Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Παρασκευή, 08 Νοεμβρίου 2019 23:38

Κιλκίς, 4 Νοεμβρίου 1944. Η τελευταία Μάχη της Κατοχής

Του Ανδρέα Αγτζίδη (*).

"῎Ολβιος, ὅστις τῆς ἱστορίας ἔσχε μάθησιν", (Ευριπίδης, Αντιόπη).
Κάθε χρόνο το μήνα Νοέμβριο διαβάζουμε σε τοπικές εφημερίδες, δυστυχώς, άρθρα ή ομιλίες, εμπρηστικές, εμφυλιοπολεμικές, διχαστικές που αναφέρονται στη φονική μάχη που έγινε στο Κιλκίς στις 4 Νοεμβρίου 1944. Στα κείμενα αυτά, πολύ σωστά, οι συντάκτες σε κάποιο σημείο τονίζουν πως: «…τα ιστορικά γεγονότα πρέπει να γράφονται με ειλικρίνεια και να περιέχουν όλη την αλήθεια, τα δε συμπεράσματα θα τα βγάλει ο ιστορικός-ερευνητής και ο αναγνώστης».


Επειδή από τα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν στις 4 Νοεμβρίου του 1944, πέρασαν πάρα πολλά χρόνια, δυο γενιές γεμάτες, νομίζω πως θα πρέπει να ειπωθεί ολόκληρη η αλήθεια, απαλλαγμένη από κάθε σκοπιμότητα, χωρίς φόβο και πάθος.
«Όλβιος, όστις της ιστορίας έσχε μάθησιν», λέγει ο Αθηναίος τραγικός ποιητής. Πράγματι είναι ευτυχής εκείνος ο οποίος γνωρίζει την ιστορία. Γι’ αυτό θα πρέπει, όσοι επιχειρούμε να καταγράψουμε ιστορικά γεγονότα, όπως είναι η τελευταία φονική, αιματηρή, σκληρή μάχη της Γερμανικής κατοχής που έγινε στο Κιλκίς στις 4 Νοεμβρίου 1944 ημέρα Σάββατο, μεταξύ, δυστυχώς, Ελλήνων, να πουν ολόκληρη την αλήθεια, όσο πικρή και αν είναι, όσο και αν πονέσει αυτή. Γιατί μόνον με την αλήθεια θα μπορέσουμε να εμφανίσουμε στις νέες γενιές την αγάπη στην Πατρίδα, την Ελευθερία, τη Δημοκρατία.

 

Η τελευταία μάχη
Η τελευταία φονική μάχη της Γερμανικής κατοχής 1941-1944 που δόθηκε εδώ στο Κιλκίς στις 4 Νοεμβρίου 1944. Η πιο σκληρή και αιματηρή αυτή μάχη, που πόνεσε πολύ, δε δόθηκε μεταξύ του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) -το ένοπλο τμήμα της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης και των υποχωρούντων από τα ελληνικά εδάφη- και των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων, αλλά δόθηκε μεταξύ του ΕΛΑΣ και των ενόπλων δυνάμεων εκείνων των «Ελλήνων» που στενά συνεργάσθηκαν, εις βάρος του ελληνικού λαού, καθ’ όλην την διάρκεια της ξενικής κατοχής 1941-1944 με τα γερμανικά στρατεύματα. Όσο και αν αυτό πονάει, αυτή είναι η ιστορική αλήθεια.
Να, τι είπε σχετικά γι αυτούς τους «Έλληνες» ο Παν. Κανελλόπουλος, αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, στην Τρίπολη στις 10-10-1944: «...Καταρώμαι τόσον εγώ, όσον και η Κυβέρνηση του εξωτερικού κάθε έναν ο οποίος προσέφερε τας δυνάμεις του εις τας χιτλερικάς ορδάς, αι οποίαι τόσας καταστροφάς επισώρευσαν εις τον δύστυχον τούτον τόπο. Αι οργανώσεις αντιστάσεως και η πολυπληθεστέρα τούτων, ο ΕΛΑΣ απετέλεσαν τους απεινείς τιμωρούς τόσον των κατακτητών όσο και των συνεργατών των...».
Αυτά, φίλοι αναγνώστες, δεν τα είπε ούτε κανένας φιλοεαμίτης ούτε κανένας φιλοκομμουνιστής. Τα είπε, ένας ορκισμένος αντίπαλος της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης. Είπε την αλήθεια. Αυτήν λοιπόν, την αλήθεια προσπαθώ μέσα από τις σελίδες του παρόντος βιβλίου να αναδείξω προς χάρη της ιστορικής αλήθειας.
Μετά τη συντριβή των χιτλερικών δυνάμεων στο Στάλινγκραντ και το θρίαμβο του Σοβιετικού Στρατού στο Ανατολικό μέτωπο, καθώς και την κατά κράτος ήττα των ναζιστικών δυνάμεων στο Δυτικό μέτωπο από τα ισχυρά χτυπήματα των Αμερικανικών και Βρετανικών δυνάμεων, οι Γερμανοί προσπαθούσαν να βρουν ακίνδυνους τρόπους υποχώρησης. Έτσι, άρχισαν να σκέφτονται τους τρόπους υποχώρησής των από την Πατρίδα μας. Αυτό δεν το έβλεπαν οι χιλιάδες «ελληνόφωνοι» ένοπλοι, συνεργάτες των Γερμανών;
Γιαυτό το σκοπό στη Λισσαβώνα, πρωτεύουσα της Πορτογαλλίας, έγινε σύσκεψη Γερμανών και Βρετανών αξιωματούχων να βρεθεί ακίνδυνος τρόπος αποχώρησης των Γερμανικών στρατευμάτων από τη Θεσσαλονίκη. Αποφασίστηκε η Γερμανική στρατιωτική διοίκηση Θεσσαλονίκης να εκδιώξει από την πόλη όλα τα «ελληνόφωνα» ένοπλα τμήματα, που συνεργάσθηκαν μαζί τους καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής και να την παραδόσουν στους Βρετανούς και οι Βρετανοί ανελάμβαναν την υποχρέωση, ανενόχλητοι οι Γερμανοί ν’ αποχωρήσουν από τη Θεσσαλονίκη. Αμέσως μετά τη συμφωνία αυτή η Γερμανική Διοίκηση, δίδει εντολή στον Χρυσοχόου, διορισμένος απ’ αυτούς Υπουργός Βόρειας Ελλάδας -μέχρι πρότινος διορισμένος Επιθεωρητής Νομαρχιών Μακεδονίας- να διατάξει την άμεση αποχώρηση από τη Θεσσαλονίκη, όλων των «ελληνόφωνων» ενόπλων δυνάμεων των Δάγκουλα, Κιτσά-μπασακ, Μιχάλαγα, Κ. Παπαδόπουλου κ.ά. που επί τέσσερα περίπου έτη συνεργάσθηκαν στενά με τα στρατεύματα κατοχής και βασάνισαν, ταλαιπώρησαν, δολοφόνησαν τον ελληνικό λαό.
Οι εθνοπροδοτικές αυτές δυνάμεις βρέθηκαν μετά την εκδίωξη από την πόλη σε πολύ δύσκολη θέση, χωρίς πλέον αφεντικά και προστάτες. Κι όμως αντί να πειθαρχήσουν στις αποφάσεις του Λιβάνου και της Καζέρτας, εξακολουθούν να υπερασπίζονται με τόν ίδιο πάντα φανατισμό το ναζισμό και το Γ´ Ράϊχ, που έπνεε τα λοίσθια. Πολεμούσαν και την ύστατη στιγμή τον επάρατο Μπολσεβικισμό.

 

Γιατί ήρθαν στο Κιλκίς;
Τα εγκλήματα που διέπραξαν αυτά τα «ελληνόφωνα» ένοπλα τμήματα με τη στενή συνεργασία των κατοχικών δυνάμεων 1941-1944 ήσαν τόσα πολλά, φοβερά, τραγικά, εφιαλτικά, που στο άκουσμά των φρίττει κανείς και το ολιγότερο θλίβεται. Αυτές οι δυνάμεις του Κιτσά-μπατζάκ, του Δάγκουλα, του Κ. Παπαδόπουλου, του Μιχάλαγα κ.ά.π. μετά την αποχώρηση των αφεντικών τους, των Γερμανών, έμειναν ξεκρέμαστες και δεν ήξεραν, προς στιγμή τι να κάνουν; που να πάνε; πού να συγκεντρωθούν, ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την σωρευμένη τεσσάρων χρόνων οργή, θυμό, εκδίκηση του καταβασανισμένου ελληνικού λαού. Αρχικά, υποδείχθηκε σ’ αυτές τις χιλιάδες δοσίλογες ένοπλες «ελληνόφωνες» δυνάμεις να συγκεντρωθούν στον Άγιο Αθανάσιο, περιοχής Θεσσαλονίκης.
Όταν άρχισαν να συγκεντρώνονται στον υποδειχθέντα χώρο, οι καπεταναίοι διεπίστωσαν πως ο εδαφικός χώρος είναι τελείως πεδινός και δεν προσφέρεται ούτε για σύγκρουση ούτε για άμυνα. Το πάθος των, το μίσος των και την ύστατη αυτή στιγμή εναντίον της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης ήταν αβυσσαλέο, αδιανόητο. Έπρεπε να βρεθεί ένας άλλος εδαφικός χώρος που να προσφέρεται για σύγκρουση, για μάχη. Ύστερα από διαβουλεύσεις ωρών, βρέθηκε ως κατάλληλος εδαφικός χώρος η πόλη του Κιλκίς, γιατί περιβάλλεται από λόφους και βουνά. Εκεί θα μπορούσαν να οργανωθούν καλλίτερα ώστε να αμυνθούν και αποτελεσματικότερα ν’ αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, μιας και είχαν από τους Γερμανούς, άφθονα πολεμικά εφόδια. Πίστευαν πως θα μπορούσαν και μόνοι των να τσακίσουν τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, δίδοντας ένα σκληρό μάθημα κατά του Μπολσεβικισμού, για τη νίκη του Γ´ Ράιχ. Δυστυχώς, δεν θέλησαν ν’ αντιληφθούν πως η αήττητη Γερμανία κατέρρευσε. Έχασε τον πόλεμο.
Οι συμμαχικές δυνάμεις Αμερική, Αγγλία, Ρωσία (μητέρα του Μπολσεβικισμού) ήσαν οι νικήτριες δυνάμεις του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Ενώ, τα υπολείμματα των Γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων, σε άθλια κατάσταση εγκατέλειπαν την Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους ερείπια και ολοκαυτώματα, τα «ελληνόφωνα» ένοπλα τμήματα, που για τέσσερα χρόνια συνεργάστηκαν στενά με τα ναζιστικά στρατεύματα θέλησαν να τους ακολουθήσουν πέραν των συνόρων, συνεχίζοντας το βρωμερό έργο των, της συνεργασίας. Οι Γερμανοί, όταν μαζί των έφτασαν στα σύνορα δεν τους επέτρεψαν να τους ακολουθήσουν, τους θεώρησαν, ίσως εμπόδιο. «Την προδοσία πολλοί ηγάπησαν, τον Προδότη ουδείς». Μόνον, όπως εγράφη τότε, τους ακολούθησε ο αιμοσταγής, ο αιμοδιψής, ο εγκληματίας Πούλος, με το ένοπλο τμήμα του που ‘ματοκύλησε την Κ. Μακεδονία.
Όλοι οι άλλοι επέστρεψαν στο Κιλκίς, όπως τελικά συμφωνήθηκε. Απ’ όλα τα ένοπλα τμήματα των δοσιλόγων, μόνον το τμήμα του Κ. Παπαδόπουλου, δεν δέχτηκε να εγκλωβισθεί μέσα στην πόλη, αλλά με όλη την ένοπλη δύναμη πήγε στα γνώριμα μέρη των Μουριών, δίνοντας την υπόσχεση πως σε περίπτωση σύγκρουσης με τον ΕΛΑΣ θα σπεύσει να τους βοηθήσει. Άρα, ήσαν έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουν τα τμήματα του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν γύρω από την πόλη σε απόσταση αναπνοής. Οι δοσίλογοι, από την πρώτη στιγμή, που συγκεντρώθηκαν μέσα στην πόλη, άρχισαν να οχυρώνονται. Οργάνωσαν την άμυνα σε τέσσερα κυρίως σημεία:
1) Στον Άη Γιώργη,
2) Στο στρατόπεδο Ιππικού,
3) Στο Νοσοκομείο και
4) Στα Σφαγεία.
Διέθεταν άφθονο πολεμικό υλικό. Όλα δε τα περιφερειακά σπίτια της πόλης είχαν μετατραπεί σε πολυβολεία, δεύτερης πολεμικής γραμμής. Συνεπώς περίμεναν τη σύγκρουση, ίσως και να την επιδίωκαν.

 

Αναζητώντας νέα αφεντικά
Ταυτόχρονα όμως, επειδή τα πρώτα τ’ αφεντικά των, οι Γερμανοί, άσπλαχνα τους εγκατέλειψαν, προσπαθούσαν τώρα να βρουν νέα αφεντικά, παίζοντας «παιχνίδια» γελοιότητας και αθλιότητας. Θέλησαν να γίνουν φίλοι των Άγγλων, τους οποίους επί τέσσερα έτη λυσσαλέα επολέμησαν. Αποφάσισαν μετά το πρώτο ‘Ε’ να βάλουν ένα ‘Δ’ και να γίνουν ΕΔΕΣ. Μα ΕΔΕΣ υπήρχε, κατά ομολογία του υπαρχηγού Κομνηνού Πυρομάγλου, μόνον στην Ήπειρο. Όταν είδαν ότι ο ΕΔΕΣ δεν τους αναγνωρίζει, πέταξαν πάλι το ‘Δ’ και έγιναν ξανά ΕΕΣ. Είναι άθλια παιχνίδια ή δεν είναι;
Αγαπητέ, φίλε, αναγνώστη, κανείς δεν αμφισβητεί πως ανάμεσα στους αιματοβαμμένους, αιμοδιψείς, εγκληματίες ΕΕΣίτες καπεταναίους Δάγκουλα, Κιτσάμπασακ, Μιχάλαγα, Κ. Παπαδόπουλου και άλλων πολλών υπήρξαν και αθώοι άνθρωποι, βιαίως επιστρατευθέντες. Αλλά μια πολύ γνωστή παροιμία λέει: «Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά». Σ’ όλες τις συγκρούσεις ή πολέμους που έγιναν καθ’ όλην την μακρά πορεία της ιστορίας παρατηρήθηκαν αδικαιολόγητα εγκλήματα. Θυμήσου τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, ή τη Γαλλική Επανάσταση ή την Οκτωβριανή. Αυτά, δυστυχώς έχουν οι πόλεμοι είτε είναι εθνικοί είτε είναι εμφύλιοι, που είναι πιο σκληροί, πιο φονικοί, πιο αματοποτισμένοι. Γιαυτό να φωνάξουμε μέσα από την καρδιά μας «Ποτέ πια πόλεμος-ποτέ πια Εμφύλιος».

-----------------------------------------
(*) Προδημοσίευση από το υπό έκδοση βιβλίο του εκπαιδευτικού Ανδρέα Αγτζίδη (1926-2018) με τίτλο: «Κιλκίς: 4 Νοεμβρίου 1944. Η τελευταία μάχη της Κατοχής (και άλλα κείμενα για την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τη σύγχρονη πολιτική ιστορία).