Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 3:24:47 μμ
Δευτέρα, 19 Φεβρουαρίου 2018 20:25

Όμορφα χρόνια στο Δροσάτο

Στις αρχές του 1970 τα μοτοποδήλατα, τα 50ράκια μηχανάκια, περίσσεψαν και στην περιοχή του Αστυνομικού Τμήματος Δροσάτου. Κυκλοφορούσαν αρκετές Φλορέτες (Floreta) και Ζούνταπ (Zuntapp), όπως λέγανε τις μάρκες τους. Oι περισσότεροι, χωρίς άδεια οδήγησης (δίπλωμα).
Η αρμοδιότητα ήταν στην Αστυνομία Δροσάτου, που ειδοποίησε τους χρήστες, συγκέντρωσαν τα απαραίτητα δικαιολογητικά και ήταν υποτίθεται έτοιμοι για την εξέταση.
Συγκεντρώθηκαν λοιπόν καμιά δεκαριά και ένας ένας περνούσε στο διάδρομο του αστυνομικού τμήματος, όπου υπήρχε ένας διακοσμητικός πίνακας με τα βασικά σήματα της τροχαίας. STOP, διασταύρωση, στροφή δεξιά, στροφή αριστερά, φυλασσόμενη και μη φυλασσόμενη διάβαση τραίνου, όριο ταχύτητας 40 χιλ. και μερικά ακόμη. Συνολικά καμιά εικοσαριά.


Για του νεαρούς εξεταζόμενους ήταν πολύ εύκολα, οι μεγαλύτεροι όμως τα βρήκαν μπαστούνια. Κάποιοι ούτε το σήμα της διασταύρωσης γνώριζαν.
Ανάμεσά τους οι δυο αγροφύλακες του χωριού, ο Χάμπος (Χαράλαμπος Περτσινίδης) και ο Τσάκαλος (Γιώργος Τσιραμπίδης), που χρόνια τώρα οδηγούσαν τα μηχανάκια τους καταγράφοντας τις αγρονομίες, θεωρώντας τον εαυτό τους κομμάτι της αστυνομίας.
Ρωτά λοιπόν ο αστυνόμος, o Κώστας Μαρινόπουλος, τον Τσάκαλο, κάτι ψέλλισε, έδωσε μια σωστή απάντηση, μουρμούρισε χωρίς να πει κάτι, το ίδιο και ο Χάμπος, κοκκίνισε από το ζόρι του, τέλειωσε η εξέτασή τους. Ο αστυνόμος όμως δεν τους ανακοίνωσε αν πέρασαν ή αν κόπηκαν.
Επόμενοι στην εξέταση ήταν οι πλανόδιοι ψαράδες, ο Γιώργος ο Στόιτσος από τη Δοϊράνη και ένας ψηλός και χοντρός από της Μουριές, το όνομά του μου διαφεύγει, που και αυτοί πάνω από πέντε χρόνια ο καθένας, άφησαν  το κάρο και ανέβηκαν στο τρίκυκλο Ζούνταπ, για να μεταφέρουν τα ψάρια στους πελάτες τους. Μπήκαν λοιπόν στο διάδρομο, ρωτά ξαναρωτά ο αστυνόμος, κοιτούν αυτοί τον πίνακα, τσιμουδιά δεν βγάζουν, λες και ήπιαν το αμίλητο νερό. Τελειώσαμε λέει ο αστυνόμος, πάει να φύγει ο Στόϊκος και λέει παραπονιάρικα και παρακλητικά:
-Πού να ξέρουμε τα σήματα κύριε αστυνόμε, τόσα χρόνια που πουλάμε ψάρια με το τρίκυκλο, από τις Μουριές μέχρι το Χέρσο, ούτε ένα σήμα δεν είδαμε, πώς να τα μάθουμε. Όταν μπουν τα σήματα στους δρόμους, τότε και εμείς, σιγά σιγά θα τα γνωρίσουμε.
-Έτσι είναι κύριε αστυνόμε, έχει δίκιο ο συνάδελφος, συμφώνησε και ο Μουριώτης ο ψαράς.
 Ήταν η πρώτη και προφανώς η τελευταία φορά που συμφώνησαν οι δύο αντίζηλοι. Τους ένωσε το κοινό συμφέρον. Από την επόμενη μέρα πάλι θα άρχιζαν οι ανταγωνιστικοί καβγάδες, για τον έλεγχο της αγοράς ψαριών στα κοινά χωριά, που καθημερινά επισκέπτονταν.
Ο Στόικος βέβαια είπε αλήθεια. Από το Σταυροχώρι μέχρι τις Μουριές δεν υπήρχε δρόμος. Η συγκοινωνία και οι μετακινήσεις γινόταν μέσα από χωραφόδρομους και κοίτες χαντακιών. Φαίνεται απίστευτο για τους νεώτερους και όμως είναι αληθινό. Ούτε και σήματα βέβαια, τί θα σηματοδοτούσαν.

Ήταν όμως και η συνέχεια της εξέτασης των υποψηφίων οδηγών μοτοποδηλάτων, στην οδήγηση.
Όλοι με τα μηχανάκια τους συγκεντρώθηκαν στην πύλη του στρατοπέδου, όπου ήταν ο Κασελίμης ο χωροφύλακας και τους έστελνε έναν έναν, οδηγώντας ο καθένας το μηχανάκι του.
Δεν είναι ανάγκη να τρέχετε πολύ, τους είπε ο αστυνόμος. Λες και τους είπε, ελάτε με την πρώτη ταχύτητα και ανοιχτά όλα τα γκάζια.
Στο φούρνο του Φαμπρίκη, στη μέση του κεντρικού δρόμου, στερεώσαμε ένα σήμα που έδειχνε υποχρεωτική πορεία δεξιά και όλους τους περίμενε μπροστά στο μύλο του Διονύση ο άλλος χωροφύλακας, ο Τζαβάρας.
Ένας ένας λοιπόν, κάθε δυο λεπτά περνούσε από μπροστά μας, στεκόμασταν στη σκιά του σιδεράδικου του Κεσίδη, έστριβε δεξιά και σταματούσε στον μύλο. Eίχαν συγκεντρωθεί και αρκετοί αργόσχολοι, για σεΐρ.
Πέρασε το τρίκυκλο του Στόικου, γυαλισμένο καθαρό, πέρασε ο Χάμπος, ωραίος, ευθυτενής, καμαρωτός, λες και ήταν διμοιρία επιδείξεων, πέρασε ο Μουριώτης ο ψαράς, με τα λάστιχα καθισμένα από το βάρος και εμφανίσθηκε ο Τσάκαλος, αγχωμένος, λίγο ζαρωμένος, σα να ήταν φοβισμένος, πέρασε από μπροστά μας, δεν κοίταξε δεξιά αριστερά, μη χάσει τον προορισμό του και συνέχισε το δρόμο προς το κέντρο του χωριού. Άφησε το μηχανάκι μπροστά στο κουρείου του Χρήστου Μωυσίδη, «το Χρυσό Ξυράφι» και επέστρεψε με τα πόδια. Ήταν μαζεμένοι πλέον όλοι οι εξεταζόμενοι γύρω από τον αστυνόμο, περιμένοντας με αγωνία το αποτέλεσμα της εξέτασης.
-Τί λέτε κύριε αστυνόμε, είδατε πόσο ωραία οδήγησα, ρώτησε σίγουρος και προφανώς ικανοποιημένος, αλλά και με αγωνία, ο Τσάκαλος.
-Πώωωως!!!!!!, του λέει ο αστυνόμος, πολύ ωραία. Αυτό το σήμα που είναι εκεί δεν το είδες.
-Το είδα κύριε αστυνόμε, γιαυτό είδατε πόσο ωραία το προσπέρασα χωρίς να πέσω πάνω του. Αφού σκέφθηκα να σταματήσω, να κατεβώ από το μηχανάκι, να το βγάλω από τη μέση του δρόμου και να το βάλω στην άκρη, μην πέσει πάνω του κανείς.
Κόκαλο ο αστυνόμος, κόκαλο όλοι μας και χάχανα από τους σεϊρτζίδες.
-Τί λες ρε Τσάκαλε, δεν βλέπεις το σήμα που δείχνει υποχρεωτική πορεία δεξιά, θες και δίπλωμα.
-Περάσατε όλοι, να έλθετε την ερχόμενη Πέμπτη, θα είναι έτοιμα τα διπλώματα, εκτός από τους αγροφύλακες και τους ψαράδες, που θα τους έχω έτοιμα τα διπλώματα, αλλά θα τα παραλάβουν τότε και μόνο τότε, όταν μάθουν όλα τα σήματα. Πρώτα θα σας εξετάσω και μετά το δίπλωμα.
-Άσε ρε Χάμπο, μην πεις συνάδελφοι είμαστε και σεις ψαράδες μην πείτε, εμείς σιγά πηγαίνουμε, μόνο μέσα στα χωριά. Αν πάρετε το δίπλωμα στο χέρι και στη Θεσσαλονίκη θα φθάσετε. Τα σήματα λοιπόν και μετά το δίπλωμα.
Πήγαν ήλθαν στο Αστυνομικό Τμήμα, το πήραν απόφαση, έμαθαν τα σήματα και πήραν στο χέρι την πολυπόθητη «Άδεια Οδηγήσεως Μοτοποδηλάτου».
Είμαι σίγουρος ότι δεν έκανε χατιράκι ο αστυνόμος σε κανένα. Ένα μικρό λαθάκι ίσως στα είκοσι βασικά σήματα να τους το συγχώρεσε, όπως θα έκανε κάθε έντιμος και δίκαιος κριτής.
Δικαίως λοιπόν νευρίαζε ο Τσάκαλος και αγρίευε ο Χάμπος, ήταν βέβαια και πιο παλικάρι. όταν προσπαθούσαν τα πειραχτήρια, οι φίλοι τους, να μειώσουν την μεγάλη επιτυχία τους στις εξετάσεις. Φαντάζεσθε πόσες φορές διάβασαν και ξαναδιάβασαν τα σήματα. Ακούς εκεί, να λέν΄ οι άλλοι ότι χρησιμοποίησαν «μέσον»!!!!.

Τάσος Γιοβανούδης
Φεβρουάριος 2018