Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τετάρτη, 16 Μαϊος 2012 19:36

Κώστας Τερζενίδης : "Της Άνοιξης λουλούδια "


terzenidis
Και τώρα τι κάνουμε; Ποιο, διάολε, ήταν το μήνυμα των εκλογών. Τι ήταν αυτό που ήθελε να πει ο ελληνικός λαός; Κι άντε να ξανασυζητάμε για το μήνυμα των επόμενων εκλογών, ως μια λέσχη διαλόγου και προβληματισμού.Η απόλυτη σύγχυση; Ναι, και δεν θα μπορούσε νάταν κι αλλιώς! Ζούμε σε μια διαρκή τρικυμία, σοκαρισμένοι και αποσβολωμένοι για τις ανατροπές που βιώνουμε, αγανακτισμένοι, αναζητώντας όχι το χαμένο χρόνο του Προυστ, αλλά τη χαμένη αξιοπρέπεια του Έλληνα.
Μέσα σ’ αυτή τη διετή πολιτική και οικονομική σύγχυση, το εκλογικό αποτέλεσμα δεν μπορούσε παρά νάταν ανατρεπτικό, δυσκολοανάγνωστο και ανερμήνευτο. Οι αγανακτισμένοι των πλατειών κουβάλησαν τη σιωπή τους μέχρι την κάλπη, στερημένοι από όνειρα κι ελπίδες. Και μαζί τους βρέθηκαν βολεμένοι μικροαστοί, επιδοτούμενοι συνδικαλιστές, παιδιά ενός άθλιου κομματικού ρουσφετολογικού μηχανισμού, που ένιωσαν την κατάρρευση του κόσμου τους!
Είναι υπέρ των συνεργασιών ή κατά του μνημονίου η ψήφος των πολιτών; Μα είναι αυτονόητο: εξαρτάται από τη γωνιά που στέκεσαι και τηράς τα γεγονότα, τη θέση που τοποθετείς τον εαυτό σου στο πολιτικό πλανητικό σύστημα. Το σύστημα που ξαναγεννιέται, έχοντας για σύμμαχο την Άνοιξη. Χρυσοπράσινο μήλο, ριγμένο στο πέλαγο...
Και μέσα σ’ όλα αυτά, κουρασμένοι και ανακυκλωμένοι πολιτικοί του χθες παρελαύνουν ολημερίς (αλήθεια, δουλεύουν ποτέ αυτοί οι άνθρωποι ή απλά εξακολουθούν να μας δουλεύουν) στα τηλεοπτικά παράθυρα, επιχειρώντας να ερμηνεύσουν την κραυγή ενός σιωπηλού λαού! Να ζωγραφίσουν τις αγωνίες των νέων με τα δικά τους ξεθωριασμένα πολιτικά χρώματα!
Όμως, την ώρα που το δάκρυ κυλά ακόμα στα ξαφνιασμένα πρόσωπα, δεν είναι δύσκολο η οργή να χειραγωγηθεί, να οδηγηθεί ακόμη και στα σκοτεινά μονοπάτια της... Μαύρης Αυγής. Κι εσύ λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς το φασισμό...
Σε δύσκολες ώρες, σε ανυπέρβλητους καιρούς, χρειάζεται να μαζέψουμε το κουράγιο μας για ψύχραιμες αποφάσεις και δημιουργικές πράξεις.
Είναι οι στιγμές που ο νους μου πάει στον παππού τον Ισαάκ, στο χαμόγελο ενός πρόσφυγα του Πόντου, που βρέθηκε με δυο άδεια ροζιασμένα χέρια να ξεχερσώνει τον κάμπο της Δοϊράνης, να φέρνει στον κόσμο πέντε παιδιά και να νοικοκυρεύει το βιος του, χωρίς επιδοτήσεις κι επιδόματα, χωρίς λαδώματα και μίζες, με μόνο του όπλο τον ιδρώτα του.
Οι γενιές της προσφυγιάς και του πολέμου έχτισαν από τα ερείπια την Ελλάδα. Εμείς οφείλουμε να την κρατήσουμε όρθια, να την ξαναστήσουμε. Με πολλά όνειρα, πολύ δουλειά και περίσσια περηφάνια. Φτάνουν οι κλάψες. Τέλος η μιζέρια. Είναι καιρός να πιάσουμε το πινέλο και να ζωγραφίσουμε εμείς τις ελπίδες μας, το χαμόγελό μας.
Να σηκωθούμε το ξημέρωμα και να πούμε μια καλημέρα στην αυγή! Είναι δύσκολο, το ξέρω. Η πληγή είναι βαθειά. Μα δε θέλω να χάσω άλλο χρόνο. Θέλω να τη ζήσω την Άνοιξη, με τ’ αρώματα και τα χρώματά της!

Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου...