Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Παρασκευή, 26 Απριλίου 2013 21:13

Χρ. Ίντος: Από το Κιλκίς στη Δοϊράνη και στη Στρώμνιτσα

intos1
Η συμπατριώτισσα μας κ. Συμέλα Τουμανίδου – Πατσινακίδου και τα παιδιά της τιμώντας τη μνήμη του συζύγου και πατέρα τους Θεόδωρου Πατσινακίδη αποφάσισαν να δωρίσουν στο Κιλκίς ένα βιβλίο για την ιστορία του. Βρίσκω τη χειρονομία τους εξαιρετική και αξιέπαινη.Εξαιρετικό είναι και το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα και θα το διαπιστώσετε διαβάζοντας το. Είναι χαρά και τιμή μου που παρουσιάζω το νέο βιβλίο του Χρήστου Ίντου, τον οποίο όχι μόνο εκτιμώ ιδιαίτερα αλλά και συνδέομαι μαζί του με μακροχρόνια φιλία, μια φιλία με «παράδοση» όπως λέει ο Χρήστος, αφού ο πατέρας του και ο παππούς μου ήταν επίσης φίλοι.

Ο Χρήστος Ίντος, βαθύς γνώστης της ιστορίας, ιδιαίτερα της τοπικής, στηριγμένος σε πλούσια βιβλιογραφία μας παρουσιάζει τους βαλκανικούς πολέμους στην περιοχή μας μέσα από τις αυθεντικές μαρτυρίες των πρωταγωνιστών τους. Ο συγγραφέας αναζήτησε με επιμονή και μετέφερε μεθοδικά στις σελίδες του βιβλίου του τεκμήρια κάθε είδους: Επίσημα τηλεγραφήματα, απομνημονεύματα, ημερολόγια, επιστολές. Συντάκτες των τεκμηρίων αυτών οι επώνυμοι, ο βασιλιάς – αρχιστράτηγος, οι επιτελείς, οι υψηλόβαθμοι αξιωματικοί που η ιστορία επιλεκτικά τους παρέδωσε στην αθανασία αλλά και λιγότερο γνωστοί μαχητές, που δεν καταγράφονται μόνο στις σελίδες του βιβλίου αυτού αλλά εγγράφονται πλέον και στην ιστορική μνήμη. Ανάμεσα τους εθελοντές όχι μόνο από τον ελλαδικό χώρο αλλά και από τις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού. Γιατί την εποχή εκείνη ενθουσιώδεις Έλληνες από την Αμερική, από την Αίγυπτο, από τον Πόντο εγκατέλειπαν τις οικογένειες και τις περιουσίες τους, φόρτωναν την εθνική τους περηφάνια σε ένα βαπόρι και έρχονταν να πολεμήσουν για την πατρίδα. Σήμερα απελπισμένοι Έλληνες, με καταρρακωμένη αξιοπρέπεια εγκαταλείπουν την Ελλάδα για να αναζητήσουν ένα κομμάτι ψωμί στο εξωτερικό. Γι αυτό τότε η Ελλάδα ήταν μεγάλη. Γι αυτό σήμερα η Ελλάδα είναι μικρή.  
Και φυσικά δεν έλειπαν οι Κύπριοι εθελοντές, αναμενόμενο άλλωστε, αφού η μαρτυρική μεγαλόνησος δεν έλειψε από κανέναν εθνικό αγώνα. Ίσως τις επιστολές των Κυπρίων εθελοντών που συμπεριλαμβάνει στο βιβλίο του ο Χρήστος Ίντος θα έπρεπε να τις διαβάσουν και να ντραπούν όσοι συνηγόρησαν στην πρόσφατη τραγωδία της Κύπρου, αν και αμφιβάλλω ότι θα ερυθριούσαν έστω και ανεπαίσθητα.
Κάποιες από τις αναφορές που περιέχονται στο βιβλίο είναι συγκλονιστικές, όπως η παρακάτω του μεγάλου λογοτέχνη μας Νίκου Καρβούνη που περιγράφει τη σκηνή όπου ένας λοχαγός μετά τη μάχη του Κιλκίς βρίσκει και θάβει το πτώμα του μικρού αδελφού του: «Ο λοχαγός έσκυψε και κοίταξε τον αδελφό του προσεκτικά. Οι άλλοι παραμέρισαν λίγο σιωπηλοί. Εις τον αριστερόν του κρόταφον και το αριστερό μέρος του λαιμού διεκρίνοντο δυο μικρές μαύρες τρύπες. Αριστερά και εις απόστασιν δέκα βημάτων ήτο ακόμη χωμένη στο χώμα το μαλακό μία οβίς αδειανή. Αι βολίδες που εσταμάτησαν τον λοχίαν εις την ηρωικήν του επέλασιν κατά της εχθρικής προσβολής είχον εξορμήση εις τον θανατηφόρον δρόμον των απ’ αυτήν…
Δύο από τους στρατιώτας έσκαψαν λάκκον βαθύν, εκεί δίπλα, ενώ ο λοχαγός με τα χέρια στις τσέπες, επαρατηρούσε αδιάκοπα τον νεκρόν και οι άλλοι εσιωπούσαν. Έπειτα, τέσσαρες άνδρες εξεδίπλωσαν την κουβέρταν του νεκρού, τον ετοποθέτησαν μέσα σ’ αυτήν και τον εκατέβασαν εις τον λάκκον.
Ο λοχαγός εστάθη εις το χείλος του τάφου.
-Δεν ξέρετε παιδιά, τι καρδιά που την είχε… Παιδί μοναχό… Καλός και πρόσχαρος… και παλληκάρι γερό… κακόμοιρη μάννα!»
Ακόμη πιο συγκλονιστικό το ματωμένο γράμμα ενός νεκρού που ανακαλύπτει ο ιεροκήρυκας της Ε’ μεραρχίας Καλλίμαχος. Γράφοντας ανορθόγραφα, με τους κανόνες της προφορικής ομιλίας των ορεσίβιων της Ρούμελης, ο άγνωστος επιστολογράφος από το ρέμα της Κιλκίδας απευθύνει ένα μήνυμα καρτερίας στη σύζυγό του, θυμίζοντάς της τις αρχαίες Σπαρτιάτισσες.
Διαβάζοντας τα κείμενα αυτά δε μπορούμε να μείνουμε ασυγκίνητοι και δε μπορούμε να μην αναλογισθούμε τα δεινά που προξενεί ο πόλεμος. Όμως τον Β’ βαλκανικό πόλεμο δεν είμασταν εμείς που τον επιδιώξαμε. Ίσα – ίσα που προσπαθήσαμε να τον αποφύγουμε με κάθε τρόπο. Δυστυχώς η Βουλγαρία ζούσε με το φάντασμα της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και αυτό το φάντασμα τη στοίχειωνε. Το Μάιο του 1913 η έξαψη που επικρατούσε στη Σόφια ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο πλέον ενδεδειγμένος για την ανάληψη της πρωθυπουργίας θεωρήθηκε ο ακραίος Ντάνεφ, ο οποίος βρισκόταν σε συνεχή συνεννόηση με τους στρατιωτικούς-σοβινιστικούς κύκλους. Ο δόκτωρ Ντάνεφ, Κιλκισιώτης στην καταγωγή, όταν βρισκόταν στη Βιέννη είχε διακηρύξει ότι η Βουλγαρία ποτέ δε θα εγκατέλειπε τη Θεσσαλονίκη, ούτε θα συναινούσε στην αναθεώρηση της σερβοβουλγαρικής συνθήκης. Απειλούσε μάλιστα ότι, σε περίπτωση που οι σύμμαχοι δεν συμμορφώνονταν με τις βουλγαρικές αξιώσεις, ο βουλγαρικός στρατός είχε και τη δύναμη και το σθένος να τις επιβάλλει, αναλαμβάνοντας διμέτωπο πόλεμο. «Εξακόσιες χιλιάδες λόγχαι», έλεγε ο Ντάνεφ, «είνε ικαναί να απωθήσουν τους Σέρβους προς το Βελιγράδιον και τους Έλληνας προς τας Αθήνας». Παράλληλα με τις δηλώσεις αυτές και ο αρχιστράτηγος του βουλγαρικού στρατού Σαβώφ απειλούσε τους Έλληνες, δηλώνοντας με θράσος ότι «εντός πέντε ημερών θα ευρίσκωμαι εις τας Αθήνας». Ο πολεμικός αυτός παροξυσμός δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο του μεγαλοϊδεατισμού τους αλλά και της απίστευτης υπεροψίας που είχαν εμφυσήσει στο βουλγαρικό στρατό οι Γερμανοί εκπαιδευτές του. Η ίδια υπεροψία από την πλευρά των «δυνατών» και τότε, η ίδια και σήμερα. Η ίδια υποτίμηση των «αδύναμων» λαών και τότε η ίδια και σήμερα. Και αφού ο πόλεμος, σύμφωνα με την ερμηνεία του Κλαούζεβιτς «είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα» όλοι αυτοί οι Ούννοι της πολιτικής που ευθύνονται για το σημερινό οικονομικό πόλεμο θα δουν τις χιμαιρικές επιδιώξεις του να σαρώνονται από τους λαούς που όχι μόνο υποτιμούν και συκοφαντούν αλλά τους χλευάζουν και από πάνω παρομοιάζοντας τους με γουρούνια, ευφυολογώντας δήθεν με τα αρχικά της ονομασίας των οικονομικά ασθενέστερων χωρών. Έχω την αίσθηση ότι οι σημερινοί Πρώσοι θα υποστούν στο τέλος αυτό που έπαθαν οι Βούλγαροι στο Κιλκίς που είχαν ετοιμάσει κουδούνια για να τα κρεμάσουν στο λαιμό των Ελλήνων στρατιωτών που θα αιχμαλώτιζαν αλλά στο τέλος αιχμαλωτίστηκαν οι ίδιοι ή έφυγαν πανικόβλητοι.    

Πώς όμως κατάφερε ο ελληνικός στρατός να νικήσει τους «Πρώσους της Ανατολής», έναν πανθομολογούμενα ανώτερό του εχθρό; Πώς κατάφερε να αλώσει ένα απόρθητο φρούριο σαν το Κιλκίς, τη Νέα Πλεύνα, όπως το ονόμαζαν οι εκθέσεις της εποχής; Οι ξένοι δημοσιογράφοι, που επισκέφθηκαν το Κιλκίς μετά την πτώση του και αντιλήφθηκαν την τέλεια οχύρωσή του, εξέφρασαν απερίφραστα το θαυμασμό τους αλλά και την απορία τους για το κατόρθωμα του ελληνικού στρατού. Χαρακτηριστική είναι η σύγκριση του Κιλκίς με το Σαραντάπορο από τον Γεώργιο Τσοκόπουλο, που περιέγραψε τις πολεμικές επιχειρήσεις και των δυο βαλκανικών πολέμων: «Όσοι είδαν τα στενά του Σαραντάπορου, και βλέπουν και τα στενά του Κιλκίς, δυσκολεύονται ν’ αποφανθούν ποια είνε τα τρομερότερα. Όσοι απλώς σκεφθούν πόσοι υπερήσπιζαν τα στενά του Σαρανταπόρου και πόσοι τα στενά του Κιλκίς αδυνατούν να εξηγήσουν όχι του Σαρανταπόρου αλλά του Κιλκίς την νίκην».

Η αλήθεια είναι πως πολλά παράδοξα και ανεξήγητα συνέβησαν σε αυτόν τον πόλεμο και ιδιαίτερα στη μάχη του Κιλκίς που έκρινε την έκβασή του. Ξέρετε, στις πολεμικές συρράξεις οι ανώτεροι αξιωματικοί κατευθύνουν τους στρατιώτες από το παρατηρητήριο ενώ εδώ στο Κιλκίς πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή. Δεν υπήρξε άλλη μάχη στην ιστορία που να είχαμε αναλογικά τόσους νεκρούς διοικητές συνταγμάτων. Σε πολλές περιπτώσεις οι διοικητές αυτοί επέλεξαν να θυσιαστούν για να προστατεύσουν τους συμμαχητές τους. Στο βιβλίο του Χρήστου Ίντου θα βρούμε αναφορές σε τέτοιες ηρωικές πράξεις όπως η αφήγηση του Δημητρίου Καμπάνη, γιου του ήρωα συνταγματάρχη Αντωνίου Καμπάνη, που αφηγείται πώς σκοτώθηκε ο πατέρας του: «Το πρωί εκείνο, του είχε δοθεί διαταγή του βασιλέως για την κατάληψη του Κιλκίς με κάθε θυσία, το βουλγαρικό πυροβολικό θέριζε το 8ο, που δεν μπορούσε να προχωρήσει. Ο διοικητής του, που ήταν στην πρώτη γραμμή με τον υπασπιστή του, λοχαγό Τσολακόπουλο – Ρέμπελο και τον ίλαρχο Μάνο, που ήταν σύνδεσμος της μεραρχίας (από αυτούς έμαθα πώς πέθανε), στεναχωριόταν και κάποια στιγμή είπε: «θα πρέπει να εξακριβώσουμε από ποιο σημείο βάλλει το βουλγαρικό πυροβολικό, για να ειδοποιήσουμε το δικό μας». Και οι δυο αξιωματικοί του ξεκίνησαν για να κάμουν την παρατήρηση, αλλά τους σταμάτησε λέγοντας: «Αφήστε, θα πάω εγώ. Εσείς είστε νέοι, εγώ έφαγα τα ψωμιά μου (ήταν 55 ετών). Προχώρησε λίγα βήματα σε ένα ύψωμα, αλλά μόλις σήκωσε τα κιάλια του, έσκασαν γύρω του οβίδες , τον χτύπησαν και έμεινε στον τόπο».
Υπήρξαν φάσεις αυτού του αγώνα που την επίθεση αναλάμβαναν απλοί στρατιώτες αφού οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί των μονάδων είχαν σκοτωθεί. Ο ενθουσιασμός και η συγκίνηση μπορούν να εξηγήσουν την ορμή του Έλληνα φαντάρου αλλά ποιος μπορεί να εξηγήσει την φρενήρη πορεία του μέσα σε μια κόλαση φωτιάς, σφαιρών και οβίδων προς τα βουλγαρικά χαρακώματα;

Η θριαμβευτική νίκη στο Κιλκίς θα μπορούσε να μετατραπεί σε συντριπτική ήττα αφού το σχέδιο επίθεσης ήταν εξαιρετικά παράτολμο. Η διαταγή που εξέδωσε το γενικό στρατηγείο στις 18 Ιουνίου προέβλεπε τη γραμμική διάταξη της επίθεσης χωρίς συγκέντρωση του όγκου σε ένα τομέα, χωρίς πρόβλεψη αμυντικής στάσης, χωρίς εφεδρείες των επιμέρους τομέων και χωρίς γενική εφεδρεία. Στο τέλος η μάχη εξελίχθηκε ευνοϊκά χάρη στην ικανότητα των επιτελείων και των διοικήσεων των κατώτερων μονάδων και κυρίως χάρη στη γενναιότητα και την ορμή των στρατιωτών. Αποφασιστικός παράγοντας ήταν και η αδιαμφισβήτητα λανθασμένη κατανομή των εχθρικών δυνάμεων.
Τι θα συνέβαινε όμως αν οι βουλγαρικές δυνάμεις ήταν μεγαλύτερες ή αν έφθαναν εγκαίρως οι ενισχύσεις που περίμεναν; Οι τέσσερεις ελληνικές μεραρχίες που επιτέθηκαν το πρωί της 19ης Ιουνίου κατά μέτωπο προς το Κιλκίς και υπέστησαν σοβαρότατες απώλειες κατά τη διάρκεια της τριήμερης μάχης θα μπορούσαν να προχωρήσουν ή να κρατήσουν απλώς τις θέσεις τους αν οι Βούλγαροι είχαν μεταφέρει εξαρχής ενισχύσεις; Αν διασπώταν σε κάποιο σημείο η ελληνική παράταξη που ήταν ήδη αποδεκατισμένη και εξαντλημένη από τον τριήμερο αγώνα δε θα βρισκόταν ούτε μια μεραρχία, ούτε ένα τάγμα, ούτε μια οργανωμένη θέση για να ανακόψει τη βουλγαρική προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη. Εν ολίγοις αν δεν υπήρχε η νίκη στο Κιλκίς δε θα υπήρχε ελληνική Θεσσαλονίκη και αυτό φαίνεται να το αγνοεί η επίσημη ιστοριογραφία ή τουλάχιστον αυτή που περιέχεται στα σχολικά βιβλία.
Την τεράστια σημασία της μάχης του Κιλκίς επισημαίνει και ο συμπολίτης μας Λύσανδρος Φάσσος, κείμενο του οποίου υπάρχει στο βιβλίο του Χρήστου Ίντου. Γράφει ο Λύσανδρος: «από τη μάχη κρίθηκε αυτή καθευατή η μοίρα και η παραπέρα ιστορική μοίρα του έθνους. Η έκβαση αυτής της μάχης θα μπορούσε να ήταν ολέθρια για τον ελληνισμό, αν στις περήφανες καρδιές των σεμνών εκείνων μαχητών φώλιαζε για μια έστω στιγμή ο διχασμός, ο φόβος ή για μια πάλι στιγμή πρυτάνευε η λογική στο νου τους. Αλλά τίποτ’ από όλα αυτά δεν τους επηρέασε. Ατρόμητοι και ηρωικά αδίστακτοι, ατσάλωσαν ψυχή και νου και όρμησαν κοιτάζοντας κατάματα το θάνατο και τη δόξα προς τα μεγάλα πεπρωμένα της φυλής. Και δημιούργησαν, τρελοί και μεθυσμένοι από το όραμα της νίκης και το μεθύσι της δόξας, αυτό το θαύμα του παραλόγου που λέγεται μάχη του Κιλκίς».

Το τέλος του 2ου βαλκανικού πολέμου αποκάλυψε με δραματικό τρόπο στους Βουλγάρους το που μπορεί να οδηγήσει η πλεονεξία. Δεν τους έφταναν οι απίστευτες εδαφικές κτήσεις που κέρδισαν στον Α’ βαλκανικό πόλεμο, ήθελαν και τη Θεσσαλονίκη να πάρουν από τους Έλληνες και το Μοναστήρι να στερήσουν από τους Σέρβους. Και κατέληξαν να θρυμματίσουν το όνειρό τους εδώ στο Κιλκίς, ένα όνειρο που με τόση επιμονή και για τόσα χρόνια έχτιζαν. Τα ίδια θανάσιμα αμαρτήματα της υπεροψίας και της πλεονεξίας βλέπουμε και στους σημερινούς ισχυρούς της γης. Η μάχη του Κιλκίς θα είχε πολλά να τους διδάξει.
Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας αναφέρεται στον απόηχο του ιστορικού ονόματος ΚΙΛΚΙΣ. Εδώ παρακολουθούμε την αντίστροφη πορεία που περιγράφει ο τίτλος του βιβλίου «Από το Κιλκίς στη Δοϊράνη και στη Στρώμνιτσα» αφού οι δύο τελευταίες πόλεις, η Δοϊράνη η αρχαία Δόβηρος και η Στρώμνιτσα, το αρχαίο Αστραίον, παρά το γεγονός ότι απελευθερώθηκαν από τον ελληνικό στρατό έμειναν εκτός ελληνικής επικράτειας. Από τη Στρώμνιτσα στη Δοϊράνη και στο Κιλκίς ήταν  η διαδρομή που ακολούθησαν οι πρώτοι οικιστές της νέας πόλης. Η ονομασία «Νέα Στρώμνιτσα» που της έδωσαν δεν κράτησε για πολύ. Η παλιά ονομασία επανήλθε για να θυμίζει τη μεγάλη μάχη, η επέτειος της οποίας αποτελούσε πάντα ένα σημαντικό γεγονός. Από τις επετείους αυτές κάποιες υπήρξαν ξεχωριστές όπως η πρώτη επέτειος του 1914 και αυτή του 1928 οπότε έγιναν και τα αποκαλυπτήρια του ηρώου των πεσόντων. Τις επετείους αυτές περιγράφει αναλυτικά ο συγγραφέας που δεν παραλείπει να αναφερθεί και στον εορτασμό της πεντηκονταετηρίδας ο οποίος υπήρξε λαμπρός. Ας ελπίσουμε ότι λαμπρός θα είναι και ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας με αφορμή την οποία έγινε και η έκδοση του βιβλίου αυτού όπως γράφει ο Χρήστος Ίντος στον πρόλογο του.

Τελειώνοντας θέλω να ευχηθώ στο συγγραφέα το βιβλίο του να είναι καλοτάξιδο και να του πω, χρησιμοποιώντας τον τίτλο του παλιότερου βιβλίου του «τα οικεία κοσμείν και σώζειν», «Χρήστο όχι μόνο σώζεις τα οικεία αλλά κοσμείς και τον τόπο μας με τη γνώση, την εργατικότητα και κυρίως το σπάνιο ήθος και την ανεπιτήδευτη σεμνότητά σου».