Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024, 7:16:23 μμ
Τρίτη, 31 Οκτωβρίου 2017 21:17

Πινέλης: Βιζύη - Αη Γιάννης – Σοφίδες - Σαμάκοβο

Γράφει ο Κώστας Πινέλης.

 

Στο Βιλαέτι Αδριανουπόλεως, στο Σαντζάκι των Σαράντα Εκκλησιών, στον Καζά της Βιζυής και πιο συγκεκριμένα στη Μητρόπολη της Βιζύης υπάγονταν τα παρακάτω χωριά:
α) Βιζύη (Vize)
β) Χάσβουγα ή Άσμπουγα (Hasbuğa)
γ) Μαγκριώτισσα (σημερινή Düzova)
δ) Μουσελήμ (Müsellim)
ε) Άγιος Γεώργιος (σημερινό Evrenli)
στ) Τσακλή ή Τσακίλι (Çakıllı)
ζ) Κρυόνερο (σημερινό Soğucak)
η) Τοπτσί Κιοΐ (Topçuköy)
θ) Σοφίδες (σημερινό Evrencik)
ι) Άγιος Ιωάννης (σημερινό Akpınar)
ια) Πινακά (σημερινή Küçükyayla)
ιβ) Σαρακήνα (σημερινό Sergen)
ιγ) Μήδεια (σημερινό Kıyıköy)
ιδ) Ακτζετζίμ (Aksicim)
ιε) Γιάτρος (σημερινό Kızılağaç)
ιστ) Οργάζ (σημερινό Kışlacık) από τη σημερινή Επαρχία Vize (Βιζύης)
ιζ) Σεράγιον (Saray)
ιη) Γιουβαλή (Yuvalı)
ιθ) Καβάκι ή Καβατζίκ (Kavacık) από τη σημερινή Επαρχία Saray (Σεραγίου)
κ) Σαμάκοβο (σημερινό Demirköy)
κα) Τρουλιά (σημερινό Hamdibey)
κβ) Άγιος Στέφανος (σημερινό Beğendik) από τη σημερινή Επαρχία Demirköy (Σαμακόβου)
κγ) Αχμέτ μπέη (Ahmetbey)
κδ) Τσιφλίκ Κιοΐ (Çiftlikköy) από τη σημερινή Επαρχία Lüleburgaz (Αρκαδιουπόλεως).
κε) Τσόγκαρα
 Κζ) Γιενίκοιϊ
   

 

Τέλος στη Μητρόπολη Βιζύης ανήκαν και κάποια χωριά (Πυργόπλο, Πλάτσα, Μαζουράς) του τότε Καζά Αγαθουπόλεως (Ахтопол), τα οποία σήμερα ανήκουν στη Βουλγαρία (Μητρόπολη Σλίβεν).

Στο αφιέρωμα αυτό θα μας απασχολήσουν η Βιζύη, ο Αϊ Γιάννης, οι Σοφίδες και το Σαμακόβι

Βιζύη ή Βιζώ ή Βίζα
«Της Θράκης τα χωριά πολλά, σαν τη Βυζώ κανένα
με γειτονιά στα χαμηλά που Πλάτσα τήνε λένα.
Στης Πλάτσας την αγελαριά μια πέτρα, ‘να κοτρώνι,
δίπλα στην πέτρα μια γριά τη χούφτα της απλώνει:
-Ω δώστε μ’ εύσπλαχνη καρδιά, εν’ άσπρο και σε μένα,
να μνημονέψω τα παιδιά, που μ’ έχουν σκοτωμένα!
(Γ. Βιζυηνός)

 

Η Βιζύη ήταν αρχαία ελληνική πόλη της Ανατολικής Θράκης (σήμερα βρίσκεται στην Τουρκία όπου και ονομάζεται Vize).
Ιδρύθηκε μετά την καταστροφή της οχυρωμένης αρχαίας θρακικής πόλεως των Κοτυδών, Δάματα, από τον στρατηγό του Λυσιμάχου, Βίζυ, ο οποίος της έδωσε και το όνομά του. Η πόλη αναπτύχθηκε αρκετά και διέθετε λαμπρά κτήρια και ναούς. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους έφτασε στο απόγειο της δόξας της, καθώς είχε εξαιρετικές σχέσεις με τη Ρώμη και διέθετε μάλιστα και δικό της Νομισματοκοπείο, το οποίο εξέδιδε περίτεχνα νομίσματα.
Η παρακμή της ξεκίνησε όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος κατήργησε τους πολιτικούς θεσμούς της και το δικαίωμα κοπής νομίσματος, υποβιβάζοντάς την σε μικρή πόλη-οχυρό της αυτοκρατορίας. Η πόλη ήταν έδρα Μητρόπολης.
Στην περιοχή της Βιζύης βρέθηκαν πάνω από 30 θρακικές, μακεδονικές και ρωμαϊκές «τούμπες», υδραγωγεία, καθώς και προτομές, αρχαϊκές κόρες, κορινθιακά κιονόκρανα, θεμέλια κτηρίων και θεάτρου, καθώς και νεκροταφείο. Η Βιζύη ήταν τότε μια κωμόπολη της Ανατολικής Θράκης πάνω στο δρόμο που περνούσε από τις Σαράντα Εκκλησιές και την Τσατάλτζα και ένωνε την Αδριανούπολη με την Πόλη. Είχε πλούσιο ιστορικό παρελθόν και βρισκόταν χτισμένη πάνω σε ένα λόφο, αποτελώντας τμήμα των δυτικών υπωρειών του όρους Μικρός Αίμος  (βουνά της Στράντζας). Δέσποζε στην εύφορη θρακική πεδιάδα, όπου κυλούσε ο ποταμός Εργίνος, του οποίου οι πηγές βρίσκονταν στις καταπράσινες χαμηλές υπώρειες της Στράντζας.
Το 1878 ζούσαν στην πόλη 2.200 Έλληνες και 900 Τούρκοι. Την εποχή της εκκενώσεώς της είχε 3.380 κατοίκους, κυρίως Έλληνες και λίγους Τούρκους. Διαιρείται σε 4 συνοικίες: πρώτη του Καλέ (περιτειχισμένη). Αυτή βρισκόταν στο κέντρο σε ύψωμα και κατοικούνταν από Τούρκους. Η δεύτερη συνοικία της Πλάτσας (πλατεία) νοτίως της συνοικίας του Καλέ κατοικούμενη από Έλληνες. Εκεί βρίσκονταν η αγορά, το Διοικητήριο, η Μητρόπολη και τα σχολεία. Τρίτη είναι η συνοικία του κάστρου, βορειανατολικά από τον Καλέ όπου έμεναν μόνο Έλληνες και τέταρτη η συνοικία του Καρσί Μαχαλά (απέναντι συνοικία) βορειοδυτικά από τον Καλέ όπου έμεναν Έλληνες και Τούρκοι.
Στη Βιζύη λειτουργούσαν τα σχολεία: Νηπιοπαρθεναγωγείο, Αρρεναγωγείο,  Αλληλοδιδακτική Σχολή, Ελληνική Σχολή, Ημιγυμνάσιο.
Οι εκκλησίες: Ιερά Μητρόπολη αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, ιερός ναός της Υψώσεως του Σταυρού, ιερός ναός Αγ. Γεωργίου.  
Η άγρια λεηλασία της Βιζύης από συμμορίες Κυρκασίων ληστών (Ιανουάριος 1878)
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1878 έδωσε ευκαιρία στους διάσπαρτους Κιρκάσιους να οργανωθούν σε συμμορίες και να καταληστεύσουν τις περιοχές που εγκατέλειπαν οι Οθωμανοί, προ του επελαύνοντος ρωσικού στρατού.
Αν και  είχε υπογραφεί το πρωτόκολλο των προκαταρκτικών όρων της ειρήνης και της ανακωχής της Συνθήκης του Αγ. Στεφάνου, η Θράκη στέναζε και κάτω από την νέα Κατοχή και τον ανατέλλοντα βουλγαρικό εθνικισμό αλλά και κάτω από την ληστρική δράση των Κιρκάσιων ληστών.   Μια από τις θρακικές πόλεις που δοκιμάστηκε κατά τρόπο άγριο ήταν και η Βιζύη.
Τα θύματα των φόνων, κείτονταν άταφα στους δρόμους της Βιζύης και των γύρω χωριών. Οι Κιρκάσιοι εκτός των φόνων που διέπραξαν, απήγαγαν και 600 κορίτσια και έκαψαν 800 άτομα που είχαν καταφύγει σε μια σπηλιά ενώ πήραν 6.000 άμαξες γεμάτες λάφυρα. Πρόκειται για το ολοκαύτωμα της περιοχής της Βιζώς
Σήμερα η Βιζύη έχει πληθυσμό περίπου 10.000.
Από τη Βιζώ και τα γύρω χωριά προέρχονται πολλοί πρόσφυγες Θρακιώτες του ν. Κιλκίς όπως: Βαπτιστής, Πεδινό, Επτάλοφος, Ξυλοκερατιά, Ρύζια, Πλαγιά, Μικρόκαμπος, Αξιοχώρι.

 

Γεώργιος Βιζυηνός: Ο ζωντανός φορέας της Θρακιώτικης παράδοσης
Στις 8 Μαρτίου 1849 γεννιέται στη Βιζύη ή Βιζώ ο Γ. Βιζυηνός
Το φτωχό και άγνωστο χωριό, η Βιζύη, γίνεται σε όλους γνωστό χάρη στο διηγηματογράφο Γ. Βιζυηνό, που χρησιμοποίησε το τοπωνυμικό επίθετο της καταγωγής του για φιλολογικό ψευδώνυμο και επώνυμο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σύρμας. Στα πρώτα του χρόνια υπέγραφε ως “Μιχαηλίδης”, πλάθοντας το επώνυμο του από το όνομα του πατέρα του “Μιχάλης” (Μιχαήλ, Μιχαήλος). Η προσθήκη της κατάληξης -ίδης στο πατρικό όνομα για το σχηματισμό του επωνύμου είναι ο αρχαιότερος ελληνικός τρόπος επωνυμοποιίας. Γρήγορα, όμως, ο νεαρός Γ. Σύρμας ή Μιχαηλίδης άφησε και το δεύτερο όνομα και πήρε το “Βιζυηνός”, για να παρουσιάσει στο πανελλήνιο το αρχαίο χωριό του, τη Βιζύη.
Ο Γ. Βιζυηνός ανήκει στους θεμελιωτές του νεοελληνικού λογοτεχνικού λόγου. Μαζί με τον Σολωμό, τον Κάλβο και τον Βαλαωρίτη στάθηκε ο πρώτος που έγραψε διήγημα απαλλαγμένο από τα ρομαντικά στοιχεία της εποχής και με έντονη την προβολή του ρεαλισμού – αν και τα διηγήματα του είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα, μια εντελώς δική του καθαρεύουσα, ζωντανή, όπως του Παπαδιαμάντη. Είναι ένας πεζογράφος χυμώδης και αφηγητής συναρπαστικός και ένας ποιητής ξεχωριστός. Οι περιγραφές του συχνά συναγωνίζονται την εικονική πληρότητα και την εσωτερικότητα των περιγραφών του Παπαδιαμάντη.
Μέσα σε φυσικό σκηνικό, κινείται ο κόσμος του χωριού του Βιζυηνού και βρίσκεται ενωμένος και αδιάσπαστος. Όλοι οι ήρωες του, σχεδόν, κατάγονται από τη Βιζύη και όμως, παρ’ όλα αυτά, ο Βιζυηνός δεν επαναλαμβάνεται μέσα στα διηγήματα του. Υπάρχει μεστότητα και ωριμότητα στους χαρακτήρες των έργων του. Το ίδιο και η τεχνική του.
Ο Γ. Βιζυηνός είναι από τους συγγραφείς εκείνους που δίνουν στο έργο τους, ξεχωριστά, αρκετά βιώσιμα στοιχεία από τα λαογραφικά και ηθογραφικά που δεν αλλοιώνονται. Είναι στη κυριολεξία ο ζωντανός φορέας της Θρακιώτικης παράδοσης.
Έγραψε τη λαογραφική μελέτη «Οι Καλόγεροι και η Λατρεία του Διονύσου εν Θράκη». Ο Βιζυηνός έδωσε μια εκπληκτική περιγραφή του καταπληκτικού εθίμου, του λαϊκού δρώμενου αφού έχει υπόθεση, στο περιοδικό «Εβδομάς» το 1888 και στη «Θρακική επετηρίδα» της Πόλης κατά το 1897.
Ίσως θα πρέπει να κάνουμε ένα ειδικό αφιέρωμα στην μεγάλη αυτή μορφή των Ελληνικών γραμμάτων.

 

Καπετάν Θοδωρής ή Θοδωράκιως Αμπατζόπουλος.
Ήταν γιος τον Ιωάννη Αμπατζή (ράφτη) και της Καλλίτσας. Γεννήθηκε το 1884 στη Βιζύη. Είκοσι χρονών, το 1905, κατατάσσεται στο δεύτερο Τάγμα Ευζώνων και αποσπάται στην ανακτορική φρουρά. Το 1907 γυρίζει στη Βιζύη και γίνεται από τα πιο ενεργά μέλη της μυστικής οργάνωσης, που ο πρόεδρος της ήταν ο Μητροπολίτης Βιζύης Άνθιμος και στρατιωτικός διευθυντής ο Κλείτος. Από τον Ιούλιο τον 1908 έγινε οπλαρχηγός Ένοπλης Ομάδας, της οποίας η δύναμη αυξομειωνόταν ανάλογα με τις ανάγκες τον αγώνα.
Το 1908, μετά την επανάσταση των Νεότουρκων και τη διακήρυξη του Συντάγματος, οι Βούλγαροι δε σταμάτησαν τις Θηριωδίες τους στη Θράκη. Έτσι, στις αρχές Οκτωβρίου τον 1908, οι Βούλγαροι δολοφόνησαν δυο Έλληνες από τις Σοφίδες, της Βιζύης. Ο ένας από αυτούς ήταν αδερφός τον Μαργαρίτη Παπασάββα, δάσκαλου του Αμπατζοπουλου.
Τότε συγκεντρώθηκαν από τα γύρω χωριά 18-20 παλικάρια. Με αρχηγό τον καπετάν Θοδωρή Αμπατζόπουλο αποφασίστηκε να επιτεθούν στο βουλγάρικο χωριό Πινακά, που ήταν η γενέτειρα τον Σισμάνωφ και το χρησιμοποιούσαν οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες ως ορμητήριο για τις επιδρομές τους. Ο βασικός όμως στόχος, που ήταν η εξόντωση τον Σισμάνωφ, απέτυχε, γιατί τη νύχτα της επίθεσης απουσίαζε από το χωριό.
Μετά την επίθεση στο χωριό Πινακά και ύστερα από τη σφαγή δώδεκα Ελληνοπούλων ηλικίας 8 μέχρι 12 χρονών, στην περιοχή των Σοφίδων, η ομάδα του Αμπατζοπουλου συνέχισε τη δράση της στα 1909 με εκκαθαρίσεις βουλγάρικων συμμοριών στα βουνά του Σαμμάκοβον, στο Μικρό Αίμο, στο

Κρυόνερο και στο όρος Ντόμπροβα.
Ο Στυλιανός Γονατάς βεβαιώνει: «Ο Θεόδωρος Αμπατζάπουλος εκ Βιζύης της Θράκης διετελέσας οπλαρχηγός μικράς ομάδος δράσης κατά τα έτη 1907 - 1909 εις το διαμέρισμα Σαράντα Εκκλησιών της Θράκης, ήτις συνετέλεσαν εις τον φρονημάτισαν του πληθυσμού του διαμερίσματος εκείνου και του περιορισμού της δράσεως των Βουλγάρων. Ο ίδιος φόνευσε τον επί κεφαλής των εκείσε Βουλγάρων κομιτατζήδων Σισμάνωφ και επεδείξατο καθ' όλην την διάρκεια της δράσεώς του διαγωγήν αξίαν παντός επαίνου».
Ο Θοδωρής Αμπατζόπουλος διετέλεσε και Δήμαρχος Κιλκίς ο δεύτερος στη σειρά με την ίδρυση του Δήμου

 

Αϊ Γιάννης
Χωριό της επαρχίας Βιζύης της Ανατολικής Θράκης. Το χωριό κατοικούνταν από 1000 κατοίκους Έλληνες Ορθόδοξους Χριστιανούς και είχε ένα σχολείο με 40 μαθητές στα τέλη του 19ου αιώνα.
Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, την υλοτομία την παραγωγή κάρβουνου και λίγο με τη Γεωργία.
Παραδοσιακή φορεσιά των ανθρώπων ήταν το Τσακτσίρι (παντελόνι) με φαρδύ κόκκινο ζωνάρι  και η σαλταμάρκα (σακάκι).
Τα σπίτια ήταν διώροφα πέτρινα ή με τσατμάδες.
Οι κάτοικοι του Άγιου Ιωάννη εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες  το 1922 στο Νομό  Κιλκίς στα χωριά Βαπτιστής και Πλαγιά.
Σήμερα ο Αι Γιάννης ονομάζεται  Küçükyalı  και κατοικείται από Τούρκους πρόσφυγες με προέλευση τη Βουλγαρία.
Σε μια ειδική μελέτη, ο Γ. Βιζυηνός περιγράφει τα Αναστενάρια στο χωριό του Αγίου Ιωάννη κοντά στη Βιζύη και αναφέρεται στην έκσταση των μυστών. Κραυγές θεών που λησμονήθηκαν βγαίνουν από τα αγροτικά έθιμα της γονιμικής μαγείας που ο συγγραφέας περιγράφει και είναι ζωντανές και πανίσχυρες υποθήκες για το πάτριο.
Στο διήγημα Πρωτομαγιά γράφει ο Γ. Βιζυηνός: “Εκεί ανεμνήσθην ότι ευρίσκομαι εις την χωράν των Αναστενάριων και των μαγισσών, δηλαδή την πατρίδα των Βακχίδων και των Μαινάδων, αι οποίαι άλλοτε, εν τη παράφορα των οργίων των, εσπάραξαν το σώμα του δυστυχούς Ορφέως και έρριψαν την νεκράν αυτού κεφαλήν μετά της θραυσθείσης λύρας εις τα κύματα του Έβρου”!
«Στην Ανατολική Θράκη, μέσα σε μια κοιλάδα που τα γύρω της βουνά ήταν ψηλά, δύσβατα κι απότομα, και έκαναν δύσκολη την επικοινωνία των κατοίκων της με τους γύρω, εκεί βρίσκονται τα ελληνικά κι ελληνόφωνα χωριά Ρέσβι, Γαλαζάκι, Προβίδο, Κωστή, Πυργόπλο, και τα βουλγαρικά Μούρτσοβο, Βούργαροι, και Γραμματίκοβο. Η περιοχή αυτή, που για την απομόνωσή της από τους γύρω, λεγόταν Κιόρ Καζά (τυφλή επαρχία), και υπάγονταν στην μητρόπολη Σωζοαγαθουπόλεως, εκτός από το Πυργόπλο. Την ίδια λατρεία ακολουθούσαν και οι κάτοικοι μερικών χωριών της επαρχίας Βιζύης (Σκοποί, Σοργάς, Άϊ-Γιάννης, Ματσουρά ή Ματζούρα, Πλέτσα, Άϊ-Στέφανος, Πινακάς, και Αϊ-Γιώργης) και του Αφκαριού της επαρχίας Αδριανουπόλεως. Κέντρο της λατρείας αυτής ήταν το Κωστή ή Κωστί».

 

Σοφίδες
Χωριό κοντά στο Σκεπαστό, κατ' αρχάς ήτο τουρκικό υποστατικό και ελέγετο «Έργασίν Τσιφλίκ». Πρινν όμως από τρεις αιώνες κατοικήθηκε από κατοίκους του χωριού "Άγιος Γεώργιος", όταν αυτό ύπέστη λεηλασία από ληστάς και επιδρομείς. Ό "Άγιος Γεώργιος" ελέγετο Εβρενλή γι' αυτό στην αρχή οι Σοφίδες ωνομάζοντο, Τούρκικα, Εβρεντζίκ (μικρό Έβρενλή). Με την πάροδο του χρόνου, μετωνομάσθη «εις Σοφίδες είτε απ' την αρχαία πόλι Σοφιλάρ, που βρίσκεται κοντά, είτε από μια φυλή Περσών, οι οποίοι ελέγοντο δήθεν Σοφίδες". Βρίσκεται στους πρόποδας ενός πετρώδους βουνού. 'Εκτισαν μια εκκλησία εις το όνομα του Αγ. Γεωργίου, μια και η καταγωγή του νέου χωριού βαστούσε απ' τον Παλιό "Αγ. Γιώργη". Αυτή η εκκλησία, παρ' οτι κάηκε, η φιλοτιμία των κατοίκων την ξανάχτισε καλύτερη. Γίνηκε ένας από τους ωραιότερους ναούς τής περιοχής. Οί κάτοικοι είναι γεωργοί, κτηνοτρόφοι, μυλωνάδες καί προ πάντων εξαίρετοι κτίστες.


Σαμάκοβο ή Σαμακόβι
Το Σαμακόβι  της Ανατολικής Θράκης, το  Σιδηροχώρι των Ελλήνων ήταν ένα πλούσιο κεφαλοχώρι με 5.000 κατοίκους και ανήκε στην επαρχία των Σαράντα Εκκλησιών. Ήταν χτισμένο στο κέντρο της οροσειράς της Στράντζας (Μικρού Αίμου) σε υψόμετρο 1000 μ.. Το Σαμακόβι αποτελούσε πρωτεύουσα υποδιοίκησης της Διοίκησης Σαράντα Εκκλησιών του νομού Αδριανούπολης. Οκτώ (8) μεγάλοι δρόμοι το συνέδεαν με πόλεις και χωριά της ευρύτερης περιοχής όπως μας περιγράφει στη θαυμάσια λαογραφική μελέτη του 1915 ο Θεόδωρος Κιακίδης.
Σαμακόβι σημαίνει στα βουλγαρικά μεταλλείο σιδήρου. Η περιοχή κατοικούνταν  από τα αρχαία χρόνια από θρακικά φύλα. Γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα ήρθαν στην περιοχή τεχνίτες σιδηρομεταλλείων από την Κεντρική Ευρώπη και παραπλέοντας τις ακτές της Μαύρης θάλασσας έφτασαν ως τις εκβολές του Θολοπόταμου και είδαν ότι η άμμος περιείχε σίδηρο. Έτσι εγκαταστάθηκαν εκεί και αναπτύχθηκε η μεταλλουργία του σιδήρου. Εκεί συνέρρευσαν και οι κάτοικοι της περιοχής και δημιουργήθηκε έτσι ένα μεγάλο χωριό, το Σαμακόβι.
Τα μεταλλεία σιδήρου ή αλλιώς οτζάκια ενισχύθηκαν από την τουρκική κυβέρνηση και οι Σαμακοβίτες απέκτησαν δύναμη, πλούτο και πολλά προνόμια. Αργότερα, όμως, λόγω της κακής διαχείρισης και της έλλειψης εκσυγχρονισμού αλλά και γιατί στην Ευρώπη παραγόταν φθηνότερος σίδηρος, περιέπεσαν σε παρακμή. Έτσι, οι κάτοικοι άρχισαν να ασχολούνται με την παραγωγή κάρβουνου, αφού η περιοχή ήταν γεμάτη δάση.
Τα δύσκολα χρόνια άρχισαν λίγο πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Τα βουλγαρικά κομιτάτα έκαναν συνεχώς επιδρομές και τρομοκρατούσαν τους κατοίκους και έκαναν προσπάθεια εκβουλγαρισμού, ενώ η τουρκική διοίκηση αδυνατούσε να προστατεύσει τους υπηκόους της. Τότε είχε επισκεφτεί την περιοχή και ο Κονδύλης, μετέπειτα Πρωθυπουργός της Ελλάδας, με σκοπό να οργανώσει την αντίσταση των Ελλήνων στα σχέδια των Βουλγάρων. Υπάρχουν γραπτά ιστορικά κείμενα για το τι υπέστησαν οι Σμακοβίτες όπως από τον νεότουρκο Χουσείν Χαντί.
 Με την έναρξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, η κυβέρνηση των Νεότουρκων εφάρμοσε, με υπόδειξη των Γερμανών συμμάχων τους και με την επιβολή στρατιωτικού νόμου, σχέδιο εξόντωσης του ελληνικού στοιχείου και των άλλων μη τουρκογενών υπηκόων του κράτους, όπως των Αρμενίων. Στις4 Σεπτεμβρίου 1915, όταν ο κύκλος της ιστορικής παρουσίας του Σαμμακοβίου στην Ανατολική Θράκη, στην επαρχία των Σαράντα Εκκλησιών, έκλεινε με έναν δραματικό τρόπο, με τη σφαγή 19 ανδρών, που κατηγορήθηκαν από τις τούρκικες αρχές για έναν φόνο που δεν είχαν διαπράξει, και με τον εκπατρισμό εκατοντάδων οικογενειών του ακμάζοντος τότε κεφαλοχωρίου.
Το 1918 έληξε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, έπεσε η κυβέρνηση των Νεότουρκων και η νέα κυβέρνηση επέτρεψε τον επαναπατρισμό των προσφύγων. Γύρισαν οι Σαμακοβίτες στα σπίτια τους και προσπάθησαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Ήρθε ο ελληνικός στρατός το 1920 στο χωριό, στρατεύθηκαν πολλοί νέοι, πιστεύοντας πως η Μεγάλη Ιδέα θα στέριωνε. Όμως, δυστυχώς, η χαρά τους δεν κράτησε πολύ και το 1922 πήραν ξανά το δρόμο της νέας προσφυγιάς, που έμελλε να είναι και οριστική.
Οι περισσότεροι Σαμακοβίτες εγκαταστάθηκαν τελικά στην περιοχή της Κομοτηνής, όπου έχτισαν το νέο τους χωριό, το Νέο Σιδηροχώρι 12 χιλ. από την Κομοτηνή. Άλλοι κατέφυγαν στην Αγ. Παρασκευή Δράμας, στον Μικρόκαμπο Κιλκίς, στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, Ελευθερούπολη, Ξάνθη, Καβάλα.. Με την αδάμαστη θέληση που τους διέκρινε πάντα, μετέτρεψαν τη νέα τους πατρίδα σε ένα πλούσιο κεφαλοχώρι της περιοχής, όπως ήταν και η παλιά πατρίδα, το Σαμακόβι. ,
Οι επιφανείς Σαμακοβίτες και απόγονοι τους δεν ξέχασαν το χωριό τους και βοήθησαν με κάθε τρόπο Όπως: Ο Μιχάλης Κύρκος, ως Υπουργός, βοήθησε στο χτίσιμο της εκκλησίας και του δημοτικού σχολείου. Η Πολύχρονη Ταρσή έχτισε το νέο σχολείο. Ο Κωνσταντίνος Γκαγκίδης, η Βαλεντίνη Πατσικόζογλου και ο Ιωακείμ Δέλλιος με τη σύζυγο του Δέσποινα βοήθησαν να χτιστεί ο νέος ναός του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη. Ο Ευάγγελος Τσάνταλης, ο Κωνσταντίνος Κιακίδης, ο Λεωνίδας Κύρκος,
Να σημειωθεί ότι από το Σαμακόβι καταγόταν ο Κων/νος Ξενοκράτης μέλος της Φιλικής Εταιρείας, πολεμιστής του Ιερού Λόχου και μεγάλος ευεργέτης.

 

Οι λύρες του Σαμακοβιού
Το Σαμακόβι ήταν θα μπορούσαμε να πούμε η μητρόπολη της Θρακικής λύρας. Η θρακική λύρα είναι ένα μοναδικό μουσικό όργανο. Είναι το ιερό όργανο που συνοδεύει του αναστενάρηδες στην πυροβασία και στις άλλες τους τελετές λαϊκής πίστης και λατρείας. Έχουμε αναφερθεί στη θρακική λύρα αναλυτικά σε άλλα αφιερώματα. Σήμερα η Θρακιώτικη  λύρα επιβιώνει μόνο όπου γίνονται αναστενάρια και διάσπαρτα στον Βόρειο ν. Έβρου.
Υπήρχαν θαυμάσιοι δεξιοτέχνες λυράρηδες στο Σαμακόβι που ήρθαν και πρόσφυγες στην Ελλάδα. Χάρις στις ηχογραφήσεις των μεγάλων δασκάλων-ερευνητών-λαογράφων-μουσικολόγων της Μέλπως Μερλιέ που ηχογράφησε το 1930 τον  Δημήτριο Φτουχίδη και του Σίμωνα Καρά που ηχογράφησε το 1958-1964 τους  Χαράλαμπο Μενίδη και Γιώργη Γκόρε έχουμε αθάνατο το θαυμάσιο άκουσμα.