Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024, 5:36:44 μμ
Πέμπτη, 03 Ιουνίου 2010 20:30

Δέσποινα Πολυχρονίδου : Το ταξίδι στον Πόντο ήταν η συγκλονιστική εμπειρία

polyxronidou


Συγκλονισμός που με ταξίδεψε στο χρόνο πίσω, στο παρελθόν. Κι ήταν κάτι πιο δυνατό κι από τα εφηβικά όνειρα. Κάτι πιο πέρα από τα ως εκείνη τη στιγμή όριά μου. Ήταν ο μέγας Έρωτας. Έρωτας που με απέσπασε από το σήμερα εκείνου του ταξιδιού πηγαίνοντάς με στους χρόνους της μυθολογίας. Που με ταξίδεψε στην ιστορία της προγονικής γης μου. Στη δόξα της φυλής, στον πολιτισμό της. Και στη μεγάλη τραγωδία. Στην τραγωδία της άλωσης. Στην άλωση της Πόλης, στην άλωση της Τραπεζούντας.Στην άλωση της γης των Ελλήνων. Στην ταπείνωση και τον ανελέητο ξεριζωμό. Απορροφήθηκα απ’ αυτό το παρελθόν γιατί δεν άντεξα την πραγματικότητα. Κι ήταν σαν μέσα απ’ αυτό το παρελθόν, όπου προσέφυγα, να έβλεπα το μέλλον. Αυτό το μέλλον, που ήμασταν εμείς οι Έλληνες, εκεί, στην τωρινή Τουρκία, την κάποτε δική μας γη, οι Έλληνες ταξιδιώτες της Ένωσης Ποντίων Πιερίας. Μαζί τους κι εγώ. Μέσα μου θυμός κι οργή. Μ’ αυτόν το θυμό και μ’ αυτήν την οργή- δεν τα ‘χω με τους Τούρκους, μ’ εμάς τα ‘χω, εμπνεύστηκα τα δύο τελευταία μου βιβλία. Την ποιητική Σύνθεση, «Της Δόξας και του Ελέγου» και το οδοιπορικό, «Ταξίδι στο Χρόνο - Τόπο του Χθες και του Σήμερα». Εμπνευσμένα απ’ αυτό το παρελθόν, ένα παρελθόν μύθος, από τον οποίο μύθο, όπως γράφω στο οπισθόφυλλο, δε μπορούμε να αποδεσμευτούμε. Που τον συντηρούμε με τ’ όραμα να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο. Να γίνει ο κόσμος αντάξιος μεγάλων στιγμών, στιγμών πολιτισμού κι αξιοπρέπειας, του παρελθόντος μας.
Μια και ο λόγος για το παρελθόν, επιτρέψτε μου να σας ταξιδέψω στο δικό μου μικρό κι απλό παρελθόν. Ένα παρελθόν που χάραξε το δρόμο μου. Το δρόμο που μ’ έφερε σήμερα εδώ να σας μιλήσω για το βιβλίο μου, Ταξίδι στο Χρόνο – Τόπο του Χθες και του Σήμερα: Όταν μαθήτρια, τα χρόνια του Δημοτικού Σχολείου, σκαρφιζόμουν, καθώς συμβαίνει με πολλά παιδιά, στίχους. Κάτι σαν παιχνίδι ήταν. Ένα παιχνίδι μίμησης, πως μιμούμαι ποιητές, θεωρώντας το. Κι είναι πολύ φυσικό. Το παιδί, το παιδί ο άνθρωπος, έχει μέσα του το ρυθμό, την αρμονία. Όμως αυτό το παιχνίδι, μου έγινε συνήθεια, ένα κάποιο πάθος μετά, στα χρόνια της εφηβείας.
Στο Γυμνάσιο, στην Τάξη Εβ΄ (Τρίτη γυμνασίου δηλαδή), είχα, για πολύ λίγο διάστημα, καθηγήτρια τη γνωστή ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη. Η οποία και με συμβούλευσε να συνεχίσω να γράφω. Και να διαβάζω πολύ ποίηση. Παραδοσιακούς Έλληνες ποιητές. Και σύγχρονους. Έλληνες και ξένους. Την ευγνωμονώ. Τιμώ τη μνήμη της με σεβασμό. Στη Στ΄ (Τετάρτη γυμνασίου), σε μια έκθεση με θέμα, «Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, τόλμησα κι έγραψα πως θέλω να γίνω ένας θηλυκός Όμηρος! Ακόμα και τώρα με ξαφνιάζει αυτό το θράσος μου. Όμως ο αείμνηστος καθηγητής μου, Α. Αποστολόπουλος, ο πιο πατρικός, ο πιο σεβαστός, ο πιο αγαπημένος μου καθηγητής, δεν το ‘δε άπρεπο- λόγω προφανώς του νεανικού ενθουσιασμού μου. Εξάλλου αφορμή παίρνοντας από μια, διαφορετικής κρίσης και γραφής, θέση- άποψη σχετικά με εργασίες, με βοήθησε να βρω το δρόμο μου, συμβουλεύοντας με να συνεχίσω να γράφω.
Σπούδασα θέατρο. Το υπηρέτησα ως στάση ζωής, ως θρησκεία, όχι ως επάγγελμα προβολής. Το Θέατρο με δίδαξε να αναλύω και να εμβαθύνω σε καταστάσεις κοινωνικές, να αναλύω και να εμβαθύνω σε ιστορικά γεγονότα, να αναλύω και να εμβαθύνω στο χαρακτήρα  των ηρώων μου. Οι θεατρικοί συγγραφείς, το θεατρικό έργο, η ανάλυση και εμβάθυνση που χρειάζεται για να ανέβει στη σκηνή ένα έργο, λειτούργησαν ως δάσκαλοί μου. Την όποια καλή επίδοση αν έχω ή ίσως έχω, στη Λογοτεχνία, την οφείλω κατά πολύ στο Θέατρο. Και στην τύχη μου να έχω κάποιους δασκάλους και καθηγητές που με βοήθησαν καθοδηγώντας με. Καθοδηγώντας με στο δρόμο που είδαν ότι μπορώ ν’ ακολουθήσω.
Θα ‘θελα τώρα να σας διαβάσω δύο σελίδες από το βιβλίο, για το οποίο μου κάνατε την τιμή να ‘ρθω να σας το παρουσιάσω, το οδοιπορικό Πόντος: Ταξίδι στο Χρόνο – Τόπο του Χθες και του Σήμερα, Έκδοση του Εκδοτικού Οίκου «Αδερφών Κυριακίδη», 2009.

Παρουσίαση του βιβλίου «Η Τελευταία  Κυριακή από την φιλόλογο Έλλη Τσιτουρίδου – Αράπογλου, Έκδοση του Οίκου «Δωδώνη», 2002

«Ένα βιβλίο ορόσημο του σημερινού μας κόσμου κι αυτών που τον κατοικούν», χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα της Δέσποινας Πολυχρονίδου «Η τελευταία Κυριακή», η γνωστή συγγραφέας Έρση Λάγκε στην κριτική της που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2003 στη λογοτεχνική εφημερίδα «Νουμάς». Κι είναι ασφαλώς ένα βιβλίο όπου συνδυάζονται αφηγηματική δύναμη και διαύγεια με στοχαστικές εμβαθύνσεις. Και αν και δε λείπει από τη δράση των ηρώων το στοιχείο της τραχύτητας, ειδυλλιακά, λυρικά και λίγο παραμυθένια, αρχίζει το μυθιστόρημα της η Δ.Π. «Το παράξενο κελάηδημα έσερνε μέσα του νοσταλγία ανθρώπου που είδε και έζησε πολλά», μας λέει από τις πρώτες κιόλας αράδες, περιγράφοντας το τοπίο, τοπίο – χώρο, όπου εκτυλίσσεται ο μύθος. Και συνεχίζει, «τι έζησε, πώς έζησε, είναι η δική της ιστορία που τη ζει μόνη, μέσα από σκληρές μνήμες, η γριά Μαρούσα…», η Μαρούσα που μαζί με την άλλη ηρωίδα της «Τελευταίας Κυριακής», την Κύρα, βιώνουν τη μοναξιά μέσα σ’ αυτό το ειδυλλιακό τοπίο, ένα τοπίο – χώρος όπου συγκρούονται κι οι νέες κοινωνικές αντιλήψεις.
Η Δ. Πολυχρονίδου, ταλέντο δυνατό και πηγαίο, κρατά μέσα της βαθιές τις ρίζες της παράδοσης και τις εθνικές περιπέτειες, ιδιαίτερα του ανατολικού Ελληνισμού από τον οποίο κατάγεται.
Θυμάται την ανταλλαγή η Μαρούσα, τον σκληρό ξεριζωμό, όταν δεκαοχτάχρονη, διωγμένη από τη γη της, έτσι για να ‘χει ένα κάτι από το πατρικό της, άρπαξε μια κανάτα, το μόνο πράγμα που μπόρεσε να κουβαλήσει μαζί της στην Ελλάδα, σ’ εκείνο το ταξίδι της επιστροφής στη γη της αφετηρίας της, από την πατρίδα την εύξεινη.   ……………
«Ρίζωμα τριών χιλ. χρόνων ενός λαού της περιπέτειας», γράφει η Δ. Πολυχρονίδου, «που πριν χιλιάδες χρόνια πρόσφερε άπλες κι ομορφιές κι επιβίωση, στην ανάγκη ενός λαού για επέκταση…». Γύρισε ο λαός αυτός, «όπως ο Οδυσσέας, γυμνός, δίχως το κλαδί δάφνης του Απόλλωνα, που στον πηγαιμό του μάντεψε δόξες…». Και συνεχίζει η συγγραφέας, «για την επιστροφή της σταύρωσης ο Φοίβος Απόλλωνας να πει δεν είχε τίποτα. Απ’ αυτόν τον παλιό θεό η Μαρούσα κράτησε τη λύρα του να τραγουδά τους καημούς και τους πόθους της…».   ……..
Έχει έναν ξεχωριστό τρόπο να συνδέει τον αρχαίο Ελληνισμό με τον τωρινό, μ’ ένα λόγο μεστό, περιεκτικό και καλοδουλεμένο, που φανερώνει την ευαισθησία στη σύλληψη της ύλης και του πνευματικού της πλούτου. Σκέψη εντυπωσιακή που φανερώνει άνθρωπο με οίστρο, με αυθορμητισμό και λεπτή καλλιέργεια. Αναπλάθει, ζωντανεύει, προεκτείνει και συγκρίνει, καθώς προχωρεί το μυθιστόρημα.   ………
Στην ιστορία της οικογενειακής σύναξης, εκείνη την τελευταία Κυριακή, μας λέει η συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, ένας -  ένας παίρνουν θέση, θέση δηλωτική της άποψής τους, πάνω στην, ασήμαντης έκτασης, γη τους, που, σαν και μετά από αιώνες κάτοχοί της, θέλουν να την καθορίσουν στα όρια της δικής του ο καθένας ιδεολογίας, της δικής του φιλοσοφίας. Η Μαρούσα, θεία Μαρούσα, που έζησε πολύ και έζησε πολλά, μένει απορημένη για ό,τι συμβαίνει, διαπιστώνοντας ίσως πως κι η σοφία, που και μόνο για να την αποκτήσεις αξίζει να ζήσεις, δεν προστατεύει πάντα από λάθη. Η Κύρα, που γίνεται κυρία αυτής της γης με το γάμο της, μαζί με τη Μαρούσα κρατήθηκαν στη γη τους ριζωμένες, όταν άλλοι από ανάγκη εγκατέλειψαν. Για τα παιδιά είναι η πατρική κληρονομιά. Οραματίζονται διαφορετικό ο καθένας τους το μέλλον αυτής της μικρής αλλά ερεθιστικά σημαντικής γης. Η Λίνα , η μικρότερη, θα φτάσει στα όρια της έκρηξης, όταν ο Κυριάκος και ο Ρήγας, θα παλέψουν τη θέση τους εξουθενωτικά. Η Κύρα, θα αναρωτιέται, «ποιός θα είναι ο νικητής», όταν αυτή μια μέρα……..
Το τέλος εκρηκτικό κι απρόσμενο. Έρχεται ένας θάνατος… Έρχεται μ’ ένα μεγαλείο τραγικό, αφήνοντας πίσω του τύψεις ή μήπως αφήνοντας και το πεδίο ελεύθερο στο χρόνο για την εξέλιξη των πραγμάτων;…