Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024, 6:45:48 μμ
Τετάρτη, 25 Νοεμβρίου 2009 08:35

Θεόδωρος Παυλίδης : Ένας φωτισμένος Ιμάμης

Μπορεί ο Χριστιανισμός να συνυπάρξει με τον Μουσουλμανισμό;
Και βέβαια μπορεί, αν ο λειτουργός της μουσουλμανικής θρησκείας λέγεται Ιμάμης Μαχμούτ Μπαϋρακτουτάρ (Mahmut Bayrakdutar), και ο χώρος μέσα στον οποίο λειτουργεί λέγεται Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου.


Έχω επισκευτεί επανειλημμένως τον Πόντο και ιδιαίτερα τον Δυτικό.  Ό Πόντος είναι το πεδίο των ιστορικών μου ερευνών (σχετικά και τα δύο βιβλία μου που κυκλοφόρησαν πρόσφατα), και ως γνώστης της τουρκικής γλώσσας κατάφερα και ξεχώρισα λεπτομέρειες του πολιτισμού μας στον Πόντο, που θα ήταν δύσκολο να τις αντιληφθεί το μάτι, έστω και ενός περίεργου ταξιδιώτη.
Κι αν δεν έχω δει Ορθόδοξες Εκκλησίες στον Πόντο που έχουν καταντήσει χαλάσματα, σταύλοι, κινηματογράφοι, μουσεία ή τζαμιά!  Αλλά Ιερό Χριστιανικό  Ναό να λειτουργεί ως τζαμί, με πλήρη τον εσωτερικό του διάκοσμο, πρώτη φορά είδα στις 16.8.2009 στο χωριό Γκουμούς Μαντέν του Νομού Τσορούμ (αρχαία Ιβώρα).
Φέτος το καλοκαίρι, ύστερα απο πολυήμερο προσκυνηματικό μας ταξίδι στον Πόντο, επιστρέφοντας απο Σαμψούντα για Ελλάδα, ο συνταξιδιώτης μας πολιτικός μηχανικός Κωνσταντίνος Κούρτογλου (από το Σιδηρόκαστρο) πρότεινε να επισκεφθούμε το παραπάνω χωριό (Γκιουμούς Μαντέν), που ήταν και το χωριό της μητέρας του, μιας και βρισκόταν στον άξονα του δρόμου μας.
Πράγματι, 8 – 10 χιλιόμετρα μετά την Μερζιφούντα, πάνω στο δρόμο, είναι η κωμόπολη Γκιουμούς Χατζήκιοϊ (Gümüshaciköy).  Στρίβωντας αριστερά στα 20 – 25 χιλιόμετρα είναι το χωριό Γκιουμούς Κιοΐ (Gümüsköy). 
Συνοικισμό (μαχαλά) αυτού του χωριού αποτελεί το Γκιουμούς Μαντέν (Gümüs Maden), χωριό της μητέρας του συνοδού μας Κούρτογλου.
Όταν μπήκαμε στο χωριό, νιώσαμε μεγάλη απογοήτευση, διότι επρόκειτο για ένα «χωριό» με παμπάλαια, ετοιμόρροπα, σχεδόν εγκατελειμένα σπίτια.
Κι όμως, το χωριό αυτό πριν την Ανταλλαγή (1923) ήταν ένα πλούσιο Ελληνοχώρι, όπως τουλάχιστον διηγόταν η μητέρα του Κούρτογλου στα παιδιά της.
Αυτό το κλέος το μαρτυρεί η ύπαρξη (αν και ετοιμόρροπων) αρχοντικών, του χαμάμ που ακόμη λειτουργεί και των βουνών απο υπολείματα κάρβουνου απο τα μεταλεία αργύρου (gümüs), που λειτουργούσαν κάποτε.
Κατά μαρτυρία της μητέρας του Κώστα, περί τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν πια είχαν στερέψει τα μεταλλέια της Αργυρούπολης (Gümüshane) οι Έλληνες που ξέρανε πολύ καλά τη δουλειά του μεταλλεργάτη, αναζητώντας  νέες πηγές πρώτης ύλης, εγκαταστάθηκαν ομαδικά στην επαρχία αυτή του Νομού Τσορούμ, όπου φαίνεται πως υπήρχαν άφθονα μεταλλεύματα αργύρου (γκιουμούς – ασήμι).  Δεν είναι τυχαίο οτι σε μια τόσο μικρή επαρχία, η κωμόπολη λέγεται Γκιουμούς Χατζήκιοϊ, το χωριό Γκιουμούς Κιοΐ και ο συνοικισμός – μαχαλάς του χωριού αυτού Γκιουμούς Μαντέν.
Την πρώτη απογοήτευση μας διαδέχθηκε ενθουσιασμός, όταν οι θαμώνες του καφενείου μας καλωσόρισαν, μας κέρασαν τσάι και έδειξαν πρόθυμοι να μας μιλήσουν για την ιστορία του χωριού τους.
Παρήγγειλαν αμέσως σ’ έναν μεσόκοπο σαραντάρη να φωνάξει τον Ιμάμη να ανοίξει το τζαμί που πριν ήτανε Ελληνορθόδοξη Εκκλησία.
Με διάθεση ρουτίνας προχωρήσαμε προς το τζαμί γνωρίζοντας οτι σε λίγο θα έρθει κι ο Ιμάμης να μας ανοίξει την πόρτα.
Φτάνωντας στο τζαμί, με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για μία Εκκλησία που πρόσφατα ανακαινίσθηκε εντελώς. 
Η ανακαίνιση, που στοίχισε κατα δήλωση του Ιμάμη 100.000 δολάρια, σεβάσθηκε απολύτως τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του Ναού με εξαίρεση την κατεδάφιση του Ιερού και την ανέγερση νέου τοίχου, εναρμονισμένου με την λοιπή τοιχοποιΐα.  Τα παράθυρα, οι μαρμάρινες κολώνες, τα εξώθυρα, τα τόξα και τα σκαλιστά κάτω από τη στέγη, παρέμειναν όπως ήταν επί εποχής των Ελλήνων.  Ακόμη και οι εξωτερικές τουαλέτες, συντηρηθείσες, παρέμειναν στην αρχική μορφή της εποχής εκείνης.
Ο θαυμασμός μας μετατράπηκε σε έκπληξη όταν ο καταφθάσας Ιμάμης άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε στο Ναό.
Οι αγιογραφίες στους τοίχους και την οροφή ήτανε ολοζώντανες.  Τα μεταλλικά μανουάλια ήταν στις θέσεις τους.  Όλα τα ξύλινα μέρη (γυναικονίτης, τέμπλο, κλπ) ήταν περίτεχνα σκαλισμένα και βαμμένα με χρυσόσκονη.  Πάνω απο ένα καντύλι, είναι εντοιχισμένη μια μαρμάρινη πλάκα που γράφει στα ελληνικά  «έτος 1863». Στη βάση του γυναικωνίτη, μέσα σε κύκλους, είναι ζωγραφισμένες οι κεφαλές (τα πρόσωπα) των Δώδεκα Αποστόλων ανάμεσα σε ξυλόγλυπτα με απεικονίσεις αμπέλου.
Τελικά, οι αγιογραφίες, ο ουράνιος θόλος, ο γυναικωνίτης, τα μανουάλια, τα καντήλια, κλπ, σε υποβάλλουν Χριστιανικά και ξεχνάς εντελώς οτι εκείνη τη στιγμή βρίσκεσαι ταυτόχρονα και σ’ ένα μουσουλμανικό τέμενος.
Η αλήθεια είναι οτι η εκκλησία αυτή λειτουργεί σήμερα και ως μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί), αν και ο Ιμάμης ούτε καν υπαινίχθηκε να βγάλουμε τα παπούτσια μας.  Απο την πρώτη στιγμή μας αγκάλιασε ζεστά και μας συμπεριφέρθηκε εξ αρχής ως «ιδιοκτήτες» του Ναού.
Ομολογώ οτι εκείνο που με συγκίνησε περισσότερο και οδήγησε την κριτική μου σκέψη σε συγκρίσεις, δεν ήταν το γεγονός οτι μια Χριστιανική εκκλησία, έστω και με τον «εξοπλισμό» της, λειτουργούσε ως Μουσουλμανικό τέμενος.
Ήταν η χαρά, ο ενθουσιασμός, η λαχτάρα, η ικανοποίηση του Ιμάμη οτι μπόρεσε και ανακαίνισε αυτή την εκκλησία, οτι συντήρησε και διαφύλαξε ακέραιες τις τοιχογραφίες, το γυναικωνίτη, τα μανουάλια, τις μαρμάρινες κολώνες, τις επιτύμβιες πλάκες, ακόμη και τις τουαλέτες της εκκλησίας.
Και φανερά ικανοποιημένος μας παρουσίαζε το έργο του, θέλωντας να αποδείξει οτι «ένας είναι ο Θεός» και τον ίδιο αυτό Θεό λατρεύουν όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα αν τον ονομάζουν Θεό ή Αλλάχ.
Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς με τι χαρά μας έλεγε ο Ιμάμης οτι η εξώθυρα είναι η ίδια από την εποχή των Ελλήνων, οτι ο μαρμάρινος τάφος μπροστά πρέπει να είναι ο τάφος του Ιερέα της εκκλησίας, οτι ήξερε πως ο γυναικονίτης ήταν «άνωθεν της θύρας των εισερχομένων» αλλά για λόγους τεχνικούς τον μετέφεραν στην δυτική πλευρά του Ναού.
Αναμφίβολα αυτός ο Χριστιανικός Ναός ήταν το καμάρι του Ιμάμη και δεν το έκρυβε.  –«Το έβαλα στο Ίντερνετ», μας είπε με τα λαμπερά και χαμογελαστά του μάτια, «και έκτοτε παίρνω μηνύματα απο το BBC και Ευρωπαίους δημοσιογράφους.  Μετά την ανακαίνηση της εκκλησίας, οι επισκέπτες του χωριού μας αυξήθηκαν θεαματικά», κατέληξε ο φωτισμένος αυτός άνθρωπος.
Στις φωτογραφίες φαίνονται όλα αυτά που παραπάνω ιστορούνται.
Φεύγοντας δεν βρίσκαμε λόγια για να ευχαριστήσουμε τον θεόπνευστο Ιμάμη.
Κι εκείνος δεν έκρυβε πόσο χαρούμενος ήταν που τον αξίωσε ο Θεός να κάνει αυτό το έργο και να το επιδεικνύει τώρα με καμάρι στους παλιούς κτήτορες του.
Ήταν ολοφάνερο οτι ο ίδιος ένιωθε συνιδιοκτήτης του Ναού, μιας και Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι λατρεύανε τον ίδιο Θεό μέσα στον ίδιο χώρο.