεταξύ Τσεχίας και Σλοβακίας. Τώρα που το ντόμινο της αποδόμησης χτυπάει και την Δύση, η Ευρώπη παριστάνει την σαστισμένη. Θα έπρεπε;

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση επενδύθηκαν τεράστιες ελπίδες, τόσο οικονομικής όσο και εθνικής φύσης. Στο πλαίσιο μιας ενωμένης Ευρώπης ευημερίας και δημοκρατίας, οι επιμέρους γλωσσικές, εθνικές και πολιτισμικές διαφορές που δίχασαν στο παρελθόν, θα αποτελούσαν πλέον ενδιαφέρουσες παραλλαγές μίας κοινής κεντρικής Ιδέας.

Σήμερα στην Καταλονία, στη Σκωτία, στην Φλαμανδία, στην Βόρειο Ιταλία, δεν καταρρέει μονάχα το ευρωπαϊκό μοντέλο: είναι το εθνικό μοντέλο που αποδομείται. Όχι από μία υπερεθνική ιδεολογία σαν τον κομμουνισμό παλιότερα, αλλά από αφυπνιζόμενους εθνικισμούς που δείχνουν πλέον να έχουν οικονομική βάση. Οι Βενετσιάνοι δεν αντιλαμβάνονται γιατί θα πρέπει να πληρώνουν για τους “τεμπέληδες της Νάπολης” κι η πλούσια Καταλονία για την πληβειακή Ισπανία. Τι θα λέγαμε αν το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιούσε η Κρήτη για την Αιτωλοακαρνανία;

Η φόρμουλα υπάρχει και λέγεται “Ευρώπη των Περιφερειών”. Η αρχική ιδέα έλεγε πως με την ενδυνάμωση του ευρωπαϊκού Κέντρου, με έναν κοινό ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό, μία κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική, πρωτίστως δε, με μια “ευέλικτη” αγορά εργασίας, τα κράτη δεν θα έπρεπε να διατηρούν τον παλαιότερο κυριαρχικό τους ρόλο, αλλά θα ήταν ορθότερο να παραχωρήσουν πόρους και αρμοδιότητες στις Περιφέρειες. Και στην Ελλάδα, αρκετές αρμοδιότητες παραχωρήθηκαν στις Περιφέρειες, οι πόροι όμως λιγότερο, καθώς χρειάζονταν για αποπληρωμή του τεράστιου δημοσίου χρέους και εξισορρόπηση των περιφερειακών της ανισοτήτων.

Τι μπορεί να κάνει μια Περιφέρεια δίχως πόρους, σε ένα κράτος που δεν μπορεί να την χρηματοδοτήσει; Θα αναγκαστεί να βρει λεφτά μονάχη, είτε από επενδύσεις, είτε από βαριά φορολογία. Όπως και αν τα καταφέρει, θα αρχίσει να κοιτά τους υπολοίπους Έλληνες, όχι σαν συμπολίτες της, αλλά σαν αντιπάλους ή ανταγωνιστές. Και το πνεύμα που θα γεννήσει αυτή η πραγματικότητα, αν η κατάσταση δεν αντιστραφεί στη ρίζα της, δεν θα το αντιμετωπίσουν, ούτε οι πατριωτικές παραινέσεις, ούτε οι επικλήσεις της Ιστορίας.