Σάββατο, 20 Απριλίου 2024, 11:02:31 πμ
Τετάρτη, 12 Απριλίου 2017 21:12

Γιοβανούδης: Φιλοξενούμενοι, του Αγίου Παϊσίου, του Αγιορείτη

Με μια παρέα φίλων κατηφορίζουμε από τις Καριές του Αγίου Όρους προς την Ι.Μ. Ιβήρων, ακολουθώντας το πανάρχαιο καταπληκτικό μονοπάτι, που το χρησιμοποιούν πάνω από χίλια χρόνια, χιλιάδες μοναχοί και λαϊκοί. Ήταν πρωινές ώρες της 9ης Μαΐου 1988 όταν φθάσαμε για προσκύνημα στην Ι.Μ. Κουτλουμουσίου. Σε λίγο συνεχίσαμε στο μονοπάτι. Πρόχειρες πινακίδες μας οδήγησαν στην Παναγούδα, όπου μόναζε ο Γέροντας Παΐσιος. Το όνομά του γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τον απλοϊκό, αλλά συγχρόνως, εκπληκτικό του λόγο.


Η Παναγούδα είναι ένα τυπικό μοναχικό σπίτι-κελί του Αγίου Όρους, όπου διέμενε μόνος του ο ασκητής Γέροντας Παΐσιος. Βρίσκεται στο βάθος του ανηφορικού οικοπέδου, στη δεξιά πλευρά, δίπλα στο μονοπάτι.
Η μεγάλη αυλόπορτα ήταν κλειστή και στο ταχυδρομικό κουτί μερικά σημειώματα. Δεν βλέπαμε κανένα και αρχίσαμε να συμπληρώνουμε ένα σημείωμα με τα ονόματά μας, όταν εμφανίσθηκε ένας μοναχός στο πιο ψηλό και απόμακρο σημείο του οικοπέδου και με αδύναμη φωνή, κουνώντας το χέρι του, μας κάλεσε να πάμε. Η πόρτα ήταν κλειστή και ρωτήσαμε από πού θα πηγαίναμε. Έγνεψε με το αριστερό του χέρι κάνοντας κύκλο και καταλάβαμε ότι έπρεπε να πάμε περιμετρικά, δεξιά από την περίφραξη, όπου βρήκαμε το χωμάτινο, ανηφορικό, κάθετο μπορώ να πω σε κάποια σημεία μονοπάτι, που το ανεβήκαμε μπουσουλώντας, κρατώντας τα κλαδιά και τις ρίζες των διπλανών δένδρων.
Έτσι φθάσαμε στην μικρή μισάνοιχτη σιδερένια αυλόπορτα, όπου μας περίμενε και μας πείραξε αστειευόμενος για την ανηφόρα: Λαχανιάσατε ε…, είπε, έτσι ανηφορική και δύσκολη δεν είναι και η ζωή!
Κεραστήκαμε με τα λουκούμια, που ήταν πάνω στο τραπεζάκι και ξεδιψάσαμε με το παγωμένο νερό, που έτρεχε από το κρεμασμένο λάστιχο στο φράχτη.
Έτσι αντικρίσαμε  και γνωρίσαμε τον Γέροντα Παΐσιο.
Καθίσαμε κάτω από τη σκιά των πανύψηλων δένδρων, στα κομμένα κούτσουρα, με το βλέμμα στο γέροντα.
Αφού τακτοποιήθηκαν όλοι, ρώτησε αν ξαναπήγαμε στο Άγιον Όρος, την οικογενειακή μας κατάσταση, λίγες τυπικές κουβέντες και στο τέλος, τί δουλειά κάνουμε. Στη ΔΕΗ απαντήσαμε και ένας στον ΟΤΕ. Με αφορμή αυτή συνέχισε: Δηλαδή εσείς έχετε τα σύρματα, τα καλώδια,  την ευθύνη και την υποχρέωση να τα φροντίζετε ώστε στο τέλος ο κόσμος να έχει, χωρίς διακοπές, για την εξυπηρέτησή του ηλεκτρικό ρεύμα και το τηλέφωνο. Οι βλάβες είναι αναπόφευκτες, εσείς όμως πρέπει αμέσως να τις εντοπίσετε και να τις επισκευάσετε, ενώνοντας τα σύρματα, γιατί το ηλεκτρικό και το τηλέφωνο είναι απαραίτητα για την ζωή των ανθρώπων.
Στο στρατό υπηρέτησα με ειδικότητα τηλεγραφητή. Εμείς οι τηλεγραφητές, απλώναμε καλώδια επικοινωνίας στα βουνά και τους κάμπους, με καλοκαιρία και κακοκαιρία, με χιόνια και βροχές, νύχτα και μέρα, για να είναι καλή και προπαντός συνεχής η επικοινωνία των στρατοπέδων. Ακολουθούσαμε πάντα την εμπροσθοφυλακή, κουβαλώντας αμέτρητα μέτρα καλωδίων. Η εμπροσθοφυλακή δεν μπορούσε να ακολουθήσει τα έτοιμα δίκτυα που είχαμε κατασκευάσει στον καιρό της ειρήνης. Διερευνούσε, τους δρόμους, το έδαφος, τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις μετακίνησης του κύριου όγκου του στρατού. Ενημέρωνε ανάλογα το αρχηγείο για τις θέσεις του εχθρού και την ασφαλή μετακίνηση, μέσα από τα δικά μας καλώδια. Φαντάζεσθε την ευθύνη μας για την έκβαση της μάχης και τη ζωή των στρατιωτών. Η επικοινωνία έπρεπε να είναι και καλή και συνεχής. Απαγορεύονταν τα λάθη. Οι απρόβλεπτες βλάβες έπρεπε να επιδιορθωθούν αμέσως. Ήμασταν κάθε στιγμή, πάντα, σε πλήρη ετοιμότητα.
Αν για τη δουλειά σας καταβάλλεται τόση προσπάθεια και εγώ για την επικοινωνία στο στρατό άλλη τόση, για να μη χαθεί η επικοινωνία των ανθρώπων, σκεφθείτε, πόση προσπάθεια πρέπει να καταβάλουμε όλοι μας για την συνεχή, χωρίς διακοπές επικοινωνία με το Θεό. Πρέπει η επικοινωνία αυτή να είναι συνεχής, απρόσκοπτη, χωρίς διακοπές. Οι διακοπές της επικοινωνίας με το Θεό, λόγω βλαβών, πρέπει να αποκαθίστανται αμέσως, για να μη χάσουμε τον προσανατολισμό μας. Με την συνεχή επικοινωνία δεν θα χάσουμε το δρόμο για τον προορισμό μας, που είναι η δια της ζωής σωτηρία της ψυχής μας.
Έτσι, σε λίγα λεπτά, με λόγια απλά και κατανοητά, μετέφερε το μήνυμα του στα αυτιά και τις καρδιές μας, ο ασυρματιστής του Θεού.
Ακολούθησε μικρή σιωπή αμηχανίας από όλους μας και δυο τρεις ερωτήσεις. Πώς ζείτε μονός σας, μαγειρεύετε, τι τρώτε. Καλά περνώ, απάντησε, είμαι όμως λίγο τεμπέλης στο μαγείρεμα. Κάθε Παρασκευή έρχεται και λειτουργεί στο κελί μου ένας ιερομόναχος από το μοναστήρι, αυτός μου φέρνει μερικά ψωμιά, οπότε έχω να πορευτώ όλη την εβδομάδα. Ήταν απλός Μοναχός, δεν μπορούσε να τελέσει λειτουργία.
Αποσβολωμένοι κοιτούσαμε το μελαχρινό, μικροκαμωμένο, λιπόσαρκο, γέροντα του Αγίου Όρους, με τα μαύρα και άσπρα μαλλιά, που με περισσή ταπεινότητα, με υγρά, χαμηλωμένα, πανέξυπνα μάτια, παρουσίασε την πίστη του, που φώλιασε στις καρδιές μας.
Ευγενικά ζήτησε να αναχωρήσουμε: Καιρός να πηγαίνετε, έχω και εγώ τις δουλειές μου, να πάτε στο καλό. Ζητήσαμε να φωτογραφηθούμε μαζί του.  Ε, είπε, αφήστε τις φωτογραφίες, να πάτε στο καλό, με την ευχή της Παναγίας και να προσέχετε, στη ζωή σας, ούτε μια στιγμή να μην διακόψετε την επικοινωνία με το Θεό.
Ευλογείτε γέροντα, του απευθύναμε και εμείς τον Αγιορείτικο χαιρετισμό, για να συνεχίσουμε το μονοπάτι προς την Ι.Μ. Ιβήρων.
Τότε ήταν μόνο εξήντα τριών χρονών, ήδη χτυπημένος από την ανίατη ασθένεια.
Ακόμη και τώρα, μετά από είκοσι εννιά χρόνια, ψάχνω τις φωτογραφίες, που δεν βγάλαμε. Τόσο ζωηρές είναι οι αναμνήσεις μου, από το εικοσάλεπτο που μείναμε στην Παναγούδα, φιλοξενούμενοι από το σεβαστό Γέροντα Παΐσιο.
Το εικοσάλεπτο αυτό της επικοινωνίας, η διαίσθησή μου, το θυμικό μου, η ψυχή μου, μου δίνουν, το αυθαίρετο ίσως δικαίωμα να πω ότι, από κει ψηλά που βρίσκεται, στο χορό των Αγίων, λυπάται για τα πολλά, υπερβολικά και διαφημιστικά που γράφονται και γίνονται στη μνήμη του, από εκκλησιαστικούς και λαϊκούς κύκλους και παράγοντες.
Σημείωση: Οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο.

Τάσος Γιοβανούδης
Απρίλιος 2017