Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024, 4:07:44 μμ
Κυριακή, 04 Μαρτίου 2018 22:32

Όμορφα χρόνια στο Δροσάτο (3)

Ήταν νωρίς το απόγευμα μιας καλοκαιριάτικης Κυριακής το 1970, που μας ξύπνησε ο θόρυβος από τα ζάρια και τα πούλια στο τάβλι, καθώς και οι διαφωνίες για το κλέψιμο στο μέτρημα, του Σωτήρη με τον Αλέκο. Είχαν διαφορές από την πρωινή μάχη, γι’ αυτό η φασαρία περίσσεψε. Ως που να καθίσουμε δίπλα τους να παρακολουθήσουμε τη συνέχεια, το παιχνίδι τελείωσε. Κερδισμένος ο Αλέκος και το έπαθλο έφθασε. Ένα λουκούμι στον Αλέκο, γιατί καφέ ήπιε νωρίτερα.


- Ωωωωχ!!!!, Πολύ μου αρέσουν τα λουκούμια με το παγωμένο τους νερό, είπε, για πικάρισμα, περιπαιχτικά ο Αλέκος. Τσίμπησε ο Σωτήρης,
- Σου αρέσουν, δεν σου αρέσουν, αλλά ούτε είκοσι μπορείς να φας.
- Ποιά είκοσι, απάντησε ο Αλέκος και τριάντα τρώω.
Πες ο ένας, πες ο άλλος το στοίχημα στήθηκε. Αν φάει  ο Αλέκος τα λουκούμια, θα τα πληρώσει ο Σωτήρης, καθώς και ένα τραπέζι το βράδυ, σε μια παρέα οκτώ ατόμων. Αν δεν τα φάει, θα πάει ποδαρόδρομο, σε δυο ώρες, μέχρι το Σταθμό Μουριών. Στους κανόνες του στοιχήματος ήταν ότι θα πίνει όσο νερό ήθελε. Επέμενε όμως ο Σωτήρης και σε ένα επιπλέον όρο. Την ώρα που θα τρώει ο Αλέκος τα λουκούμια, θα κουνά το δείκτη του αριστερού χεριού. Διαφώνησε ο Αλέκος για τον επιπρόσθετο όρο. Δικαιολογημένα είπε, «καραγκιοζλίκι θα κάνουμε», τελικά όμως υποχώρησε και η παράσταση άρχισε.
Το πρώτο και το δεύτερο λουκούμι ήταν νόστιμα, το τρίτο και το τέταρτο νοστιμότερο, το πέμπτο και το έκτο έφεραν την πρώτη λιγούρα. Συνέχισε λοιπόν σε αργότερο ρυθμό στο έβδομο και όγδοο με περισσότερη λιγούρα και αρκετές γουλιές νερό, το ένατο κατέβηκε με χίλια ζόρια, το δέκατο, με νερό πριν και μετά  από αρκετούς λυγμούς στο λαιμό.
Ήταν και ο Σωτήρης που συνεχώς φώναζε:.
- Το δάχτυλο, δεν κουνάς το δάχτυλο.
Ο ρυθμός έδειχνε το τέλος της προσπάθειας, αλλά με μικρογουλιές νερού, έστω και με δάκρυα στα μάτια, κατέβηκε το εντέκατο και δυσκολότερα το δωδέκατο, που κόλλησε στο λαιμό και αμάν να ξεκολλήσει.
Το μπούκωμα έγινε στόμωμα και  το δέκατο τρίτο έμεινε στο χέρι. Το χέρι έμεινε στο κουτί με τα λουκούμια, δεν σηκώθηκε,  δεν επεχείρησε να φέρει το λουκούμι  στο στόμα και το δάχτυλο του αριστερού χεριού δεν χρειάσθηκε να ξανακουνηθεί.
Το στοίχημα λοιπόν έπρεπε να εκτελεσθεί. Δώσαμε λόγο, είπε ο Αλέκος, παρά την παρέμβαση φίλων και τη μουρμούρα της Κοκόνας.
Ξεκίνησε λοιπόν ο Αλέκος για το Σταθμό Μουριών, κρατώντας μια βέργα στο χέρι, με το άσπρο πουκάμισο, το σκούρο παντελόνι και τα σκαρπίνια στα πόδια. Πήγε από τον, υπό κατασκευή νέο δρόμο, σα συντομότερο, το σημερινό. Διαφώνησε ο Σωτήρης, αλλά τελικά ακολούθησε τον Αλέκο με το μπλε, εκ Γερμανίας Ford και συνεπιβάτες εμένα και το Γιώργο.
Από τον άλλο δρόμο, των Αμαράντων, ξεκίνησε μια άλλη παρέα, δεν θυμούμαι ποιοι ήταν.
Σε τρία τέταρτα περίπου και ενώ άρχισε να σουρουπώνει, προπορευόμενος ο Αλέκος έφθασε στη διασταύρωση του παλιού και του καινούργιου δρόμου, όπου αντάμωσαν και τα δύο αυτοκίνητα. Ο Αλέκος συνέχιζε ακάθεκτος, που να καταλάβει από ποδαρόδρομο, τότε ήταν σαραντάρης. Δεν τον αφήσαμε άλλο στον ποδαρόδρομο. Μπήκε στο Ford, πλήρης τιμών για την τήρηση της υπόσχεσης, χώνεψε καθ΄ οδόν τα δώδεκα λουκούμια, έφυγαν στον ιδρώτα τα δέκα ποτήρια νερό που ήπιε και η μέρα ή μάλλον η βραδιά συνεχίσθηκε.
Στην ταβέρνα του Μουτούση, στο Σταθμό Μουριών, κατέφθασε η ορχήστρα του Μιχαλάκη από το Μυριόφυτο, με το επαγγελματικό αυτοκίνητο «του πατέρα μας», έτσι λέγαμε τον Ιερεμία τον καλό, ήρεμο και ήσυχο άνθρωπο, που μας εξυπηρετούσε στις εξόδους μας και συνεπιβάτη τον Μπούλη, που ακολούθησε τον Ιερεμία, σα νέος εκκολαπτόμενος τραγουδιστής να πει την επιτυχία του Μανώλη Αγγελόπουλου «Πού να είσαι αγάπη μου τώρα».
Ασφαλώς ενημερώθηκε τηλεφωνικά, για να μην ανησυχεί η Κοκόνα, ότι έφθασε ο Αλέκος υγιής στο Σταθμό Μουριών, αλλά δήθεν δεν μπορεί να επιστρέψει, επειδή δεν είχε μεταφορικό μέσο.
Αλέκο τον ρώτησα την άλλη μέρα, έφαγες ποτέ είκοσι λουκούμια.
Όοοχι, απάντησε, ούτε δύο μαζεμένα, όμως Τάσο, πραγματικά δεν τρώγονται. Τί να κάνουμε όμως, για ένα γαμώτο ζούμε. Είμαι και καυκάσιος, ξέρεις τί πάει να πει καυκάσιος. «Οτουνούμ, δεν αναγνωρίζει λάθος του. Και σήμερα να πουν για λουκούμια, σαράντα θα πω ότι μπορώ να φάω».
Τί να έκανε και ο Αλέκος. Απρόβλεπτα, απρογραμμάτιστα, από τις λίγες φορές που του δόθηκε η ευκαιρία να τον εξυπηρετήσει άλλος καφετζής και ταβερνιάρης. Μια ζωή στο καφενείο, να εξυπηρετεί και προ παντός να ανέχεται τις παραξενιές των χωριανών, πρωί, μεσημέρι , βράδυ, επτά ημέρες την εβδομάδα, τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες το χρόνο, όλα τα χρόνια της ζωής του.
Τί έκανε εκείνο το βράδυ οι Κοκόνα με τους πελάτες της, δεν μάθαμε. Αλλά, ο βράχος του Αλέκου, πάντα τα κατάφερνε, χρόνια τώρα, μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια.
Πάντως εμείς περάσαμε μια από τις καλύτερες βραδιές, στα δύο χρόνια που έμεινα στο Δροσάτο.
Ο λογαριασμός στου Μουτούση ήταν ρεφενέ, γιατί δεν υπήρχε χαμένος εκείνη τη βραδιά, όλοι ήμασταν κερδισμένοι.
Δεν έμαθα όμως ποιος πλήρωσε τα λουκούμια. Λέτε να τα χρωστούμε ακόμη στον Περτσινίδη!!!!!.
Τόσα και άλλα πόσα για το Δροσάτο. Τί να πρωτοπεριγράψει κανείς από τις μέρες εκείνες στο Ποτορόζ.
- Το τριήμερο πανηγύρι, με τις ορχήστρες και τις ντιζέζ, που γκρέμιζε κοτέτσια, ξήλωνε αυλόγυρους, συγκέντρωνε τα τραπέζια και τις καρέκλες του μισού νομού, για να φιλοξενήσει τους χιλιάδες γλεντζέδες και τους επισκέπτες. Την παράσταση έκλεβε το τσιφτετέλι της εξάχρονης Μαρίας Τσιραμπίδου, πάνω στο τραπέζι και το εκπληκτικό σύνολο των νέων της Καλίνδοιας, με αρχηγό τον κτηνίατρο Στέργιο Αδαμίδη,  και το μακρύ καλάμι στο χέρι, που το κουνούσε απειλητικά στο χορό, «πώς το τρίβουν το πιπέρι».  
 Το Μουστάκα, με το άδειο από τρόφιμα ψυγείο στο καφενείο.
- Τηγάνισε καμιά μπριζόλα Χάρη, του λέγαμε. Φέρτε, έλεγε από του Μακάριο, να σας τηγανίσω. Πού να βάλω στο ψυγείο κρέας, θα το φάμε εμείς, πάει το κέρδος. Είχε δίκιο, ήταν φαγανοί ο Χάρης, η γυναίκα του, καθώς και ο μικρός Λάζαρος το καμάρι τους. Δυο πακέτα μακαρόνια και ένα ψωμί για βραδινό.
 Τον ήρεμο, μάστορα στο κρέας, στο ψήσιμο και στο τηγάνισμα της κότας, τον Παντελή, που και σήμερα καλωσορίζει στην ταβέρνα, με χαμόγελο, τους παλιούς και νέους φίλους και πελάτες του.
 Τη Λύνω, που ατυχώς προσπάθησε παίρνοντας το καφενείο του Αχιλλέα και της Ελένης, να μπει σφήνα στους παλιούς καφετζήδες.
 Τον απίθανο χωρατατζή, παππού Άντζο, απέναντι από το Σιδηροδρομικό Σταθμό της Δοϊράνης, που με μοναδικό όπλο το κατάμαυρο τηγάνι και την μαστοριά του στο τηγάνισμα, μετέτρεπε τις πλατίτσες της Δοϊράνης, που και οι γλάροι δεν τις έτρωγαν, σε περιζήτητους μεζέδες, στο μικρό, ούτε είκοσι τετραγωνικά μέτρα, πλινθόκτιστο και με σκουριασμένες λαμαρίνες σκεπασμένο ταβερνάκι του.
 Τον Τάκο τον Κοτούλα, με τους ταβάδες (ταψιά) γεμάτους πλακί ή με πατάτες γριβάδι, ψημένα στη μασίνα του σπιτιού και την παγωμένη ρετσίνα «Δεμέστιχα».
 Τον Κίμωνα και τον Βασίλη τον Λαζαρίδη, σε άτυπη μάχη στα Αμάραντα.
 -Είμαι τυχερός και ευτυχής που γνώρισα και είχα φίλους, δυστυχώς έφυγαν νωρίς από τη ζωή, δυο καταπληκτικούς ανθρώπους. Το Γιώργο το Μελετιάδη, γραμματέα της κοινότητας Αμαράντων και το Γιάννη τον κλητήρα.
Την ευγένεια και συνοχή των ΑγιοΧαραλαμπιτών, με τον Κλεάνθη σβούρα, φωνακλά και πρωταγωνιστή στις εκδηλώσεις του χωριού.
Τελειωμό δεν έχουν οι νοσταλγικές αυτές αναμνήσεις, ας μην παρεξηγηθούν οι φίλοι που δεν τους ονοματίζω, δεν θα χωρούσαν στις γραμμές εκατοντάδων σελίδων, είναι όλοι τους μέσα στην καρδιά μου.
Ακόμα και αυτοί, οι ελάχιστοι, που με πίκραναν αφάνταστα, μετά από αρκετά χρόνια, όταν, χωρίς αιτία, μεθυσμένοι από εφήμερη εξουσία, εξόρισαν στην κυριολεξία τον αγαπημένο μου φίλο και συνάδελφο, το Γιώργο τον Κτιστάκη. Ένα δικό τους άνθρωπο, που μόνο πρόσφερε στους κατοίκους του χωριού.  Ένα κρητικό, κουζουλό παλίκαρο, ένα φίλο και άνθρωπο που σπάνια συναντά κανείς στη ζωή του. Ύψωσαν συρματόπλεγμα για πολλά χρόνια στη Μεθώνη της Πελοποννήσου, για τον ανεπιθύμητο. Λες και ήταν εγκληματίας.
Είναι γνωστοί οι διώκτες του, με ονοματεπώνυμο και φαρδιά πλατιά υπογραφή σε έγγραφα. Όπως είναι γνωστοί και οι ηθικοί αυτουργοί, οι πραγματικοί διώκτες. Τους κατονόμασε, έναν έναν,  κάποια μέρα, πίνοντας καφέ στο Κιλκίς, συντετριμμένος, ο αφελής που υπέγραψε.
Με κακοφαίνεται διπλά, που δεν υπήρξαν σώφρονες, που είχαν τη δυνατότητα να αποτρέψουν την αδικία ή έστω να την διορθώσουν.  Ο Γιώργος τους συγχώρεσε, «Άσε μικρέ, έλεγε, γι εκείνον ήμουν πάντα ο μικρός, ας μην τα συζητάμε, αυτό έγινε και πάει» και εκεί σταματούσε τη συζήτηση.
Κοιμάται τον ύπνο της αιωνιότητας, στο κοιμητήριο Δροσάτου, πικραμένος αλλά και συγχωρητικός.
…Ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας..,  οι ζώντες όμως ας κάνουν αυτοκριτική, έχουν καιρό να μετανιώσουν ή ας πείσουν, έστω και τον εαυτό τους, ότι ορθά έπραξαν.
Προ παραμονή Χριστουγέννων του 1970, ο πιτσιρίκος τότε μαθητής, Κώστας, ο μικρός γιος της Κοκόνας, έγραψε σε τρεις φωτογραφίες, με τους αγαπημένους φίλους, το Γιώργο τον Κτιστάκη και τον πάντα γελαστό Σπανό (Αλέκο Λουνή), τη στιγμή της μετάθεσής μου από το Δροσάτο.
Αυτές οι φωτογραφίες είναι το κλειδί που άνοιξαν το μπαούλο των αναμνήσεών μου και τις κατέθεσε με αγάπη, είναι και αυτές μέρος της ιστορίας του Δροσάτου.

Τάσος Γιοβανούδης
Μάρτιος 2018

Έκθεση εικόνων