Η ευπάθεια του προϊόντος με τις ελάχιστες δυνατότητες αποθήκευσης, η πτώση της τουριστικής κίνησης που έπληξε τη διάθεσή του σε χώρους εστίασης και τουριστικές επιχειρήσεις, καθώς και ο υψηλός ανταγωνισμός στις εξαγωγές από το τούρκικο σύκο που εμφανίζεται ιδιαίτερα ελκυστικό μετά την υποτίμηση της τουρκικής λίρας, συνθέτουν ένα δυσμενές οικονομικό περιβάλλον για τους παραγωγούς. Τονίζοντας ότι η τιμή του σύκου στον έμπορο καταλήγει στο 0.50€ – 0.80 €/κιλό σε σχέση με το 3.5€/κιλό που κυμαινόταν προ πανδημίας, ο κ. Φραγγίδης ζήτησε από τον Υπουργό να δοθεί στους συκοπαραγωγούς έκτακτη οικονομική ενίσχυση.
Συμπληρωματικά, υπογράμμισε την ανάγκη στήριξης των καλλιεργητών από την Πολιτεία, ώστε να αποκτήσουν καλή πρόσβαση στις ξένες αγορές και να αναπτύξουν συνεταιριστικά σχήματα, βελτιώνοντας έτσι τα οφέλη τους. Επιπλέον, πρόσθεσε ότι είναι αναγκαία η ενίσχυση των καλλιεργητών πανελλαδικά για την αναδιάρθρωση των παλαιών συκεώνων. Τέλος, ο κ. Φραγγίδης επεσήμανε ότι υπάρχει ζήτημα στον τρόπο αποζημίωσης των καλλιεργητών για τις φυσικές καταστροφές, καθώς τα φυτά λογίζονται ετήσια με απώλεια παραγωγής ενός μόνο χρόνου και όχι πολυετή με απώλεια παραγωγής πολλών χρόνων.
Στην απάντησή του, ο Υπουργός κ. Βορίδης παραδέχθηκε την ύπαρξη διαταραχής στην αγορά του νωπού σύκου και δήλωσε ότι το Υπουργείο θα παρακολουθεί την κατάσταση και θα προβεί σε μελέτη της ζημίας και σχετικές ενέργειες. Προέτρεψε δε τους καλλιεργητές να προχωρήσουν στην πλήρη διάθεση του προϊόντος, παρά τη διαταραχή. Εξήγησε, ότι κατά τη διαδικασία μελέτης της ζημίας για τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης, λαμβάνονται υπόψη συγκριτικά τα στοιχεία των τριών προηγούμενων χρόνων και του τρέχοντος, όσον αφορά την τιμή και την ποσότητα της παραγωγής. Για τα υπόλοιπα θέματα που έθιξε ο κ. Φραγγίδης, ο Υπουργός είπε ότι θα συζητηθούν, όταν θα δοθεί η ευκαιρία, σε ένα άλλο επίπεδο διαλόγου.