Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τετάρτη, 16 Φεβρουαρίου 2011 19:11

Κώστας Τερζενίδης: Λεύτερα τα χέρια

terzenidis


«...Λαέ, να θυμάσαι ότι όταν μέσα στην Δημοκρατία δεν βασιλεύει η Δικαιοσύνη, με απόλυτη μάλιστα εξουσία, και όταν αυτή η λέξη δεν σημαίνει την αγάπη για την ισότητα και την πατρίδα, τότε η λευτεριά είναι κακή έννοια.
Λαέ, εσύ που σε φοβούνται, σε κολακεύουν και σε περιφρονούν, εσύ, αναγνωρισμένε κυρίαρχε, που σε μεταχειρίζονται πάντα σαν σκλάβο, να θυμάσαι ότι παντού όπου δεν βασιλεύει η Δικαιοσύνη, βασιλεύουν τα πάθη των αξιωματούχων, και τότε ο λαός δεν άλλαξε τα πεπρωμένα του, αλλά τις αλυσίδες του!
Nα θυμάσαι ότι μέσα στους κόλπους σου υπάρχει ένας συνασπισμός απατεώνων, που αγωνίζεται ενάντια στη δημόσια αρετή, που έχει περισσότερη επιρροή στις υποθέσεις σου από εσένα τον ίδιο, που σε φοβάται και σε κολακεύει χοντρικά, αλλά συνάμα και σε προγράφει λιανικά στο πρόσωπο του κάθε καλού πολίτη…».

Απόσπασμα
από το «Ροβεσπιέρος:
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ 8ης ΘΕΡΜΙΔΟΡ"

Ο Μαξιμιλιανός Φραγκίσκος Μαρί Ισίδωρος Ροβεσπιέρος ήταν Γάλλος πολιτικός της Γαλλικής Επανάστασης του 1789.
Θα μπορούσε, βεβαίως, με το παραπάνω κείμενο νάτανε και σχολιαστής της σημερινής πολιτικής ζωής της χώρας μας. Μόνο… σχολιαστής, γιατί η Ελληνική Επανάσταση θ’ αργήσει έναν αιώνα!
***
Με τις προσβλητικές νουθεσίες των Τροϊκανών, που απλά έκαναν το λάθος να προηγηθούν των κυβερνητικών, μου ήρθε στο νου ο Ροβεσπιέρος, αλλά και ο παππούς μου ο Ισάκ.
«Να μην περπατάς με τα χέρια σου στις τσέπες. Να τάχεις λεύτερα και να νιώθεις λεύτερος…».
Ακόμη θυμάμαι τα λόγια του παππού Ισάκ (με το «άλφα» κοφτό, αιχμηρό και όχι αργόσυρτο και νωχελικό), που μου ‘βαζε τις φωνές όταν μ’ έβλεπε με τα χέρια στις τσέπες… Πέταγε κι ένα ποντιακό ανάθεμα για να μ’ επαναφέρει στην τάξη!
Μετρημένες ήταν οι κουβέντες του παππού Ισάκ, ακριβοθώρητες. Είχε ζήσει τον ξεριζωμό, την προσφυγιά και τους σκληρούς πολέμους κι είχε τη σοφία να λέει λίγα και να εννοεί πολλά. Ηλιοκαμένος μέσα στα καπνοχώραφα του κάμπου της Δοϊράνης, είχαν και μια πίκρα οι κουβέντες τους, λες και την είχαν αποκτήσει από την μαύρη πικράδα των καπνόφυλλων, που κόλλαγε επίμονα στα χέρια μας τα καλοκαίρια.
***
Και μου ‘μεινε από μικρός. Τα χέρια ποτέ στην τσέπη. Τ’ άφηνα λεύτερα, να κινούνται αυτοβούλως και αναρχικώς. Να ισορροπούν το κορμί και την ψυχή, να αισθάνονται το ζεστό χάιδεμα ή το κρύο ράπισμα του βαρδάρη.
Και ενίοτε να μπορούν ελεύθερα να μουντζώνουν, το κακό το ριζικό μας…
Ετσι, τουλάχιστον για να ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ λεύτερος!