Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Δευτέρα, 08 Ιουνίου 2020 22:01

Γη, γυνή και υνί

Γράφει ο Νίκος Κωνσταντινίδης, εκπαιδευτικός-συγγραφέας. 

Ξετυλίγοντας το κουβάρι ενός συλλογισμού αρχίζω με το ρητό: «Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις». Πράγματι η ετυμολογική και εννοιολογική ανάλυση της ελληνικής γλώσσας είναι διδακτική κι αποκαλυπτική. Ερεθίζει και προβληματίζει. Κεντρίζει το συλλογισμό και γεννά την απορία. Απαντά σε ερωτήματα και θέτει νέα, ακολουθώντας την αρχή: «Η αμφιβολία γεννά τη γνώση και η γνώση την αμφιβολία».

 

Η λέξη «γηγενής», προέρχεται από το ουσιαστικό γη και το ρήμα γεννώ. Ο εκ της γης γεννηθείς επί των πρωτογόνων ανθρώπων.(Liddell-Scott). Αναφέρεται είτε σε άνθρωπο που γεννήθηκε σε συγκεκριμένη γη (τόπο), τον αυτόχθονα δηλαδή είτε σε κάτι που το έχει γεννήσει η ίδια η γη. (π.χ. βολβός).

Ο Πλάτων στο “Μενέξενο”  (6-7) αναφέρει: «Τους ανθρώπους τους γέννησε η Γη σαν τους καλύτερους καρπούς της», ενώ,  και πιο πριν,  ο Ησίοδος αρχίζει τη Θεογονία γράφοντας: «Πρώτα - πρώτα έγινε το χάος. Κι ύστερα έγινε η πλατύστηθη Γη, το αιώνιο στέρεο βάθρο όλων, κι ο Έρως ο ωραιότερος από τους αθάνατους θεούς». Αλλά και ο Ξενοφάνης  σημειώνει πως η γέννηση του ανθρώπου έγινε από χώμα και νερό. «Πάντες γαρ γαίης τε και ύδατος εξεγενόμεθα».

Ας δούμε τώρα τη σχέση που συνδέει τη Γαία (Γη), την τροφοδότρα και μητέρα όλων, με την ελευσίνια θεά Δήμητρα. Γράφει  ο εξαίρετος ελληνιστής Καρλ Κερένεϊ στην «Μυθολογία των Ελλήνων»: «Γα» λεγόταν η γη από τους Δωριείς και Αιολείς και Γη από τους Ίωνες. Η Θεά της γης λεγόταν Γαία-μήτηρ, Γα-μήτηρ. Η λέξη Δα ήταν ένα πανάρχαιο όνομα για τη λέξη  Γα ή Γαία. Αντικαθιστώντας το Γα με το Δα έχουμε Δα-μήτηρ ή απλοποιημένα Δήμητρα, που σημαίνει μητέρα γη.  Στη θεά Δήμητρα οφείλουν την ονομασία τους και τα δημητριακά. Αλλά και πιο παλιά η λέξη  «ζα» παραπέμπει στη γη, από όπου και η λέξη Ζάππειο.
Από τη λέξη «νειος» προέρχεται και το σημερινό «νιάμα», δηλαδή, το χωράφι που έχει οργωθεί ξανά, ενώ η λέξη «πόλος» παράγεται από το ρήμα «πολέω-πολώ», που σημαίνει καλλιεργώ. Από το ίδιο ρήμα έχουμε και τις λέξεις «πόλη», «πολιτισμός», «πολίτης» κλπ. Ο αρχαίος  Έλλοπας, με το ονομασία του οποίου σχετίζεται ο Έλληνας, από θηρευτής έγινε αρότης ή αγρότης. Άρχισε να καλλιεργεί τη γη (άρουρα) χρησιμοποιώντας ένα οξύ εργαλείο που  πάνω του στηριζόταν το υ(ν)νίον, ή γυνί το οποίο λεγόταν παλιά και γύης. Ο γύης είχε σχήμα «Γ», ειδικό στο να ανοίγει αυλάκια, όμοια με αυτά που ανοίγει η βροχή, τοποθετημένο στον άκρον του αρότρου.
Εδώ παρατηρούμε ότι στη λέξη «γύης», έχουμε ως δεύτερο γράμμα, το «υ», αρχικό του ρήματος «ύω», που θα πει «βρέχω», καθώς η γη θέλει βροχή για να γίνει γόνιμη .  Το «η» που ακολουθεί στη λέξη, γύης, συμβολίζει τον ήλιο που χρειάζεται για να φέρει καρπούς το χώμα, ενώ το «ς» συμβολίζει την παλινδρομική κίνηση των εποχών.
Είναι γνωστό ότι από το γράμμα ή και το ρήμα  «Γ», και μάλιστα με την ενεργητική του σημασία επήλθε και το «γένος». Αρχίζει δηλαδή η γέννα ως επακόλουθη διαδικασία του ευλογημένου καρπού της γης, αλλά και της κοιλίας της γυναικός.
Διότι και η γυνή για να γονιμοποιηθεί υφίσταται, όπως ακριβώς και η γη (με το υνί), το πρώτο ρήγμα, για να γεννηθεί μέσα από αυτό ο άνθρωπος, τον οποίο ανατρέφει, εκπαιδεύει και του μαθαίνει τη γλώσσα ως μάνα. (Η. Λ. Τσατσόμοιρος,  «Ιστορία Γενέσεως της Ελληνικής Γλώσσας»).
Στην ποντιακή διάλεκτο το υνί, λέγεται γυνίν και υνίν, από το αρχαίο ύνις. Το «ν» στη λέξη «γυνή» συμβολίζει τη μήτρα (νηδύς), εκεί όπου έχει την αρχή του ο άνθρωπος, γι’ αυτό και λέμε για κάποιον ότι «κοιμάται τον νήδυμον», δηλαδή τον αδιατάρακτο ύπνο, όπως ακριβώς το έμβρυο στη μήτρα της μάνας του. Από το Γ αναπήδησε η λέξη γένος, στην οποία το πρώτο γράμμα αντιστοιχεί στο γενάρχη, το δεύτερο στο έδος (έδρα, μέρος), το «ν» παραπέμπει στο ναίω και νέμω που θα πει μοιράζω γη, το «ο» την κατοικία  και το «ς», όπως προείπαμε την παλινδρομική κίνηση.
Τόσο η Γη όσο  και η γυνή έχουν από τη φύση τους κοινά στοιχεία για καλλιέργεια και καρποφορία. Δίνουν ζωή, έχουν κοινό προορισμό και αξίζουν τον ανάλογο σεβασμό. Εκείνο που είναι κοινό και για τα δύο φύλα  είναι ο σεβασμός  και ο αυτοσεβασμός. Αυτός κρατά ψηλά το επίπεδο και των δύο, έτσι ώστε ο μεν άνδρας να μην εκφυλίζεται σε ανδρείκελο, η δε γυνή σε γύναιο. Το «είναι» του καθενός μας είναι θέμα δικό του.