Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Πέμπτη, 02 Απριλίου 2020 18:49

Μέλπω η γλωσσοκοπάνα

Γράφει ο Μάκης Ιωσηφίδης.

Δεν βάζει γλώσσα μέσα η Μέλπω. Αρχίζει την γκρίνια και σταματημό δεν έχει. Ο φουκαράς ο Ζαχαρίας γκάνιασε από τότε που την παντρεύτηκε εδώ και κοντά τριάντα χρόνια.

 

Γυρίζει από τη δουλειά ο Ζαχαρίας, φαγητό, ύπνος, πίνουν το καφεδάκι τους κι αρχίζει η Μέλπω την απογευματινή εκπομπή.

- Αααα καλά που το θυμήθηκα. Τι ώρα γύρισες πάλι χθες το βράδυ βρε αχαΐρευτε; Πού γύριζες;

- Αμάν ρε πουλάκι μου, βγήκαμε για κρασάκι με την παρέα και το παρατραβήξαμε λίγο. Σιγά το πράμα.

- Αυτά να τα λες αλλού. Ποιος ξέρει πού έμπλεξες. Δεν τα τρώω αυτά εγώ. Λες και δεν ξέρω τι παντρεύτηκα. Μου το έλεγε τότε η μάνα μου ‘’μακριά απ’ αυτόν, δεν μου αρέσει η φάτσα του, μουλωχτός μου φαίνεται’’. Αλλά εγώ εκεί. Μη χάσω το κελεπούρι. Μπίρι μπίρι με τα γλυκόλογα με κατάφερες. Και τι κατάλαβα τόσα χρόνια. Δούλα μ’ έχεις. Α ρε μάνα, πόσο δίκιο είχες αλλά δεν σ’ άκουσα, μ’ έφαγαν οι έρωτες. Φάε τώρα έρωτα κορόιδο.

Μέτραγε από μέσα του μέχρι το είκοσι ο Ζαχαρίας, ξαναμέτραγε και έφευγε σφαίρα για το καφενείο. Σίγουρη λύση και δοκιμασμένη. Έπαιζε τις μπιρίμπες του, τράβαγε τα τσιπουράκια του και χαλαρός κι ωραίος γύριζε σπίτι. Νέος εξάψαλμος από τη Μέλπω.

- Μια χαρά σε βλέπω. Αλλά έτσι είναι. Κλείνεις το κορόιδο σπίτι να σου μαγειρεύει, να σου πλένει τα ρούχα, να σε ξεβρωμίζει κι εσύ μπεκρουλιάζεις με τους κολλητούς σου. Καλά κουμάσια και τούτοι. Αλλά έτσι είναι, βρήκε ο γύφτος τη γενιά του… Πού είσαι βρεεε…

Ενόσω η Μέλπω γκρίνιαζε, την έκανε με ελαφρά ο Ζαχαρίας για το κρεβάτι και τώρα ροχαλίζει. Σίγουρη μέθοδος κι αυτή.

Και μ’ αυτά και μ’ αυτά φθάσαμε στο 2020, εποχές κορονοϊού. Κλείσαν τα μαγαζιά, μπήκαμε στην καραντίνα κι άρχισε το μαρτύριο του Ζαχαρία. Ούτε ο Χριστός τέτοια πάθη. Ξέρεις τι είναι να τρως στη μάπα όλη μέρα τη γκρίνια της Μέλπως και να μην έχεις πια διαφυγή;

Τρίτη μέρα μέσα και τσίτα τα νεύρα του Ζαχαρία. Απογευματάκι και αρχίζει η Μέλπω το δεύτερο ημίχρονο της ημέρας.

- Δεν ασχολείσαι με κάτι βρε; Όλη μέρα στην τηλεόραση και τρως…τρως…τρως. Θα τελειώσει η καραντίνα και θα πας στα εκατόν πενήντα κιλά. Βουβάλι θα γίνεις.

Καλά με προξένευε τότε η μάνα μου με τον Νώντα τον μπακάλη. Μια χαρά παιδί ήταν. Και νοικοκύρηηης… Μίνι μάρκετ έχει σήμερα. Παντρεύτηκε τελικά εκείνο τα σαχλοκούδουνο τη Σούλα. Μια χαρά περνάει η Σούλα με τον Νώντα. Ποια; η Σούλα το κάρο. Κι εγώ στραβώθηκα και σε πήρα γι’ άντρα. Έναν υπαλληλάκο. Μωρέ δεν έσπαγα το πόδι μου τότε; Νέα κοπέλα ήμουν. Θα γινόμουν καλά και θα γλίτωνα

από σένα τον ακαμάτη…

   Λέει…λέει η Μέλπω κι ο Ζαχαρίας κάνει γαϊδουρίσια υπομονή και σκέφτεται πώς να γλιτώσει. Ξαφνικά του ήρθε η φλασιά. Βλέπει πάνω στο τραπέζι τις

βεβαιώσεις μετακίνησης, παίρνει μία, την συμπληρώνει τάκα τάκα, βάζει σταυρό στο 6, μοστράρει την τζίφρα του, παίρνει και την ταυτότητα και βουρ για το μπαλκόνι. Αρπάζει το κλουβί με το καναρίνι και τρέχει στην πόρτα.

- Για πού τόβαλες βρε; Φωνάζει η Μέλπω.

- Βγάζω βόλτα το καναρινάκι μας αγάπη μου.

Και γίνεται καπνός ο Ζαχαρίας και μάλιστα σωστός κι ωραίος απέναντι στο νόμο.

 

Ιωσηφίδης Μάκης

(Έτσι, για να ευθυμήσουμε και λίγο μη μας πάρει από κάτω…)