Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Πέμπτη, 23 Απριλίου 2020 21:58

Αναμνήσεις από τo Κουρμπάνι και την Πιρπέρω των Σιναπλιωτών

Γράφει ο Τάσος Γιοβανούδης. 

Το έθιμο, όπως το περιγράφω, πραγματοποιείται στο Πολύκαστρο Κιλκίς και στη Μεσσούνη Κομοτηνής. Με μικρές διαφορές, συνήθως στα τοπικά πανηγύρια, τελείται από τους απογόνους όλων των χωριών της επαρχίας Καβακλή της Ανατολικής Ρωμυλίας.

 

Πλησιάζει το έθιμο της Πιρπέρως και το Κουρμπάνι, που πραγματοποιούνται ανελλιπώς, όπως επιτάσσει η παράδοση των Σιναπλιωτών.

Φέτος όμως, 26 και 27 Απριλίου, είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί, λόγω της επιβεβλημένης καραντίνας για υγειονομικούς λόγους.

Ευκαιρία λοιπόν να καταγράψω τις παιδικές μου αναμνήσεις, βοηθούμενος και από τα Λαογραφικά, του Γιάννη Αλεξίδη και το φωτογραφικό μου αρχείο.

Η Πιρπέρω και το Κουρμπάνι είναι δυο παράλληλα έθιμα που έφεραν οι πρόγονοί μας από το Σιναπλή της Ανατολικής Ρωμυλίας και πραγματοποιούνται την πρώτη Κυριακή και τη Δευτέρα, μετά την εορτή του Αγίου Γεωργίου.

Την Κυριακή το μεσημέρι, περνούσε από το σπίτι μας μια μεγάλη ομάδα νεαρά κορίτσια, ξυπόλητες, με πρόχειρα φουστάνια και ξέπλεκα μαλλιά, ώστε να έλθει η βροχή εύκολα και ελεύθερα, κρατώντας στα χέρια μπαρατσούδια ή μπακιρούδια, γεμάτα  με νερό (δοχεία νερού) και βούζιουα (ματσάκια λουλούδια και πρασινάδες εποχής).

Στα νεώτερα χρόνια, που το έθιμο οργανώθηκε από τους συλλόγους, οι κοπέλες ντύνονται με τις εξαιρετικές παραδοσιακές φορεσιές, τις ολοκέντητες τσούκνες.

Μια κοπέλα από αυτές είχε στεφάνι στα μαλλιά και στη μέση. Αυτή ήταν η Πιρπέρω. Το έθιμο ήθελε την Πιρπέρω να είναι ορφανή από μητέρα.

Η μάνα μου, θυμούμαι ότι είχε κοντά της ένα μπακίρι γεμάτο με νερό, ένα μαστραπά και το κόσκινο για το αλεύρι.

Μπαίνοντας οι κοπέλες στην αυλή, με την Πιρπέρω πρωτοπόρα, χόρευαν σε κύκλο, σα σε Διονυσιακή παράσταση τραγουδώντας.

Μερικές παραλλαγές των στίχων που τραγουδούσαν:

 

- Πιρπιρούδα πιρπατούσε, του Θιό παρακαλούσι, βρέξι Κύριε μ, στάξι Κύριε μ, για να γίνουν τα σιτάρια, Πιρπέρω  δροσέρω,

- Η Πιρπέρου παρπατεί, τουν Θιό παρακαλεί, για να πέσει νια βρουχή, για να γίνουν τα σταράκια και της μπάμπως τα κουκάκια.

- Η πιρπιρούνα παρπατεί, του θιό παρακαλεί,βρέξι Κυριεμ΄νιά βρουχή, νια βρουχή τρανή βρουχή, να βραχούν οι τσιουμπαναίοι, να βραχούν κι οι γελαδαραίοι

- Πιρπιρούνα παρπατεί , του θιό παρακαλεί , βρέξι Κυριεμ΄ στάξι Κύριε μ΄ 

για να γίνουν τα ψωμάκια, κι της μπάμπως τα κουκάκια.

 

Συγχρόνως ράντιζαν παντού, όπως ο παπάς τα Θεοφάνια, βρέχοντας και τη νοικοκυρά.

Η μάνα μου, με το μαστραπά,   προσπαθούσε να τις βρέξει με το νερό από το μπακίρι και τα κορίτσια, έτρεχαν να προφυλαχτούν, γελώντας χαρούμενες.

Βέβαια στο δρόμο δεν έλειπαν και τα παλληκάρια, που περίμεναν το βρέξιμο από την καλή

τους.

Στη συνέχεια γινόταν κύκλος και στη μέση η Πιρπέρω έπαιρνε το κόσκινο της νοικοκυράς και το κυλούσε στην αυλή λέγοντας:

- Άιντε τώρα δα γκυλίσ του κόσκινου, άιντι να ιδούμι πώς δα κάτσει, άμα είνι ανάσκιουα δα βρέξ, άμα είνι μπρούμτα δεν δα βρέξ. 

 Το κόσκινο κυλούσε, αν έπεφτε κανονικά τα σημάδια ήταν καλά, θα είχε βροχή και μπερεκέτι το σπίτι.

Μετά το τέλος του εθίμου τα κορίτσια έτρωγαν αυγά τηγανιτά στο σπίτι της Πιρπέρως και έβαφαν κόκκινα τα υπόλοιπα, που μοιράζονταν στο Κουρπάνι. 

Με το αλεύρι και το αλάτι που έπαιρναν, σα δώρο  από τις νοικοκυρές, την επόμενη ημέρα, έκαναν το ψωμί της Πιρπέρως, που το μοίραζαν  και αυτό, κυρίως στους ξένους (φιλοξενούμενους), το απόγευμα στο Κουρμπάνι.

Τρεις μωρομάνες, σύμβολα γονιμότητας, στο σπίτι της Πιρπέρως έκαναν το ψωμί. Η μία κοσκίνιζε το αλεύρι, η άλλη  ζύμωνε το ψωμί και η τρίτη έκαιγε (άναβε) το φούρνο.

Τα κεριά και το λιβάνι, που επίσης προσέφερε η νοικοκυρά, τα παρέδιδαν στην επιτροπή της εκκλησίας.

Από το απόγευμα της Κυριακής, οι άνδρες του χωριού, με πρωτεργάτες την εκκλησιαστική επιτροπή άρχιζαν την προετοιμασία για το Κουρμπάνι.

Αντάμωναν με τους τσομπάνηδες, έβλεπαν, έλεγχαν και έπαιρναν τις μαριές (πρόβατα που δεν γεννούσαν). Συνήθως τα πρόβατα ήταν προσφορά-δωρεά των τσομπάνηδων.

Κανόνιζαν πόσα και από πού θα πάρουν, γανωμένα και καθαρά καζάνια,  για το βράσιμο του κουρμπανιού, συγκέντρωναν ξύλα για το πολύωρο βράσιμο, ώστε το πρωί της Δευτέρας να είναι όλα έτοιμα.

Μέλη της εκκλησιαστικής επιτροπής γυρνούσαν όλα τα σπίτια του χωριού και καλούσαν τους χωριανούς  να βοηθήσουν οικονομικά, με μετρητά ή με γεννήματα.

- Ήρθι στου σπίτ΄ σας η Άγιους. Μαζούνουμι ιά τουν Άιο.

Το πρωί της Δευτέρας, στον αυλόγυρο της εκκλησίας κατέφθαναν άνθρωποι που κάθε χρόνο βοηθούσαν με την γνώση και το μεράκι τους στην διεκπεραίωση του εθίμου, σφάχτες, μάγειροι και άλλοι βοηθητικοί .

Το τελετουργικό της θυσίας άρχιζε με τον σφάχτη των ζώων που άναβε τρία κεριά και θυμιάτιζε τον τόπο της θυσίας και τα θυσιαζόμενα ζώα τρεις φορές. Έκανε στη συνέχεια, κοιτώντας προς την ανατολή, τρεις φορές το σταυρό του και σταύρωνε με το μαχαίρι από τρεις φορές κάθε ζώο, πριν αρχίσει τη θυσία.

Τα σφάγια τεμαχίζονταν σε μοίρες (κομμάτια κρέας) και άρχιζε το βράσιμο, ώστε το απόγευμα να είναι έτοιμα.

Όσοι συμμετείχαν στην προετοιμασία, έπιναν τα τσιπουράκια τους, μασαλεύοντας  και τσιμπολογώντας.

Το απογευματινό χτύπημα της καμπάνας σήμαινε τη συγκέντρωση, σε μεγάλο κύκλο στην αυλή της εκκλησίας.

Όλοι στολισμένοι με τα καλά τους, έπαιρναν θέσεις. Επίσημοι προσκεκλημένοι ήταν η οικογένεια του αστυνόμου, οι χωροφύλακες που δεν ήταν υπηρεσία, ο δάσκαλος, ο Πρόεδρος, ιερείς και φίλοι από τα διπλανά χωριά.

Οι γυναίκες, άνοιγαν τ΄μισάουα (μεσάλα-υφαντό ύφασμα),  άφηναν στο έδαφος το μπαρατσούδ, άνοιγαν τ΄ μισαούδα (μικρή μεσάλα) και έβγαζαν τη φρεσκοψημένη και όμορφα στολισμένη μπουγάτσα (μεγάλο γλυκόψωμο), τα μικρά σουμουνούδια-μπουγατσούδια και τυρί. Είχαν και μια γκούπζα (κούπα) και ένα χλιάρ (κουτάλι), για τον άντρα, τουν αφέντ. Μόνο οι άντρες έτρωγαν επί τόπου, γεμίζοντας με μουξιές (μπουκιές) ψωμί την γκουπζούδα με το κουρπάνι. Οι γυναίκες έτρωγαν στο σπίτι. Τρέχαμε εμείς, τα βαφτιστικά, να πάμε τη μπουγατσούδα στο νουνό και στη νουνά,  πάντα περιμέναμε κάτι να μας χαρίσει.  Το σχολείο ήταν κλειστό αυτή τη ημέρα. 

Στη μέση του μεγάλου κύκλου που σχημάτιζαν όλοι οι χωριανοί, ήταν τα καζάνια με το κουρμπάνι ( βραστό), το τραπεζάκι να ακουμπήσει ο παπάς τα βιβλία με τις ευχές και το Ευαγγέλιο, δίπλα του ο ψάλτης, ένα παιδί με το θυμιατό, που κάποια φορά ήμουν και εγώ.

Μετά το τέλος της λιτανείας κουβαλούσαν οι άνδρες τα καζάνια και έβαζαν με την κουτάλα μια μοίρα (κομμάτι κρέας) και ζουμί στο κάθε μπαρατσούδ(ι).

Τα κορίτσια μοίραζαν στους φιλοξενούμενους, κόκκινα αυγά και φέτες από το ψωμί που έκαναν το πρωί με το αλεύρι της Πιρπέρως.

Μετά το τέλος, τα κορίτσια και τα παλληκάρια στολισμένα με τα ωραιότερα ρούχα τους έστηναν τρικούβερτο γλέντι, μέχρι αργά το βράδυ.

Το Κουρπάνι, για τους Σιναπλιώτες ήταν ένα δεύτερο Πάσχα.

Η υπαίθρια προσευχή, ήταν παράκληση, λιτανεία επίκλησης βοήθειας του Υψίστου. Με το κεφάλι σκυφτό, τα καπέλα στο χέρι, τη μαντήλα σφιχτοδεμένη. Με αυθόρμητες γονυκλισίες πίστης, μετάνοιας και ειλικρινή σταυροκοπήματα, ευχαριστούσαν το Θεό για το προηγούμενο μπερεκέτι και τον παρακαλούσαν να βρέξει και φέτος , να μη ρίξει χαλάζι, να μην γίνουν καταστροφές, ώστε να εξασφαλίσουν τα αγαθά που είναι απαραίτητα για την αξιοπρεπή επιβίωση της οικογένειας.

Οι παρακλήσεις, όταν είναι ειλικρινείς και υπάρχει πίστη στο Θεό, πάντοτε εισακούονται. Τέτοιες ήταν οι παρακλήσεις των Σιναπλιωτών.

Θυμούμαι ότι για ένα δύο χρόνια επικράτησαν μικρότητες και αντιδικίες, που δεν επέτρεψαν να γίνει η Πιρπέρω και το Κουρπάνι. Ο χειμώνας πέρασε, η άνοιξη έφθασε στη μέση και σταγόνα βροχή δεν έπεφτε. Στη γη άνοιξαν χαραματιές, τα πηγάδια είχαν ελάχιστο νερό. Τότε παραμέρισαν τις διαφορές του, έκαναν τη δέηση και θυμούμαι ότι φθάσαμε μέχρι τα τσαΐρια, ψάλλοντας το Κύριε ελέησον.

Άκουσε ο Θεός την παράκλησή μας και μέχρι να επιστρέψουμε μουσκέψαμε και η γη χόρταση με ευεργετικό νερό.

Κάθε χρόνο όμως είχαμε και παράπονα. Στη διανομή, τη μοιρασιά, όπως σε όλες τις μοιρασιές, υπήρχαν προβλήματα. Νάχαμε να λέμε για καμιά βδομάδα.

- Μένα μουναχά κόκαουα  μ΄έδουσαν, Μένα ούλου λίπους ήταν, Μένα τοσουιά ήταν του κριάς.

(Εμένα μόνο κόκκαλα μου έδωσαν, εμένα λίπος, εμένα τόσο δε μικρό κομμάτι ήταν το κρέας).

- Πόθεν ν΄απουμίν κριάς, ούλου τόφαουαν, που τα σαμπάλια μέχρι του δειλνό έψεναν κι έτρουαν, τι θαρείτε, ιατί καμν ότι βουηθούν, να φαν πααίν, πότι δα χουρτάς η κόουϊτς.

(Πώς να μείνει κρέας, όλο το έφαγαν, από το πρωί μέχρι το απόγευμα έψηναν και έτρωγαν. Τί πιστεύετε ότι πηγαίνουν να βοηθήσουν, να φάνε πηγαίνουν, πότε θα χορτάσει ο κώλος τους).

Αυτά και άλλα πολλά ακούγανε όσοι κοπίαζαν, ευτυχώς δεν θύμωναν και το έθιμο, γνήσιο και πατρογονικό, συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Το έθιμο πραγματοποιείται ανελλιπώς με πρωτεργάτη το σύλλογο και τους άοκνους μαγείρους και βοηθούς. Τα καζάνια είναι του συλλόγου, δεν υπάρχουν σφαχτά επί τόπου, αλλά κρέατα από τα κρεοπωλεία, όπως επιβάλλεται και από τους υγειονομικούς κανόνες. Κατά τα άλλα, όλα ίδια, σύμφωνα με την παράδοση.

Έχουν την ευλογία της εκκλησίας και τις ευχές και ευχαριστίες όλοι που συμμετέχουν και βοηθούν στη διεκπεραίωση του εθίμου.

Δεν πρέπει να αφήσουμε και φέτος το χρέος. Να κάνουμε την παράκληση στο Ύψιστο. Η Πιρπέρω να γίνει σε κάθε σπίτι. Η νοικοκυρά, δροσίζοντας την αυλή της με μια όμορφη ανοιξιάτικη ανθοδέσμη, να ετοιμάσει το παραδοσιακό Κουρπάνι και να ψήσει τη νόστιμη μπουγάτσα. Είναι τάμα και ο Άγιος το τάμα του το περιμένει.   

Πιστεύω βέβαια ότι η Πρόεδρος και το Διοικητικό Συμβούλιο, στο Κουρπάνι του 2021, όπου θα φροντίσω να είμαι παρόν, δεν θα φάνε τις καλές τις μοίρες και σε μένα θα σερβίρουν, άλμα (λίπος) κι κόκαουα (κόκαλα).

 

Απρίλιος 2020