Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024, 9:07:18 μμ
Πέμπτη, 24 Δεκεμβρίου 2020 20:08

Κάλαντα τη δεκαετία του ‘60

Γράφει ο Μάκης Ιωσηφίδης. Δάσκαλος.

Δεκάχρονο παιδάκι, εκεί κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 60, συνεννοούμαι με έναν φίλο μου να πούμε από κοινού τα κάλαντα την παραμονή των Χριστουγέννων και συναποφασίσαμε δύο πράγματα. Πρώτον, να μοιραστούμε επακριβώς τις εισπράξεις και δεύτερον να μην πούμε τα κάλαντα στα σπίτια μας.


Από τα ξημερώματα πήραμε σβάρνα τις γειτονιές των πάνω Διαβατών.
‘’Καλήν ημέραν άρχοντες, αν εί- αν είναι ορισμοός σας,
Χριστού τη θεία γέννηση, να πω, να πω στ’ αρχοντικοό σας…’’
Μαζεύαμε τα μισόδραχμα, τις δραχμούλες και στα ελάχιστα πιο ευκατάστατα σπίτια έπεφτε και κανα δίφραγκο. Σε κάποια σπίτια μάς έδιναν φρούτα και σε κάποια άλλα, ψωμί και τυρί. Υπήρχαν βέβαια και σπίτια που το μόνο που μας έδιναν ήταν … οι ευχές τους. Τι να κάνουν οι άνθρωποι, φτώχεια και των γονέων που λένε.
Το μεσημέρι κάναμε μια παύση για φαγητό στα σπίτια μας και νωρίς τ’ απόγευμα ξαμολυθήκαμε πάλι στους δρόμους για το δεύτερο ημίχρονο. Τώρα βέβαια δεν λέγαμε ‘’Καλήν ημέραν άρχοντες’’ αλλά ‘’Καλήν εσπέρα’’ όπως μας είχαν ορμηνέψει οι δικοί μας.
Έπεσε το σκοτάδι της νύχτας και βραχνιάσαμε από το κρύο αλλά και από το γεγονός ότι τα δίναμε όλα ψάλλοντας τα κάλαντα βροντόφωνα, πιστεύοντας- τρομάρα μας- ότι έτσι θα μας έδιναν περισσότερα. Αποφασίσαμε να το διαλύσουμε και πήγαμε κάτω από το φως μιας από τις λίγες τότε κολώνες των πάνω Διαβατών. Στο μοίρασμα προέκυψε μέγα πρόβλημα. Περίσσευε ένα μισόφραγκο που δεν ξέραμε πώς να το μοιράσουμε. Αίφνης μας ήρθε η φαεινή ιδέα να το πετάξουμε στην σκεπή μιας εγκαταλειμμένης πλινθόκτιστης αποθήκης. Αμ έπος, αμ έργο. Πάμε στην αποθήκη και κρατώντας το μισόφραγκο από κοινού το πετάξαμε στην στέγη.
Φύγαμε κουρασμένοι αλλά και ευχαριστημένοι από τις εισπράξεις για τα σπίτια μας. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ακούω κάποιον έξω από την πόρτα μας να λέει τα κάλαντα. Από τη φωνή κατάλαβα ότι ήταν ο φίλος μου που τα λέγαμε όλη την ημέρα. Βγήκε η μάνα μου και του έδωσε μία δραχμή. ‘’Βρε μπαμπέση’’ σκέφτηκα ‘’έτσι είσαι; Τώρα θα δεις’’. Άφησα να περάσει λίγη ώρα, πάω στο σπίτι του και λέω τα κάλαντα. Βγήκε η μάνα του και μου έδωσε μια δραχμούλα. Έτσι, πήρα το αίμα μου πίσω…
Αλλά το πιο αστείο είναι άλλο. Δεν μπορούσα να ησυχάσω σκεφτόμενος το μισόφραγκο που πετάξαμε στη σκεπή. ‘’Κρίμα ρε παιδάκι μου’’, έλεγα στον εαυτό μου. Με ένα μισόφραγκο έπαιρνες τότε πέντε καραμέλες. Παίρνω έναν φακό (από εκείνους με την μεγάλη πλακέ μπαταρία) και μέσα στο μαύρο σκοτάδι φεύγω για την αποθήκη. Από έναν μισογκρεμισμένο μαντρότοιχο που ακουμπούσε στην αποθήκη, δίνω ένα σάλτο και νάμαι στη σκεπή ψάχνοντας με τον φακό το πενηνταράκι. Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι στην άλλη πλευρά της στέγης μια σκια με έναν φακό να ψάχνει. Ναι, καλά το καταλάβατε. Ήταν ο φίλος μου. Κοιταχτήκαμε στα μάτια και σκάσαμε στα γέλια. Βρήκαμε το μισόφραγκο και συμφωνήσαμε την άλλη μέρα να αγοράσουμε για μισή δραχμή σπόρια από το μπακάλικο της θείας Φρόσως και να τα μασουλήσουμε παρέα.
Τα λεφτά από τα κάλαντα τα έδωσα στον πατέρα μου για να μου αγοράσει από τη Θεσσαλονίκη ένα παιχνίδι. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη όταν ο πατέρας μου μού έφερε το παιχνίδι. Ήταν ένα τραινάκι. Το συναρμολόγησα και με τα μαγικά μάτια της ψυχής μου χάζευα το τραινάκι που τρέχοντας πάνω στις ράγες του διέσχιζε πεδιάδες και κοιλάδες, σταματούσε σε σταθμούς, σκαρφάλωνε σε λόφους, πέρναγε μέσα από τούνελ, σφύριζε και ταξίδευα μαζί του κάνοντας όνειρα για τη ζωή που μόλις ξεκινούσε για μένα αλλά και για όλα τα παιδιά της γενιάς μου…
Με πόση συγκίνηση έλεγα αυτές τις αναμνήσεις μου στους κατά καιρούς μαθητές μου που ζούσαν στις εποχές της αφθονίας των εποχών του 80 και του 90… Πόση απορία έβλεπα στα αθώα μάτια τους, μην μπορώντας να καταλάβουν ότι υπήρχαν εποχές που αυτά τα πράγματα που γι’ αυτούς ήταν αυτονόητα, για κάποια άλλα παιδάκια προηγούμενων εποχών τα ίδια πράγματα ήταν ζητούμενα.
Τα χρόνια πέρασαν…μεγαλώσαμε…ζήσαμε εποχές υπερκατανάλωσης και χορτάσαμε. Τι δεν θα ‘δινα όμως ρε παιδιά για να αποκτήσω ένα τραινάκι όπως αυτό των παιδικών μου χρόνων. Ααααα…μούρθε η φλασιά. Τόσον καιρό έσκαγα για το τι δώρο θα έκανα στην εγγόνα μου. Μόλις τώρα το βρήκα. Ένα τραινάκι θα την πάρω. Είμαι σίγουρος ότι γρήγορα θα το βαρεθεί οπότε θα έρθει η σειρά του παππού που θα χαζεύει το τραινάκι κάνοντας όνειρα βλέποντας όχι πια το μέλλον αλλά το παρελθόν που έσβησε πια…οριστικά.