Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Παρασκευή, 11 Μαϊος 2018 22:23

Δημοτικό Σχολείο Ευκαρπίας Κιλκίς, έτος 1929. Η φωτογραφία με τα δικά μας προσφυγόπουλα

Ξεφυλλίζοντας ένα κιτρινισμένο άλμπουμ φωτογραφιών στάθηκα ιδιαίτερα σε μια  πολυπρόσωπη μαθητική φωτογραφία, που είχε και σχετική σημείωση.
«Δημοτικό σχολείο Ευκαρπίας, έτος 1929».


Αποτύπωση μιας στιγμής του 1929. Ογδόντα παιδιά τοποθετημένα με ιδιαίτερη τάξη, ώστε να φαίνονται τα πρόσωπα όλων, με φόντο το δημοτικό σχολείο, που είναι και το σημερινό, ένας και μοναδικός δάσκαλος με το απαραίτητο μισό μουστάκι, το στυλό στο τσεπάκι του κουστουμιού, καθισμένος μεγαλοπρεπώς σταυροπόδι στο ψάθινο κάθισμα.  με αυστηρό, αριστοκρατικό βλέμμα, μάλλον παλιοελλαδίτης.
Πρώτη εντύπωση, το πλήθος των παιδιών και ο ένας και μοναδικός δάσκαλος. Πώς να δαμάσει αυτό το τσούρμο, Πώς να συνεννοηθεί και να μεταδώσει γνώσεις σε αυτά τα παιδιά. Παλιοελλαδίτης αυτός, πού ένοιωθε τον Πόντο και την προσφυγιά. Πού να καταλάβουν τα παιδιά την καθαρευουσιάνικη Ελληνική. Μόνο ποντιακά και τουρκικά μιλούσαν με τους γονείς και τις γιαγιάδες τους. Γιαυτό, η διδασκαλία του εξαντλείτο τις περισσότερες φορές σε σκληρή αυστηρότητα. Φαντάζομαι πόσο ξύλο έφαγε ο πιο ψηλός μαθητής,  της επάνω σειράς, όταν διαπίστωσε ο δάσκαλος, κρατώντας τη φωτογραφία, ότι σήκωσε το χέρι και χαιρετούσε στο φακό.
Προσέχοντας την εμφάνιση των παιδιών, ντύσιμο, χτένισμα, περιποίηση, φαίνεται η προσπάθεια για ιδιαίτερη φροντίδα των παιδιών από τις μανάδες, για λίγη αισθητική αξιοπρέπεια.
Τα παιδιά, μαθητές όλων των τάξεων του δημοτικού σχολείου, είναι ηλικίας από έξι μέχρι δώδεκα, ίσως και μέχρι δεκατεσσάρων χρόνων. Αυτόματα έρχεται στη σκέψη μας ο χρόνος εγκατάστασης των προσφύγων στην Ευκαρπία. Είναι σίγουρο ότι έγινε μετά το 1923. Όλα αυτά τα παιδάκια ήλθαν προσφυγόπουλα του Πόντου, είναι και οι πρώτες γέννες της Ευκαρπίας, όπου εγκαταστάθηκαν οι οικογένειές τους και έγινε η νέα τους πατρίδα. Γεννήθηκαν στον Πόντο, στο Κάρς, στη Ρωσία, στη Θράκη, στην δρόμο για την Ελλάδα, στα κάρα, στα πλοία, στα απολυμαντήρια εκείνης της εποχής.
Όλα αυτά τα παιδιά, Ελληνόπουλα, με όλα τα γράμματα κεφαλαία και όχι τουρκόσποροι, βούλγαροι, ρώσοι όπως τους ήθελαν οι παλιοελλαδίτες, ξεχέρσωσαν τα μπαΐρια, αποξήραναν τα έλη, καλλιέργησαν τη γη, διπλασίασαν τον Ελληνικό πληθυσμό, με τη φυσική τους παρουσία και τα πολλά παιδιά που γέννησαν. «Θα μεγαλώσουμε την Ελλάδα», έλεγαν. Πλήρωσαν στους πολέμους με τη ζωή τους, σπούδασαν τα παιδιά τους, έγιναν νοικοκυραίοι και πρωτοπόροι της μεταμόρφωσης της Ελλάδος.
Κάθε παιδί της φωτογραφίας είναι και μια τεράστια προσφυγική ιστορία. Ατέλειωτη ταλαιπωρία, κακουχίες, πείνες, δυστυχία. Μέρες, μήνες, χρόνια στους δρόμους, από τη Σαμψούντα, Τραπεζούντα, Κερασούντα, Ορτού, Αργυρούπολη, Κρώμνη, Γαράσαρη, Καρς και άλλα μικρά και μεγάλα μέρη, πόλεις και χωριά, μέχρι να κονέψουν και να ριζώσουν στην Ευκαρπία, για τη φωτογραφία που βρίσκεται στα χέρια μας.
Δεύτερη από αριστερά, στη δεύτερη σειρά της φωτογραφίας, με τα μακριά μαλλιά είναι η Μόρφη Θεοδωρίδου του Ηρακλέους. Στο δικό της άλμπουμ εντοπίσθηκε η φωτογραφία. Γεννήθηκε 6 Αυγούστου του 1919 στη Μεσσουδιέ (Mesudiye) της Ορτού, ημέρα μεγάλης χριστιανικής εορτής, που της έδωσε και το όνομα. Πρώτα η Πίστη στο Θεό και μετά τα ονόματα θνητών. Βρέθηκε με την οικογένειά της  στο πλοίο για την Ελλάδα, τον Νοέμβριο του 1922, αποβιβάστηκαν όλοι στο λοιμοκαθαρτήριο της Πάτρας, κάτι σαν τα σημερινά κέντρα υποδοχής, τα Hot Spot, απ΄ όπου σε ένα χρόνο εγκαταστάθηκαν στα Σαβάλια της Αμαλιάδος. Μετά από λίγα χρόνια εντόπισαν τους συγγενείς τους στην Ευκαρπία, όπου και ενώθηκαν.
Παντρεύτηκε με προσφυγόπουλο, το Σάββα Εμμανουηλίδηtoy Λεοντίου, από το Ελές Κιόϊ Σαμψούντας, που έφθασε στα χωριά του Παγγαίου, μέσω Ρωσίας, αφού έζησε για δύο χρόνια στα βουνά, το επικό αντάρτικο του Δυτικού Πόντου.
Γέννησε εννιά παιδιά, για την Ελλάδα. Κουβαλούσε πεντακάθαρες, όλες τις αναμνήσεις της και τη φωτογραφία των παιδικών της χρόνων.
Ανάλογη είναι η πορεία όλων αυτών των παιδιών της φωτογραφίας. Αναγνωρίζουμε ανάμεσά τους το μετέπειτα ζευγάρι Πετρουλιά και Δόμνης Θεοδωρίδη, Κόλια Πολατίδη, Σάββα Κωνσταντινίδη, Παράς Γουτσουγλιάδη, Κώστα Μαυρόπουλο, Γιούρκα (Γιώργο Φωτιάδη), Τζανταρμά (Νικόλα Κεσικίδη), Θόδωρο Βαφειάδη, Σάμπατζη (Κώστα Συμεωνίδη), Βαλεντίνη Σταμπολή, Κουκουσίνα (Ελένη Πολαετίδου).
Ανάμεσά τους και ο Γιώργος Σαββίδης. Χάθηκε υπερασπιζόμενος την Πατρίδα στο Αλβανικό μέτωπο.  
Σήμερα είναι εν ζωή,  το πραγματικά πανέμορφο ζευγάρι, ο Μίλτος και η Φώφο (Περσεφόνη) Συμεωνίδη, που κυκλοφορούν πλάι πλάι, σα νάταν χθες τα νιάτα τους. Ωραίος, ευθυτενής, διαυγής, ομιλητικός, καλοντυμένος, με  τη γραβάτα και το καβουράκι πάντα, ο Μίλτος. Γεννήθηκε λέει, τον Αύγουστο του 1919, στη Μεσσουδιέ της Ορτού, την ίδια μέρα και στο ίδιο σπίτι με τη Μόρφη, που έσωσε τη φωτογραφία. Οι γονείς του δούλευαν στο αρχοντόσπιτο του Θόδωρου Παπαδόπουλου, του Γενή Τουτσάρ.
Η μικρή Μόρφω θυμόταν με περηφάνια τα εγκαίνια του μνημείου στο λόφο του Ηρώου Κιλκίς, το καλοκαίρι του 1929. Ήταν και αυτή παρούσα, με το δάσκαλο και όλα τα παιδιά του Δημοτικού Σχολείου Ευκαρπίας. Ήλθαν, τρεις ώρες ποδαρόδρομο, για τη μεγάλη στιγμή τιμής στους ήρωες. Ήταν εκεί, έλεγε, δυο με καπέλο, μούσι και γυαλιά που έμοιαζαν πολύ. Ο ένας κάτι διάβασε από το χαρτί, κοιτάζοντας το άγαλμα. Προφανώς ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, που παρουσίασε για πρώτη φορά το ποίημα που έγραψε γι΄ αυτή τη μέρα: «Η Πατρίδα στους νεκρούς της-‘Υμνος των Ελλήνων».
Καλό θα είναι, τα παιδιά, τα εγγόνια, τα δισέγγονα όλων αυτών των ηρωικών προσφυγοπαιδικών μορφών, να αναγνωρίσουν τους δικούς τους ανθρώπους και να σώσουν, για την οικογενειακή τους ιστορία, τη φωτογραφία.
Ακόμη καλύτερα είναι όμως, κοιτάζοντας τα προσωπάκια των παιδιών, να αναλογισθούμε όλοι εμείς, ότι δεν πέρασαν και τόσα πολλά χρόνια από την προσφυγιά των δικών μας ανθρώπων. Ζουν ακόμη μερικά από τα δικά μας προσφυγόπουλα, που περπάτησαν χιλιάδες χιλιόμετρα, φθάνοντας ακόμη μέχρι τη Βυρηττό και το Χαλέπι, έζησαν σε απαράδεκτες συνθήκες, χωρίς τη θέλησή τους αλλά κάποιοι μέσα στο χαμό, κάτι τους προσέφεραν. Η φωτογραφία να μας προβληματίσει, να μας κάνει σοφότερους, να μας διδάξει, να μας κατευθύνει και να μας οδηγήσει να αντιμετωπίσουμε τους σύγχρονους πρόσφυγες, με μεγαλύτερη συμπάθεια και αλληλεγγύη. Ας τους βοηθήσουμε, είναι ένα αντίδωρο για την βοήθεια που προσέφεραν στα δικά μας προσφυγόπουλα κάποτε, οι παππούδες των τωρινών προσφύγων.
Ειδικά στα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα. Ας έχουν και αυτά κάποτε μια φωτογραφία στην τσέπη τους και γλυκιές αναμνήσεις στην ψυχή τους, από την Ελλάδα και τους Έλληνες, όταν περάσουν τα χρόνια και ξεφύγουν από την τραγική περιπέτεια που ζουν, χωρίς να το θέλουν και χωρίς να φταίνε.
Ας μην είμαστε οι παλιοελλαδίτες, εκείνης της εποχής.

Τάσος Γιοβανούδης
Μάιος 2018