Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 12:53:17 μμ
Κυριακή, 10 Μαϊος 2020 20:29

Η μάνα η Βασίλω

Γράφει ο Ιωσηφίδης Μάκης.

Εκεί, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1920 γεννήθηκε η Βασίλω στο μικρό χωριό της Μακεδονίας, σε μια Ελλάδα που προσπαθούσε ακόμα να επουλώσει τις πληγές της μεγάλης καταστροφής του 22. Δύσκολη η ζωή στα σπίτια του Εποικισμού με τους ανθρώπους να προσπαθούν να επιβιώσουν δουλεύοντας όλο σχεδόν το μερονύχτι.

 

Βοήθαγε και η Βασίλω όσο μπορούσε. Βοήθαγε τη μάνα στις δουλειές του σπιτιού, βοήθαγε τον πατέρα και τ’ αδέλφια στα χωράφια και στους μπαξέδες, βοήθαγε στα ζώα του σπιτιού και έτσι διαμορφώθηκε η Βασίλω όπως και όλα τα κορίτσια της προπολεμικής επαρχιακής Ελλάδας.

Δεν έμαθε πολλά γράμματα η Βασίλω. Ένα Δημοτικό κι αυτό με το ζόρι. Όλη μέρα δουλειά, πού καιρός για γράμματα.

Η Ελλάδα χαροπαλεύει μέσα στη δίνη των γεγονότων της δεκαετίας του 40. Πόλεμος με την Ιταλία, μάχες στα οχυρά με τους Γερμανούς, Κατοχή, Απελευθέρωση, Εμφύλιος…χτυπήματα γερά στους Έλληνες αλλά…

-Θεριό είν’ ο άνθρωπος, έλεγε ο κυρ Μάνθος ο πατέρας της Βασίλως. Η ζωή προχωράει…

Και άνθισε η Βασίλω. Μόνη της διασκέδαση τα πανηγύρια του χωριού. Εκεί να δεις ομορφιές η Βασίλω.

-Χορεύει η Βασίλω, έλεγαν όλοι και γέμιζε η πίστα χάρη και αγνή ομορφιά.

Αρχές της δεκαετίας του 50 και ήρθε το προξενιό. Ήταν από τον πατέρα του Κώτσου. Καλό παλικάρι ο Κώτσος από φτωχή κι αυτός οικογένεια αλλά δουλευταράς και προκομένος.

Είπε το ναι ο κυρ Μάνθος, γίνηκε ο γάμος και μπήκε κυρά στο δικό της σπίτι η Βασίλω.

Δεν τον διάλεξε τον Κώτσο η Βασίλω αλλά τον αγάπησε αληθινά. Τίμησε τα πεθερικά της και φρόντιζε παράλληλα και τους δικούς της γονείς όταν τα γεράματα άρχισαν να χτυπούν την πόρτα της ζωής τους. Η αγάπη της για τον Κώτσο μεγάλωσε

όταν απέκτησε τα δυο της παιδιά, την Καλλιόπη και τον Ευθύμη.

Ααααχ τα παιδιά της…Τα λάτρευε η Βασίλω και μαζί μ’ αυτά λάτρευε και τον Κώτσο που της χάρισε το αρχέγονο αυτό δώρο για κάθε γυναίκα που λέγεται μητρότητα. Δεν ήταν πια η Βασίλω, ήταν η μάνα η Βασίλω.

Δούλευε από τα χαράματα μέχρι αργά τη νύχτα για να κρατηθεί η οικογένεια στα δύσκολα χρόνια του 50 και του 60. Δούλευε για ν’ αναστήσει τα παιδιά της, να τα μορφώσει, να τα δώσει αρχές και αξίες. Όπως η φοβισμένη κότα που όταν γίνεται κλώσα μετατρέπεται σε άγριο κέρβερο για να προστατέψει τα κοτοπουλάκια της, έτσι και η Βασίλω δεν ήταν πια η απλή και αγνή γυναίκα του χωριού αλλά  ο φύλακας άγγελος των παιδιών της.

Αχάραγα ακόμα ξύπναγε για να ετοιμάσει το σπίτι, ν’ ανάψει την ξυλόσομπα, να ετοιμάσει το πρωινό για όλους και να ξεπροβοδίσει τα παιδιά για το σχολείο. Άντε μετά στο στάβλο να καθαρίσει και να ταΐσει τα ζώα. Σφαίρα μετά για το χωράφι με τον Κώτσο και στον μπαξέ να φροντίσουν τα ζαρζαβάτια.

Γύριζε κουρασμένη η Βασίλω για το μαγείρεμα και μοσχοβόλαγε η γειτονιά.

-Η Βασίλω μαγειρεύει έλεγαν οι γείτονες…

Σχόλαγαν τα παιδιά και άντε η Βασίλω να σκουπίσει, να σφουγγαρίσει, να πλύνει τα ρούχα στη σκάφη με το λουλάκι, να τ’ απλώσει, να σιδερώσει με το πρωτόγονο σίδερο με τα κάρβουνα, να ταΐσει τις κότες, να μαζέψει τ’ αυγά και ν’ αρμέξει τα ζώα.

Ανάμεσα σ’ όλα αυτά έβρισκε χρόνο η Βασίλω να διαβάσει τα παιδιά για το σχολείο, να ζεστάνει το νερό και να τα κάνει μπάνιο στη σκάφη.

Τα χρόνια πέρασαν και τα παιδιά μεγάλωσαν. Κένταγε η Βασίλω για να φτιάξει την προίκα της κόρης της. Δούλευαν με τον Κώτσο σαν τα σκυλιά για να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Μάτωσαν αλλά τα καλοσπούδασαν, τα αποκατέστησαν επαγγελματικά και τα καλοπάντρεψαν.

Είμαστε πια στο 2018. Ο Κώτσος έχει φύγει εδώ και χρόνια για τη

γειτονιά των αγγέλων και η ενενηντάχρονη Βασίλω ζει μόνη της παρέα με τη μοναξιά της και τις αρρώστιες που ταλανίζουν το κορμί της.

Τα παιδιά της έρχονται κάπου κάπου να τη δουν αλλά τι να κάνουν κι αυτά. Έχουν τις οικογένειές τους, τα παιδιά τους, τα επαγγελματικά τους…

Πάντα με κατανόηση η Βασίλω και το χαμόγελο δεν έλειψε ποτέ από τα χείλη της στις ελάχιστες πια φορές που έρχονταν τα παιδιά της.

Μέχρι που έπεσε η Βασίλω. Οι αρρώστιες την καθήλωσαν και δεν μπορεί πια να αυτοεξυπηρετηθεί. Έκτακτο οικογενειακό συμβούλιο και όλοι μαζί, παιδιά, γαμπροί, νύφες, αποφασίζουν ομόφωνα. Η γιαγιά πρέπει να κλειστεί σε γηροκομείο.

Και την κλείνουν στο φτηνό γηροκομείο και νάτην τώρα η γιαγιά Βασίλω να ζει μόνο με τις μνήμες της μαζί με τις άλλες γιαγιάδες που δούλεψαν σ’ όλη τους τη ζωή σε δύσκολες εποχές για να αναστήσουν παιδιά κι εγγόνια, να δημιουργήσουν και να χτίσουν την σύγχρονη Ελλάδα αντάμα με τους συντρόφους της ζωής τους.

Είμαστε πια στο 2020 και η πανδημία του κορωνοϊού σκοτεινιάζει τις ψυχές των ανθρώπων. Η τηλεόραση δίνει τα πρώτα νέα και όλοι ανακουφίζονται.

-Έλα μωρέ, τις μεγάλες ηλικίες χτυπάει, τους ογδονταφεύγα. Αυτοί έτσι κι αλλιώς θα φεύγανε. Τζάμπα μας ταλαιπωρούν με την καραντίνα. Πάμε τώρα στις πλατείες, αρκετά…

Τη χαρά και την ανακούφισή μας, τη σκίασε ο καθηγητής Σωτήρης Τσόδρας σε κάποια απογευματινή του ενημέρωση. Είδαμε το δάκρυ στα μάτια του και ακούσαμε τη φωνή του να ραγίζει όταν μιλούσε για τους θανάτους των ηλικιωμένων.

Και καταλάβαμε…Όσοι καταλάβαμε…

 

(Το κείμενο αυτό, με αφορμή την γιορτή της μητέρας, είναι αφιερωμένο στην Ελληνίδα μάνα του 50 και του 60, στη μάνα μας)