Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024, 1:43:51 πμ
Πέμπτη, 18 Ιουνίου 2020 21:07

Απογοήτευση και θλίψη

Γράφει ο Αναστάσιος Αμανατίδης.

Συνέχεια (τελευταία) από την εργασία μου (υπό έκδοση) ‘Από την ορεινή Γιάτζιουλου-Ρεσατιάς-Ορντού- Τουρκίας στο ημιορεινό Παρόχθιο-Κιλκίς-Ελλάδας.

…Δεν θέλω και δεν εννοώ να γράψω ιστορία, άλλωστε δεν είμαι ιστορικός, αλλά σημειώνω μερικά πράγματα, που κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να είχαν αναδειχθεί περισσότερο. Τουλάχιστον από τους νεώτερους Πόντιους, αλλά και μη, ιστορικούς και πολιτικούς. Κυρίως τους δεύτερους! Αλλά και οι πρώτοι, που δεν είναι λίγοι, αλλά πολλοί και κατά τα άλλα πολυγραφότατοι!


Εννοώ να καταγράψουν τις πολιτικές, που επιλέχθηκαν από τους συμμάχους να εφαρμοσθούν στην περί την Μαύρη Θάλασσα περιοχή και τα στενά όρια του Πόντου, που μας αφορούν άμεσα, που κατά την γνώμη μου δεν αξιολογήθηκαν επαρκώς, όσο και όπως έπρεπε!
Καμία πρόταση συνηγορίας, ούτε οι εκκλήσεις για την προστασία των Ποντίων δεν ευδοκίμησαν! Έτσι οι Πόντιοι αφέθησαν απελπιστικά μόνοι, χωρίς καμία δύναμη, ούτε και η Ελλάδα να αναλαμβάνει την εντολή προστασίας τους.
Εγκαταλείφθηκαν μέσα σε λίγο χρόνο στο έλεος, τόσον των ανεμπόδιστων συντεταγμένων στρατιωτικών μονάδων της Στρατιάς του Καυκάσου (Ανατολής), που έδρευε εκεί κοντά στο Ερζιγκιάν της ΒΑ Τουρκίας, όσον και των πάσης φύσεως κατάλληλα φανατισμένων κακοποιών συμμοριών ατάκτων ( τσιετών ή τσιετέδων), μεταξύ των οποίων και πολλών πρωτόγονων παραστρατιωτικών Κούρδων και φανατικών Λαζών, ως και ελληνόφωνων Τονγιαλήδων, αυτών, που μέχρι σήμερα ομιλούν το ποντιακό γλωσσικό ιδίωμα, (εξισλαμισμένοι Πόντιοι;).
Οι τελευταίοι, καθώς διατεινόταν ο πατέρας Τήμος, (Δήμος, Δημήτρης Αμανατίδης) ήταν πιο επικίνδυνοι, ως υποκριτές, διότι λόγω γλώσσας έλεγε, δυσκολευόμασταν να αντιληφθούμε τον ύπουλο και προδοτικό ρόλο τους! Ώσπου να τους καταλάβουμε, μας έπαιρναν από λόγια, παριστάνοντας τους ‘ημετέρους’! (έτανε κι άλλο ‘σκύλ’- αφορισμέν’).
Το όραμα του Ανεξάρτητου Πόντου διαλύθηκε εντός ολίγου, εκτεθειμένο και απροστάτευτο απέναντι στην εθνικιστική μανία, που έντεχνα ευνοήθηκε και καλλιεργήθηκε με τη μορφή του εθνικιστικού κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ.
Την ίδια εποχή εδραιωνόταν ο μπολσεβικισμός στη Ρωσία, βορειότερα της Τουρκίας, με τον Λένιν να προσπαθεί και τελικά να πετύχει προσέγγιση με τον Κεμάλ.
Ήταν μία προσέγγιση δύο διαφορετικών γειτονικών επαναστάσεων, που όμως παρόλη τη διαφορετικότητά τους, η συνεργασία ‘βόλευε’ και τους δύο. Οι μεν Μπολσεβίκοι εξασφάλιζαν τα νώτα τους, από την πάντοτε εχθρική Τουρκία, ο δε Κεμάλ εξαργύρωνε την ‘φιλία’ με πολεμικό υλικό και χρήμα!
Επαναλαμβάνω τη γνώμη μου, ότι ο φόβος, που δεν βλέπω να τον επικαλούνται πολύ οι πολιτικοί, ο φόβος λέγω από την επαναστατημένη Ρωσία, υποχρέωσε τις μεγάλες νικήτριες δυνάμεις, να αλλάξουν πολιτική για την περιοχή αυτή της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Τουρκίας. Διότι βλέπουμε, ότι ενώ αφόπλισαν και διέλυσαν, από της λήξεως του μεγάλου πολέμου, όλον τον στρατό της Τουρκίας και αποθήκευσαν τον οπλισμό και τα πυρομαχικά του, εν τούτοις επέτρεψαν τη διατήρηση ακέραιης της Τέταρτης Τουρκικής Στρατιάς του Καυκάσου υπό τον στρατηγό Κιαζήμ Καράμπεκήρ, να ελέγχει την περιοχή. Η στρατιά αυτή, όπου υπηρετούσε και ο γνωστός μας, από τα Γιάννενα και το Μπιζάνι, ελληνομαθής Βεχήπ πασάς, προσχώρησε, όταν ήρθε η ώρα, στο εθνικιστικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ, που επαγγέλλονταν Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας!
Στην στρατιά αυτή, που είχε έδρα το Ερζιγκιάν, (το Ερζιγκιάν βρίσκεται λίγο νοτιότερα, εκτός Πόντου), ανήκαν και οι οργανωμένες τουρκικές στρατιωτικές μονάδες που έλεγχαν την περιοχή της Γιάτζιουλους και της Μελανθίας (Melet) και της οποίας ένα τάγμα έδρευε στη δική μας πολιτεία Ρεσαδιέ και ένα άλλο στη γειτονική Μεσουδιέ. (Ο Βεχήπ πασάς είχε την έδρα του στο σχετικά κοντά στην Γιάτζιουλου Σούσεχιρ ή Ανδρές ή Αντριάς. Εκεί τον επισκέφθηκε ο Δεσπότης Αμασείας Γερμανός Καραβαγγέλης και εκεί δέχθηκε τους απεσταλμένους του Χρύσανθου Τραπεζούντος, που τον εκλιπαρούσαν προστασία και έλεος. Με το Αντριάς, που δοκίμασε τη εγκληματική συμπεριφορά του Τοπάλ Οσμάν, είχαν και κάποιες σχέσεις οι Γιατζιουλήδες).
Από την στρατιά αυτήν προέρχονταν τα συντεταγμένα στρατιωτικά τμήματα, που στράφηκαν εναντίον των Ποντίων ανταρτών.
Δεν κάνει εντύπωση στον αναγνώστη, ότι ενώ σε ολόκληρη και απέραντη Οθωμανική αυτοκρατορία, ο τουρκικός στρατός με εντολή των συμμάχων και με σύμφωνη γνώμη του υποχείριου Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη, αφοπλίσθηκε και διαλύθηκε, παρέμεινε άθικτη μόνον η Στρατιά του Καυκάσου; Ποιον φοβότανε οι σύμμαχοι;
Δεν νομίζω ότι πιστεύει κανείς, ότι τους προόριζαν, για να καταστείλουν το Ποντιακό αντάρτικο!
Έχω την γνώμη ότι ό φόβος των επικίνδυνων, για τους συμμάχους, μπολσεβίκων, οδηγούσε πλέον τους συμμάχους στην κατάστρωση νέων σχεδίων!
Ή το άλλο που είναι επίσης άξιο σχολιασμού: Πόση εγγύηση εξασφάλιζαν οι Τούρκοι στρατοχωροφύλακες, που με εντολή των συμμάχων τοποθετήθηκαν ως φύλακες στις κατά τόπους αποθήκες, όπου αποθηκεύτηκε ο οπλισμός του αφοπλισμένου τουρκικού στρατού; Βάλανε τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα, που λέει ο λαός.
Έτσι καταβροχθίστηκε με σχετική ευκολία, όταν ήρθε η ώρα της, η μικρή και αδύναμη Αρμενία το 1921, που η παρουσία της εκτιμήθηκε, ότι δεν προστάτευε τα συμφέροντά των συμμάχων χριστιανών και εξανεμίστηκε το συναισθηματικό και ανθρωπιστικό προσωπικό ενδιαφέρον του προέδρου της ανερχόμενης ισχυρής και κραταιής Αμερικής Ουίλσον, αλλά και των λοιπών φιλικών ηγετών. (Ο Αμερικανός πρόεδρος εγκατέλειψε, όχι μόνο την Αρμενία που υπεραγαπούσε, αλλά και την διάσκεψη ειρήνης στο Παρίσι στα μισά και αναχώρησε για την Αμερική, αφήνοντας στη μέση την τύχη της διάσκεψης στους Ευρωπαίους ηγέτες, οι οποίοι ενεργούσαν πλέον φανερά πάνω, αλλά και ‘κρυφά’ κάτω από το τραπέζι, έκαστος για τον ιδικό του λογαριασμό. Για να αποδειχθεί, ως τρανό παράδειγμα, ότι η πολιτική και τα συμφέροντα δεν στηρίζονται στα συναισθήματα.
Έχοντας αυτά υπόψη και με την άνεση της εκ των υστέρων γνώσης, λέμε ότι ήταν πολιτικά άκαιρο για τους ‘απολίτικους’ Ποντίους των αστικών κέντρων, (πολύ περισσότερων των ‘αγροίκων’ της υπαίθρου), να παρασυρθούν από τις ‘αγαθές’ προθέσεις του προέδρου της Αμερικής Ουίλσον και να πιστέψουν στις προτάσεις του για αυτονομία των επί μέρους μειονοτήτων, εφ’ όσον πληρούν κάποιες προϋποθέσεις, κυρίως πληθυσμιακές, όπως στον απομονωμένο Πόντο και να επιμείνουν, σε αυτήν την φάση, χωρίς βοήθεια κανενός, ούτε και του κυβερνήτη μεγάλου Ελευθερίου Βενιζέλου, εκεί στις εσχατιές της Ανατολής, να επιμείνουν λέγω στον αγώνα για ανεξάρτητο και αυτόνομο Πόντο!
Γιατί αυτή η επιμονή της πολιτικής και εκκλησιαστικής ηγεσίας των Ποντίων, αποτέλεσε την αφορμή της δεύτερης φάσης της γενοκτονίας της μετά την 19η Μαΐου 1919, ενώ έστειλε στα δικαστήρια της Αμάσειας, τα λεγόμενα της Ανεξαρτησίας (το Ανεξαρτησίας αφορά την Τουρκία) και με συνοπτικές διαδικασίες στην αγχόνη, την οικονομική, πνευματική και επαγγελματική ηγεσία, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, τον δε άμαχο πληθυσμό τον πρόσφερε ανυπεράσπιστο, βορά στους τσιέτες του αρχιδολοφόνου Τοπάλ Οσμάν και όσους δεν πρόλαβε αυτός, τους αποτέλειωσαν οι εξοντωτικές πορείες θανάτου στα βάθη της Ανατολής και η πατρίδα όπου έζησαν επί εικοσιεπτά αιώνες, να εγκαταλείπεται τελικά, κακήν κακώς, οριστικά!
Δε λέγω, ότι οι Τούρκοι, άπαξ και έβαλαν στο νου τους να φτιάξουν εθνικά ομοιογενές κράτος, θα τα κατάφερναν, αλλ’ ίσως να το πετύχαιναν με άλλο τρόπο. Ας μη ξεχνούμε ότι η ιδέα της ανταλλαγής των πληθυσμών, ρίχθηκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, με πρόταση της Τουρκίας, από το 1914, και πάντως με πολιτικά μέσα, ύστερα από την κατάσταση, που διαμορφώθηκε από τους βαλκανικούς πολέμους. Ο παγκόσμιος πόλεμος που ακολούθησε, απλώς διέκοψε τις συνομιλίες.
Με αυτές τις παραπάνω σκέψεις και συλλογισμούς αναρωτιέμαι, ποια Αρμενία και ποιος Πόντος και ποια Ελλάδα θα ήταν ικανή να προστατέψει τα συμφέροντα των ‘χριστιανών’ Ευρωπαίων συμμάχων. Τα συμφέροντα που εννοούμε, συμπυκνώνονταν στην εκμετάλλευση των πρώτων υλών και των προϊόντων των Ινδιών, την ασφαλή μεταφορά τους προς την Ευρώπη, την διεύρυνση των αγορών για τα δικά τους προϊόντα και κυρίως την εξασφάλιση της εκμετάλλευσης των χρυσοφόρων πετρελαϊκών πηγών της Μοσούλης και του Περσικού κόλπου, για τις ανάγκες της αναπτυσσόμενης βιομηχανίας τους, για να μην πούμε και τα πετρέλαια του Μπακού της Κασπίας!
Βλέποντας όλα αυτά τώρα με την ψυχρή λογική της παρέλευσης εκατό χρόνων, νομίζω οι σκέψεις μου αυτές δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Και να τονισθεί ότι οι ελπίδες για τα συναισθήματα που επικαλούμαστε, πως έπρεπε να κυριαρχήσουν στις αποφάσεις των συμμάχων αποτελούσαν και εξακολουθούν να αποτελούν ‘όνειρα καλοκαιρινής νύχτας’!
Τέλος