Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Παρασκευή, 14 Νοεμβρίου 2008 07:04

Ένας αιώνας από τη λήξη του Μακεδονικού Αγώνα

Η έναρξη και η διάρκεια της ένοπλης φάσης του Μακεδονικού Αγώνα οροθετούνται μεταξύ των ετών 1904-1908. Για τον υπολογισμό της  ενάρξεώς της λαμβάνεται υπ' όψιν ο θάνατος του Παύλου Μελά (13 Οκτωβρίου 1904), ενώ για τη λήξη της, η υποχρεωτική διακοπή των συγκρούσεων μεταξύ των αντιμαχομένων μερών στο χώρο της Μακεδονίας και η ανακωχή που επέβαλαν οι Νεότουρκοι, στα μέσα Ιουλίου του 1908, με την επικράτηση του κινήματός των εναντίον του Σουλτάνου.


Για τον ακριβή προσδιορισμό του χρόνου της ενάρξεως του ένοπλου Μακεδονικού Αγώνα προβάλλονται σοβαρές αντιρρήσεις από σύγχρονους ιστορικούς, για τους εξής λόγους, απόλυτα δικαιολογημένους κατά την προσωπική μου άποψη:
α) Οι ένοπλες συγκρούσεις είχαν αρχίσει ήδη από τα έτη 1902 και 1903 στη Δυτική Μακεδονία, με πρωταγωνιστές γηγενείς, μαχητικούς οπλαρχηγούς της περιοχής, όπως ο Καπετάν Κώτας από τη Ρούλια, ο Βαγγέλης Γεωργίου από το Στρέμπενο, ο Νταλίπης, ο Παύλος Κύρου, ο Σπανός, ο Νταηλάκης κ.ά. και επεκτάθηκαν ένα χρόνο αργότερα και στην Κεντρική Μακεδονία, στον Βάλτο των Γιαννιτσών, στο Βέρμιο, στο Ρουμλούκι στη Γουμένισσα.
β) Mε την ταύτιση των δύο επετείων (θάνατος Παύλου Μελά - έναρξη Μακεδονικού Αγώνα) άθελά μας τροφοδοτούμε τους ισχυρισμούς της σκοπιανής πλευράς, η οποία, διαστρεβλώνοντας κατά την προσφιλή της τακτική ιστορικά δεδομένα και γεγονότα, διατυμπανίζει προς κάθε κατεύθυνση, ότι το μόνο χριστιανικό απελευθερωτικό κίνημα κατά των Οθωμανών στη Μακεδονία ήταν η αποτυχημένη επανάσταση του Ίλιντεν, που ως γνωστόν επιχειρήθηκε από τις περιοχές Κρουσόβου και Μοναστηρίου στις 20 Ιουλίου του 1903 και σε δυο μήνες κατεπνίγη άδοξα, αφού αιματοκύλισε άσκοπα τον τόπο, ενώ όλον τον υπόλοιπο αγώνα και τις ένοπλες συγκρούσεις στον μακεδονικό χώρο διεξήγαγαν κάποιοι στρατιωτικοί που ήρθαν από την Ελλάδα να κατακτήσουν τη Μακεδονία, χωρίς τη βούληση και τη συμμετοχή των γηγενών Μακεδόνων. Έτσι, κατά τις εκτιμήσεις τους πάντα, εμείς σήμερα αποτελούμε τους «αλύτρωτους αδελφούς των».
Τα γεγονότα βεβαίως διαψεύδουν τους ανιστόρητους ισχυρισμούς και καταρρίπτουν την επιχειρούμενη παραπλάνηση, όμως οι εξελίξεις στα διεθνή μας θέματα και τα κατά συρροήν λάθη στην εξωτερική μας πολιτική τα τελευταία χρόνια  διδάσκουν ότι επ’ ουδενί λόγω πρέπει να βασιζόμαστε στα καθ’ ημάς αυτονόητα και να επαναπαυόμαστε σε όσα εσφαλμένως θεωρούμε κατά καιρούς ως αυταπόδεικτα.
Η πραγματικότητα για τον Μακεδονικό Αγώνα είναι ότι την έναρξή του, τουλάχιστον στο πολιτικοϊδεολογικό πεδίο, πρέπει να την αναζητήσουμε τριάντα χρόνια νωρίτερα, γύρω στα 1870, όταν ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη Ιγνάτιεφ, υλοποιώντας τα σχέδια του Πανσλαβιστικού κινήματος, πέτυχε τη δημιουργία σχίσματος στην Ορθόδοξη Εκκλησία με την αναγνώριση της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Το γεγονός αυτό ήταν η αφορμή να ξεσπάσει μια λυσσώδης εκστρατεία μεταστροφής του γηγενούς πληθυσμού της Μακεδονίας προς τη Βουλγαρική Εξαρχία, με τη χρήση παντός μέσου, από την προπαγάνδα μέχρι τις απάνθρωπες βιαιότητες.
Η ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα, που άρχισε κατά τα έτη 1902-1903 από τη Δυτική Μακεδονία, τερματίστηκε, όπως προαναφέραμε, με την υποχρεωτική κατάπαυσή του και την ανακωχή που επέβαλαν οι Νεότουρκοι στις 8 ή κατ' άλλους ιστορικούς στις 10  Ιουλίου του 1908, όταν εκδηλώθηκε η επανάστασή τους εναντίον του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β', τον οποίον ανέτρεψαν και τον υποχρέωσαν να επαναφέρει σε ισχύ το σύνταγμα του 1876.

Οι Πόλεμοι
Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να τονίσουμε ότι και για τα σαφή χρονικά όρια της λήξης του Μακεδονικού Αγώνα προβάλλονται αντιρρήσεις. Έγκριτοι ιστορικοί ενίστανται για το αν θα πρέπει να θεωρείται το 1908 ως έτος τερματισμού του Μακεδονικού Αγώνα. Ισχυρίζονται ότι με την αποδοχή αυτή αγνοούνται σημαντικά ιστορικά γεγονότα απόλυτα συνδεδεμένα με την ιστορική πορεία και την τύχη της Μακεδονίας. Πιο συγκεκριμένα:
Ο Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος (1913) ήταν συνέχεια του Μακεδονικού Αγώνα, αφού οι βουλγαρικές βλέψεις και τα επεκτατικά σχέδια του Πανσλαβισμού επί της Μακεδονίας δεν είχαν κάνει βήμα πίσω. Οι Βούλγαροι εξακολουθούσαν να κατέχουν μεγάλο τμήμα της Μακεδονίας και τα στρατεύματά τους καραδοκούσαν μόλις 14 χιλιόμετρα δυτικά της Θεσσαλονίκης, έξω από τη Μπάλτζα, το σημερινό Μελισσοχώρι. Χρειάστηκαν νέες αιματηρές εξορμήσεις του στρατού μας σε Κιλκίς και Λαχανά για να επεκταθεί και να διασφαλιστεί η πολυπόθητη ελευθερία.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τις δυνάμεις της Αυστρο-Ουγγαρίας και Γερμανίας έσπευσε να ενταχθεί και να συμμαχήσει η Βουλγαρία γιατί εποφθαλμιούσε και ήλπιζε σε πολεμική λεία επί του μακεδονικού εδάφους.
Την ίδια τακτική ακολούθησε η Βουλγαρία και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου όταν συμμάχησε και συνεργάστηκε με τις ναζιστικές δυνάμεις, εφαρμόζοντας καθεστώς διπλής κατοχής στον βορειοελλαδικό χώρο, με τις οργανώσεις της ΟΧΡΑΝΑ να καταδυναστεύουν προπαγανδιστικά και διαβρωτικά την περιοχή μας, με τις απάνθρωπες σφαγές ελληνικού πληθυσμού σε περιοχές της Δράμας και με   απώτερο σκοπό της φυσικά να επωφεληθεί από την όλη συγκεχυμένη κατάσταση και να υλοποιήσει το προαιώνιο της όραμα: της Μεγάλης Βουλγαρίας με τη Μακεδονία και το  Αιγαίο στην κυριαρχία της.
Τα γεγονότα αυτά αποτελούν τη συνέχεια και αναδεικνύουν τη διαχρονικότητα του Μακεδονικού Αγώνα μέχρι τις ημέρες μας, εξαιτίας του άκρατου φανατισμού και της αδιαλλαξίας που εξακολουθούν να επιδεικνύονται από την πλευρά των γειτόνων μας Σκοπιανών και της παράλογης εμμονής τους να παραχαράσσουν την ιστορική αλήθεια, να οικειοποιούνται σύμβολα που δεν τους ανήκουν και να μονοπωλούν την ιστορική κληρονομιά της Μακεδονίας.

Οι Νεότουρκοι
Αλλά για να επιστρέψουμε στην επανάσταση των Νεοτούρκων κατά του τυραννικού καθεστώτος του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, πρέπει να τονίσουμε ότι η έκβαση του γεγονότος  αυτού είχε καθοριστικές επιπτώσεις όχι μόνο στη μεταρρύθμιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε σύγχρονη Τουρκία, αλλά σ’ όλο τον βαλκανικό χώρο, όπου, από το 1908, είχε αρχίσει να αναπτύσσεται έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στις δυνάμεις του εθνικισμού και του ιμπεριαλισμού. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε αναπτυχθεί ένα ισχυρό μυστικό πολιτικό κίνημα, το ονομαζόμενο Κίνημα των Νεοτούρκων, που αντιπολιτευόταν τις σουλτανικές αυθαιρεσίες.
Η επανάσταση οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε συγκροτηθεί η παράνομη «Επιτροπή για την Ειρήνη και την Πρόοδο» από ομάδα αξιω_ατικών του τουρκικού στρατού. Μεταξύ των μελών της κυριαρχούσαν οι δυτικές ιδέες περί εθνικισμού, συνταγματισμού, ισονομίας, ισοπολιτείας και κράτους δικαίου. Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του κινήματος ήταν και ο Μουσταφά Κε_άλ, ο αναμορφωτής της σύγχρονης Τουρκίας, ο γνωστός και ως Ατατούρκ.
Η εξαγγελία του Συντάγ_ατος των Νεοτούρκων είχε καταλυτικές επιπτώσεις και στον Μακεδονικό Αγώνα. Αμέσως μετά την επικράτηση του κινήματος, διατάχθηκε διακοπή των ενόπλων συγκρούσεων, με πομπώδεις εξαγγελίες περί αδελφοσύνης και δικαιοσύνης. Ακολούθησαν λαϊκοί πανηγυρισ_οί και ατ_όσφαιρα ευφορίας. Με την επιβολή της γενικής α_νηστίας όλες οι αντι_αχό_ενες πλευρές δήλωσαν ότι τερ_ατίζουν τον ένοπλο αγώνα και δέχονται τις υποσχέσεις των Νεοτούρκων περί ισονο_ίας και ισοπολιτείας. Τα περισσότερα ένοπλα σώ_ατα κατέβηκαν στα πλησιέστερα αστικά κέντρα όπου, σε _ια προσπάθεια συναδέλφωσης, κατέθεσαν τα όπλα.
Το γεγονός είναι, κι αυτό πολύ σύντο_α αποδείχτηκε, ότι οι προθέσεις και οι υποσχέσεις των Νεοτούρκων ούτε ειλικρινείς ήσαν ούτε εφαρ_όστηκαν ποτέ. Παρά τις ψευδοδιακηρύξεις του Συντάγ_ατός τους, _έσα σε λίγους _ήνες δολοφόνησαν _ερικούς από τους ση_αντικότερους Έλληνες οπλαρχηγούς του Αγώνα: Τον Σιατιστινό Παύλο Νεράντζη, γνωστό ως Καπετάν Περδίκα, στις 13 Οκτωβρίου του 1908 στη Σιάτιστα, τον Ευάγγελο Κοροπούλη από τη Μάντρα Αττικής, στις 11 Σεπτε_βρίου του 1908 κι αυτόν κοντά στη Σιάτιστα, τον Παύλο Ρακοβίτη από το Κρατερό, που δολοφονήθηκε στις 4 Οκτωβρίου του 1911 από εκτελεστή πληρω_ένο από τους Νεότουρκους στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο Ράκοβο (Κρατερό της Φλώρινας), τον Γεώργιο Καραϊσκάκη από την Μπογδάντσα της Γεβγελής, το 1910  στην Στρώ_νιτσα.
Με την ίδια εκκαθαριστική τακτική και ύπουλη ανάμιξη των Νεοτούρκων δολοφονήθηκαν και οι δύο οπλαρχηγοί – θρύλοι για την περιοχή τους, ο Γκόνος Γιώτας, ο καπετάνιος του Βάλτου των Γιαννιτσών και ο Λάζος Δογιάμας, πιο γνωστός ως Μπαροβίτσαλης, με ανταρτική δράση στις περιοχές Γεβγελής, Γουμένισσας και Γιαννιτσών. Στο δραματικό τέλος των δύο οπλαρχηγών θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ εκτενέστερα, σε μια προσπάθεια ελάχιστης συμβολής μου ώστε να αποκατασταθούν και κάποιες ανακρίβειες γύρω από τη δράση και το τέλος τους, που έχουν παρεισφρήσει σε ιστορικά βιβλία, πιθανότατα από έλλειψη στοιχείων ή από λανθασμένες πληροφορίες.

Λάζος Δογιάμας
Για τη μαρτυρική οικογένεια Δογιάμα, από την Καστανερή, τη γνωστή μας Μπαροβίτσα, που έδωσε τέσσαρα αδέλφια αντάρτες-οπλαρχηγούς και δεκάδες θύματα σε όλους τους εθνικούς αγώνες, από τον Μακεδονικό Αγώνα μέχρι τον Εμφύλιο, έχουν γραφτεί πολλά σε ιστορικά βιβλία, με πλήθος λανθασμένων αναφορών. Στο περιοδικό μας φιλοξενούμε δύο άρθρα για τη δράση των οπλαρχηγών Δογιάμα, το πρώτο, στο τεύχος 15 του έτους 1996, από τον αείμνηστο συνεργάτη μας Γεώργιο Τουσίμη που βασίζεται στα ιστορικά αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικών και το δεύτερο στο τεύχος 51 του έτους 2006, από τον Κωνσταντίνο Δογιάμα, απόστρατο αξιωματικό της Ελληνικής Αστυνομίας και απόγονο της ιστορικής οικογένειας, που βασίζεται σε οικογενειακά αρχεία και κειμήλια. Είναι τα μόνα κείμενα που αποδίδουν με αξιοπιστία τα πραγματικά περιστατικά και ανεπιφύλακτα θεωρούνται πολύτιμοι χώροι αναφοράς για τον ερευνητή και μελετητή της τοπικής μας ιστορίας.  (Ελπίζουμε ότι ο φίλτατος Κώστας Δογιάμας να μην αργήσει να μας παρουσιάσει από το βήμα αυτό το πολύ αξιόλογο απόθεμα των ιστορικών και παραστατικών στοιχείων που διαθέτει για τη δράση των οπλαρχηγών Δογιάμα-Μπαροβίτσαλη).
Για την ανταρτική δράση του οπλαρχηγού Λάζου Δογιάμα- Μπαροβίτσαλη και για τη συνεργασία του με τον Γκόνο Γιώτα, έχουν γίνει σχετικές εισηγήσεις στο διήμερο επιστημονικό συνέδριο, που όπως θυμάστε, οργανώθηκε στο χώρο αυτό στις 20 και 21 Οκτωβρίου του 2001.
Με την επικράτηση του κινήματος των Νεοτούρκων, η ελληνική κυβέρνηση επιθυμώντας να φανεί πειστική στις φιλειρηνικές της προθέσεις απέναντι του νέου τουρκικού καθεστώτος, αλλά και για να διαφυλάξει τις αυτόχθονες μαχητικές δυνάμεις, φυγάδευσε τους σημαντικότερους των οπλαρχηγών, μεταξύ αυτών και τους Γκόνο Γιώτα και Λάζο Δογιάμα-Μπαροβίτσαλη, στην Αθήνα, φιλοξενώντας τους υπό επιτήτηση στο «Άσυλο των Μακεδόνων» της οδού Μιχαήλ Βόδα.
Οι δύο οπλαρχηγοί, μετά από πολλές απόπειρες και περιπετειώδη καταδίωξη, κατάφεραν να δραπετεύσουν το Σεπτέμβρη του 1910 με άλλους συντρόφους τους και να βρεθούν στα παλιά λημέρια του Βάλτου για να ξεκαθαρίσουν παλιούς τους λογαριασμούς με τους κομιτατζήδες που παρέμειναν στην περιοχή και τρομοκρατούσαν τους κατοίκους της. Εκεί έπεσε ο Γκόνος Γιώτας σε ύπουλη ενέδρα του τουρκικού στρατού τον Φεβρουάριο του 1911, σε ηλικία 31 χρόνων, χωρίς να προλάβει να χαρεί την πολυπόθητη ελευθερία της Μακεδονίας για την οποία τόσα χρόνια αγωνιζόταν.
Ο Λάζος Δογιάμας αποσύρθηκε στην περιοχή της Γουμένισσας με 8 πιστούς συντρόφους του, όπου έγινε δεκτός με αισθήματα ανακούφισης από τον ντόπιο πληθυσμό που υπέφερε τα πάνδεινα από βοϊβόδες της περιοχής.  Έμεινε στην πατρίδα του μέχρι αρχές Μαρτίου του 1911, οπότε αναγκάσθηκε, με την παρότρυνση του Ελληνικού Προξενείου Θεσ/νίκης, να καταφύγει με την ομάδα του πάλι στην Αθήνα γιατί κινδύνευε η ζωή του. Δεν άντεξε όμως για πολύ τον νέο εγκλεισμό του στο «΄Ασυλο». Τον Μάιο του 1911 δραπετεύει πάλι και μετά από αφάνταστες ταλαιπωρίες επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, αποφασισμένος να συγκρουστεί και με τους Νεότουρκους και με τους κομιτατζήδες.
Λίγους μήνες αργότερα, σε μια προσπάθεια συνάντησης και συνεργασίας με τους δύο τοπικούς βοϊβόδες των κομιτατζήδων της περιοχής και μέσα στα πλαίσια της ανακωχής και της ατμόσφαιρας προσέγγισης και συμφιλίωσης που προσπάθησαν να επιβάλουν οι Νεότουρκοι, ο καπετάν Λάζος με δύο συντρόφους του ανέβηκε στο ύψωμα Γκαντάτσι, μεταξύ Καστανερής (Μπαροβίτσας) και Κάρπης (Τσέρνα-Ρέκας). Εκεί συναντήθηκε στις 24 Αυγούστου του 1912 με τους βοϊβόδες Γκιούπτσετο και Δάγκο (Κατά τον Κ. Δογιάμα ο δεύτερος ονομαζόταν Βιδώφ και η ημερομηνία ήταν 17 Σεπτεμβρίου του 1912).  Εκεί μετά από πολύωρη άκαρπη συζήτηση, άνδρες του Γκιούπτσετο, δολοφόνησαν τον καπετάν Λάζο, πυροβολώντας τον πισώπλατα στο κεφάλι, όπως και έναν από τους συντρόφους του, τον Αθανάσιο Μπέτσο από τα Γιαννιτσά.  

Γιώτας Γκόνος
Ο δεύτερος των οπλαρχηγών, ο Γιαννιτσιώτης Γκόνος Γιώτας, πιο γνωστός ως «Στοιχειό του Βάλτου», δολοφονήθηκε στις 13 Φεβρουαρίου του 1911, _έσα στα πολύ γνώρι_α  σ’ αυτόν νερά της Λί_νης, από ενέδρα τουρκικού αποσπάσ_ατος, που κινήθηκε εναντίον του από τη Βέροια, _ε επικεφαλής τον ταγ_ατάρχη Χαλίλ _πέη και τον ίδιο τον καϊ_ακά_η της περιοχής, προδο_ένος δυστυχώς από πρώην συνεργάτες του.
Τις πληροφορίες για την παρουσία και τις κινήσεις του Γκόνου και τις ο_άδας του στον Βάλτο των Γιαννιτσών οι Νεότουρκοι τις είχαν πάρει, σύ_φωνα _ε ιστορικά αρχεία της εποχής, από δύο τοπικούς παράγοντες που βαρύνονται για τις ύποπτες σχέσεις και διασυνδέσεις τους _ε τις τουρκικές αρχές, _ετά την επικράτηση των Νεοτούρκων, και τους αποδίδεται η κατηγορία της προδοσίας των κινήσεων του καπετάν Γκόνου Γιώτα, _ε αποτέλεσ_α τη δολοφονία του.
Ο πρώτος ήταν ο περίφη_ος «γιατρός» Αντωνάκης. Το πλήρες όνο_ά του ήταν Αντώνης Αντωνιάδης και καταγόταν από τα χωριά του Πηλίου. Ήταν ένα γραφικός τύπος πρακτικού γιατρού που προσέφερε τις ιατρικές του υπηρεσίες στα χωριά του Ρου_λουκιού.
Ο Αντωνάκης ήταν πολύ κοινωνικός άνθρωπος, πολύ αγαπητός στην περιοχή, αλλά αχαλίνωτα φιλόδοξος. Διατηρούσε άριστες σχέσεις και συνεργασία _ε όλους τους αρχηγούς του Βάλτου, όπως και _ε Τούρκους αξιωματούχους της Βέροιας και της Θεσσαλονίκης. Όταν κηρύχτηκε το Σύνταγμα των Νεοτούρκων (1908) παραέγινε φίλος, συνεργάτης και έμπιστο όργανο των τουρκικών αρχών. Κατηγορείται ότι, με την υπερβολική εμπιστοσύνη που έτρεφε προς τους Νεότουρκους, τους παρέδιδε πληροφορίες επιζήμιες για τα εθνικά θέματα και για τις κινήσεις ελληνικών ομάδων και οπλαρχηγών της περιοχής.
Το δεύτερο πρόσωπο, που βαρύνεται με την ίδια κατηγορία, ήταν ο καπετάν Αποστόλης Ματόπουλος, από τον Γιδά, παλιός αντάρτης με σημαντική δράση στην περιοχή του Ρουμλουκιού και του Βάλτου, υπαρχηγός στην ομάδα του Γκόνου Γιώτα αρχικά και αργότερα οπλαρχηγός ο ίδιος. Συμπολεμιστές και συνεργάτες ο Γκόνος και ο Αποστόλης, ήρθαν σε διαφωνία και ρήξη μετά το 1908 και οι σχέσεις τους κατέληξαν εχθρικές. Σε μακροσκελή αναφορά του, που υπέβαλε το 1909 ο Γκόνος Γιώτας προς ειδική επιτροπή του Υπουργείου Εξωτερικών, κατηγορεί τον Αποστόλη Ματόπουλο ότι πρόδωσε και εμπορεύθηκε στους Νεότουρκους μεγάλο αριθμό όπλων και φυσιγγίων που βρίσκονταν σε κρυψώνες του Βάλτου.
Το τέλος και των δύο υπόπτων ως καταδοτών ήταν άδοξο. Ο μεν Αποστόλης, αφού του αφαιρέθηκε ο τίτλος του καπετάνιου και διαλύθηκε το σώμα του, κατέφυγε στην Αμερική, υπό το βάρος πιθανόν και των τύψεών του, ο δε Αντωνάκης εκτελέστηκε από ανθρώπους του ελληνικού κομιτάτου γιατί θεωρήθηκαν επικίνδυνες οι δοσοληψίες του με τους  Νεότουρκους.
Γηγενείς αντάρτες μακεδονομάχοι σαν τον Λάζο Μπαροβίτσαλη και σαν τον Γκόνο Γιώτα υπήρξαν εκατοντάδες από όλες τις γωνιές της Μακεδονίας. Με ελάχιστες τις γνώσεις τους περί Ελλάδος και ελληνικής γλώσσας, νιώθοντας όμως κατά συνείδηση βαθύτατα Ορθόδοξοι και Έλληνες, γραικομάνοι όπως τους χαρακτήριζαν, συγκρότησαν τα ελληνικά σώματα στους κάμπους, στα βουνά και στον Βάλτο, με την πολύτιμη βοήθεια και πείρα Ελλήνων αξιωματικών και εθελοντών που προσέτρεξαν από πολλά μέρη της νότιας Ελλάδας (Κρήτη, Μάνη, Ρούμελη κ.α.).
Αρκετοί από τους γηγενείς μακεδονομάχους, παρασυρμένοι από τα κραυγαλέα συνθήματα των βουλγαρικών οργανώσεων που δρούσαν στη Μακεδονία («Ελευθερία ή θάνατος» «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες») είχαν ενταχθεί στις τάξεις τους, μέχρι που αντιλήφθηκαν τους δόλιους σκοπούς και την παραπλάνηση που υπέκρυπταν και τις εγκατέλειψαν. Την έντονη επιθυμία των γηγενών Μακεδόνων για δράση και ελευθερία από τον οθωμανικό ζυγό και τη συγκεχυμένη κατάσταση που επικρατούσε, αποτυπώνει πολύ χαρακτηριστικά ο Έλληνας Πρόξενος στο Μοναστήρι, στις αρχές του 1901, ο οποίος γράφει σε επίσημη έκθεσή του: «Και Κινέζοι πράκτορες εάν ενεφανίζοντο σήμερον εν Μακεδονία, υπισχνούμενοι ελευθερίαν εις τους χριστιανούς, θα προσείλκυαν τας συμπαθείας αυτών».
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούμε στις επισημάνσεις που κάνει για τη συμπεριφορά των γηγενών Μακεδόνων ο Κ. Μαζαράκης (καπ. Ακρίτας) όταν πήγαν να καταταγούν στο σώμα του 4 εντόπιοι Μπαχοβίτες (Μπάχοβο είναι οι σημερινοί Πρόμαχοι της Αριδαίας): «…Είναι άνθρωποι άξιοι μελέτης…άνευ γνώσεως της ελληνικής γλώσσης, άνευ κατηχήσεως εθνικής, έρχονται μη ζητούντες τίποτε. Ούτε χρήματα, ούτε ενδύματα, ούτε όπλον αν δεν τους δώσεις. Πειθαρχικότατοι και ανθεκτικοί….Η εγκαρτέρησις και η στωικότης των είναι άξια μνείας.  Όταν ακούν ότι ελληνικόν σώμα θα μεταβεί εις το χωρίον των τα μάτια τους αστράπτουν και μειδιούν. …Τι είναι αυτό που τους υποκινεί… Ποίαν δύναμιν έχει ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία, ην επί τόσα έτη αφήσαμεν ανεκμετάλλευτον!…».

Η Απελευθέρωση
Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από τη λήξη του διμέτωπου και αδυσώπητου ένοπλου Μακεδονικού Αγώνα. Ένας αιώνας, κατά τη διάρκεια του οποίου, ο τόπος μας δοκιμάστηκε σκληρά από αμέτρητες συμπληγάδες εισβολών, κατοχών, εμφυλίων, εσωτερικών και εξωτερικών ταραχών. Η Μακεδονία απελευθερώθηκε τέσσερα χρόνια μετά την υποχρεωτική κατάπαυση του Μακεδονικού Αγώνα, το 1912-1913, με τη θριαμβευτική προέλαση του Στρατού μας και τις μεγάλες νίκες του στο Σαραντάπορο, στα Γιαννιτσά στις 19 και 20 Οκτωβρίου, στο Μπιζάνι, στο Λαχανά κ.α. Η μια μετά την άλλη, οι ιστορικές πόλεις της Μακεδονίας, αποκτούν την πολυπόθητη ελευθερία τους: 16-17 Οκτωβρίου 1912 η Βέροια και η Νάουσα, 18 Οκτωβρίου η ΄Εδεσσα, 20 Οκτωβρίου τα Γιαννιτσά και 23 Οκτωβρίου η Γουμένισσα, υπό τις συνθήκες που μας περιέγραψε προλογίζοντας η Αντιπρόεδρος των Παιόνων.
Η ιστορική πρωτεύουσα της Παιονίας, με πολιούχο την Παναγία τη Γουμένισσα, μνημείο πιθανότατα των υστεροβυζαντινών χρόνων κατά τους τοπικούς συγγραφείς, με λαμπρά αρχιτεκτονικά οικοδομήματα, όπως τον Αϊ-Γιώργη και το ιστορικό διδακτήριό της, με μαχητικούς κατοίκους που έδωσαν το παρόν τους σ’ όλους τους εθνικούς αγώνες, με πολύ αξιόλογους πνευματικούς ανθρώπους, με το ορθόδοξο θρησκευτικό τους συναίσθημα να μένει αλώβητο ανά τους αιώνες.
Η Μακεδονία επιδικάσθηκε οριστικά στους νικητές των βαλκανικών πολέμων κατά της Τουρκίας, Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία, με απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων στο Λονδίνο στις 17-5-1913 που επικυρώθηκε με το Σύμφωνο του Βουκουρεστίου στις 10-8-1913, ως εξής: Στην Ελλάδα αποδόθηκε το 51,57% της εκτάσεώς της, στη Σερβία το 38,32 %   και στη Βουλγαρία το 10,11%. 
Χωρίς τη συμμετοχή του γηγενούς πληθυσμού, χωρίς τις θυσίες και την αγωνιστική προσφορά του ο Μακεδονικός Αγώνας δε θα είχε νόημα και περιεχόμενο και η ελευθερία της Μακεδονίας θα ήταν άπιαστο όνειρο. Η στάση των γηγενών Μακεδόνων είναι μια γενναία απάντηση  σ’ όλους όσους έχουν την αφέλεια και το θράσος  να τους θεωρούν υπό κατοχήν και αλύτρωτους και νομίζουν πως  μπορούν αυθαίρετα να οικειοποιούνται και να μονοπωλούν την ιστορική κληρονομιά της Μακεδονίας.
Οι Έλληνες, λαός με τις αρχαιότερες καταβολές στην Ευρώπη, είναι πολύ φυσικό να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε ό,τι αφορά στην ιστορική τους κληρονομιά. Δεν τρέφουν εδαφικές διεκδικήσεις εις βάρος γειτονικών λαών και απαιτούν τον ίδιο σεβασμό και απ’αυτούς στο θέμα των συνόρων, των εθνικών και ιστορικών συμβόλων και των διεθνών συνθηκών που έχουν επικυρωθεί από την Τελική Πράξη του Ελσίνκι.

Η Παραχάραξη
Δυστυχώς οι γείτονές μας στα Βαλκάνια, παραχαράσσοντας την ιστορική αλήθεια, και επιθυμώντας κατά καιρούς  να δημιουργούνν εικόνες και εντυπώσεις που ευνοούν τα σχέδιά τους, οριοθετούν τη Μακεδονία άλλοτε κατά παραπλανητικές γεωγραφικές ενότητες για να την παρουσιάζουν διαμελισμένη και τελούσα υπό κατοχήν και άλλοτε τη διευρύνουν γεωγραφικά, προσθέτοντας ή αφαιρώντας κατά βούληση περιοχές, για να δημιουργήσουν ανύπαρκτες εθνικές ενότητες.
Η άποψή τους, που την διοχετεύουν παγκοσμίως εδώ και 60 χρόνια μεθοδικά και επίμονα, είναι πως η Μακεδονία αποτελεί έθνος που απαρτίζεται από τρεις γεωγραφικές ενότητες: τη Μακεδονία του Βαρδαρίου, τη Μακεδονία του Αιγαίου και τη Μακεδονία του Πιρίν. Εμφανίζουν τις δύο τελευταίες περιοχές ως αλύτρωτες και τον εαυτό τους ως επίδοξο και μοναδικό κληρονόμο και του ονόματος και του ιστορικού παρελθόντος της Μακεδονίας. Δεν εννοούν να αντιληφθούν ότι τα έωλα  επιχειρήματά τους δεν αποτελούν μία απλή και αθώα πολιτιστική υπεξαίρεση. Κτίζουν την ιστορία και το μέλλον τους με κλοπιμαία υλικά. Ανεβάζουν επικίνδυνα το θερμόμετρο της όξυνσης και της καχυποψίας στα Βαλκάνια και δημιουργούν εστίες αταξίας και μόνιμης αστάθειας σε μια κρίσιμη για την Ευρώπη περιοχή και σε μια εποχή αδιάκοπων εντάσεων.
Οι απόψεις αυτές των γειτόνων μας, χάρη στο δικό μας εγκληματικό εφησυχασμό, στη δική μας αδράνεια και υπεροψία, έγιναν αποδεκτές από κυβερνήσεις, από παγκόσμιους οργανισμούς και πνευματικά ιδρύματα. Η τακτική μας να θεωρούμε ότι τα εθνικά μας δίκαια είναι αυτονόητα και αυταπόδεικτα και δε χρειάζονται στήριξη και προβολή, μέσα από μια συνετή και ομόθυμη εξωτερική πολιτική, μας φέρνει κάθε τόσο προ δυσάρεστων εκπλήξεων και προ του φαινομένου να τρέχουμε και να μη φτάνουμε για να διορθώσουμε λανθασμένες επιλογές και εκτιμήσεις.
Η κοινή τύχη για ειρηνική συμπόρευση των βαλκανικών λαών προς το μέλλον επιτάσσει να εγκαταλείψουν την άσκοπη αδιαλλαξία και να αντιληφθούν εγκαίρως ότι τα ενδιαφέροντα και τα συμφέροντα των μεγάλων πλανηταρχών είναι περιστασιακά και πρόσκαιρα.  Μόνο οι καλές και ειλικρινείς σχέσεις με τους γείτονες, μόνο το κλίμα της έντιμης συναλλαγής, της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και του αλληλοσεβασμού της ιστορίας, των εθνικών συμβόλων και των κυριαρχικών δικαιωμάτων, αποτελούν δικλίδα ειρήνης και θεμελιώδη εγγύηση για την ασφάλεια και την πρόοδο στην περιοχή μας.