Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024, 11:10:13 πμ
Τετάρτη, 25 Μαρτίου 2020 20:23

Ο ρόλος του ξένου παράγοντα στην Ελληνική Επανάσταση

Γράφει η Μαίρη Τσοτσάκη, υποψήφια διδάκτωρ Τμήματος Πολιτικών Επιστημών Α.Π.Θ. 

Το  παρόν άρθρο πραγματεύεται  τον τρόπο αντιμετώπισης του επαναστατικού αγώνα των Ελλήνων (1821- 1832) από το νεοδιαμορφωθέν συλλογικό σύστημα ασφάλειας της Ευρώπης.

 

Σκοπός του είναι να αποτυπώσει τις πολιτικές και διπλωματικές ενέργειες των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής στη διαχείριση του ελληνικού ζητήματος σε συνάρτηση με τον ειρηνευτικό διακανονισμό της Βιέννης, τα επαναστατικά κινήματα της περιόδου και με  το Ανατολικό Ζήτημα.

Στο πρώτο κεφάλαιο αναπτύσσονται το θεσμικό πλαίσιο και η λειτουργία του Ευρωπαϊκού Κονσέρτου, όπως αυτό αποφασίστηκε στη Βιέννη, για την εξάλειψη  των πολεμικών κινδύνων και την  καθιέρωση ενός νέου συστήματος ισχύος. Σύντομη μνεία γίνεται και στα επαναστατικά κινήματα αυτής της περιόδου που αντιμετωπίζονταν ως σοβαρές απειλές για την ευρωπαϊκή ειρήνη καθώς και στο διακύβευμα του Ανατολικού Ζητήματος για κάθε μια από τις ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες.

Στο δεύτερο κεφάλαιο  περιγράφεται η στάση που επέδειξε το σύστημα της Βιέννης στο ελληνικό ζήτημα, και βαθμιαία στο πως οι Έλληνες επαναστάτες – αντάρτες, σε σύνδεση πάντοτε με το Ανατολικό Ζήτημα, ''μεταμορφώθηκαν'' ανάλογα με τα συμφέροντα και τους ανταγωνισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων,  σε εμπόλεμους, και κατόπιν σε άξιους Ευρωπαίους πολίτες να αποκτήσουν το δικό τους ανεξάρτητο μοναρχικό κράτος, κατά το πρότυπο των πολιτισμένων εθνών.

 

Η Ευρώπη ειρηνεύει

Στις τελευταίες γωνιές του 18ου αιώνα και στη στροφή του επόμενου η Αυτοκρατορική Γαλλία βρισκόταν στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Η Γαλλική Επανάσταση με τα ριζοσπαστικά προτάγματά της έφερε πραγματική κοσμογονία και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι που ακολούθησαν ξεθεμελίωσαν μια για πάντα τον Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα. Υπό το βάρος των αδιάλειπτων πολεμικών επιχειρήσεων και της φανερής αδυναμίας κατίσχυσης του Ηπειρωτικού Συστήματος, η Βοναπαρτική σύλληψη για μια νέα Ευρώπη στο πρότυπο της πάλαι ποτέ ένδοξης Ρώμης έχανε διαρκώς έδαφος.  Οι πόλεμοι κατάπιαν ότι είχε απομείνει από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η δομή της πόλης – κράτους και η φεουδαρχία κατέρρευσαν και αντικαταστάθηκαν από νέες μορφές διοίκησης και ολόκληρη η γηραιά ήπειρος ζούσε στον πυρετό της Επανάστασης και επηρεαζόταν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό από τον ορμητικό χείμαρρο των οικουμενικών της μηνυμάτων. Η συντριβή του Βοναπαρτικού επεκτατικού ονείρου στο Βατερλό και η επικράτηση του αντι- γαλλικού συνασπισμού σηματοδότησαν την έλευση μιας μακράς ειρηνικής περιόδου για την ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι νικήτριες δυνάμεις της εποχής εγγυήθηκαν την αδιατάρακτη επιβίωση των Αυτοκρατοριών και των λαών τους, στηριγμένη στο δόγμα του μη πολέμου και της σταθερότητας, η οποία και αποτέλεσε το ισχυρό προστατευτικό ανάχωμα για την αναχαίτιση των επαναστατικών γεννημάτων: ο αστικός φιλελευθερισμός και ο αναδυόμενος εθνικισμός, τα ‘’άνθη του κακού’’ έπρεπε να εκριζωθούν από τις συντηρητικές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που πάλευαν να εδραιώσουν την Παλινόρθωση. Το νέο ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας που εγκαινιάστηκε στη Βιέννη[1] το 1815 άντλησε τη δυναμική του στη βάση της διατήρησης της ειρήνης και των μεταπολεμικών εδαφικών διευθετήσεων.

 

Οι μηχανισμοί εξισορρόπησης της Βιέννης

Η Ευρωπαϊκή Συναυλία δεν ήταν κάτι περισσότερο από μια συλλογική σύμβαση, που την υπαγόρευαν προσεκτικά υπολογισμένες κινήσεις.  Κύρια επιδίωξή της ήταν ο αυστηρός αποκλεισμός της μονομερούς ηγεμονίας, απόρροια της φοβίας που προκαλούσε η ισχύς του ενός και παντοδύναμου κράτους και της δυνατότητάς του να ξαναμπεί σε πολεμικές περιπέτειες. Για το λόγο αυτό επιλέχθηκαν στοχευμένα  μηχανισμοί εξισορρόπησης συμφερόντων και  εξουδετέρωσης ηγεμονικών τάσεων. Οι νέοι πρωταγωνιστές της Ευρώπης (Ρωσία, Βρετανία, Αυστρία, Πρωσία και λίγο αργότερα η Γαλλία) εμφανίστηκαν στο Συνέδριο της Βιέννης έτοιμοι να καθορίσουν τις ζώνες επιρροής τους, να μοιραστούν τη μεταπολεμική εδαφική λεία, αρκούντως πρόθυμοι να συμβιβάσουν τις διαφορές τους και κυρίως αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουν από κοινού τις υποθέσεις της ευρωπαϊκής ηπείρου και ενδεχόμενες απειλές που θα διατάρασσαν το ειρηνευτικό οικοδόμημα . Η πιο κρίσιμη από αυτές ήταν η ‘’άνοιξη των λαών’’, η εκδήλωση δηλ. απελευθερωτικών κινημάτων με κύριο αίτημα την εθνική αυτοδιάθεση. Οι ρυθμιστές της νέας ευρωπαϊκής τάξης δεν ήταν περισσότερο ειρηνιστές από τους προκατόχους τους,  απλά ήταν ρεαλιστές και συνειδητοποιούσαν ότι  το έδαφος, που ήταν η πηγή των πολεμικών διενέξεων του 18ου αιώνα, θα ήταν αδιανόητο να συνεχίσει να αποτελεί casus belli σε μια περίοδο όπου τα όπλα της μεταξύ τους άμεσης επικοινωνίας, της συναίνεσης  και των διαπραγματεύσεων είχαν σαφέστατα πολύ καλύτερη απόδοση. Ο διακανονισμός της Βιέννης διαμορφώθηκε πάνω σε τέσσερα σημεία:

- στο προνόμιο ρύθμισης των ευρωπαϊκών πραγμάτων που διεκδίκησαν για τον εαυτό τους οι Μεγάλες Δυνάμεις. Στο μυστικό άρθρο 1 της Συνθήκης των Παρισίων που υπεγράφη στις 30 Μαϊου 1814 οριζόταν ότι η διάθεση των εδαφών έπρεπε να ρυθμιστεί μεταξύ των Συμμαχικών Δυνάμεων.

- στην ταχεία αφομοίωση της Γαλλίας στο νέο ευρωπαϊκό σύστημα, δοθείσας της επιεικούς μεταχείρισης που της επεφύλαξαν οι σύμμαχοί της για την αποτροπή ρεβιζιονιστικών τάσεων.

- στον καθορισμό ζωνών επιρροής από τις νικήτριες Δυνάμεις που αντάλλασσαν εδάφη και υπηκόους αδιαφορώντας για εθνικά αισθήματα, νόμιμες δυναστικές αξιώσεις ή ηθικές υποχρεώσεις.

- στο μέγεθος της διαπραγματευτικής δύναμης που ασκούσαν οι ισχυρότεροι παίκτες της ευρωπαϊκής ηπείρου. Η Ρωσία, μια μεγάλη χερσαία δύναμη με αδιαφιλονίκητη υπεροχή στο στρατό και η Βρετανία ως Αυτοκράτειρα των θαλασσών και του εμπορίου στις αποικιακές κτήσεις της, μετέβαλλαν τους στρατηγικούς στόχους των λοιπών συμπαικτών. Στην πραγματικότητα, οι τελευταίοι γνώριζαν ότι δε θα μπορούσαν να επιβιώσουν χωρίς τη συνδρομή του ισχυρού αντίπαλου δέους και ότι  η συγκυριαρχία του απολυταρχικού τσαρισμού και της φιλελεύθερης Βρετανίας έδινε τον τόνο στη Συναυλία.

Οι θέσεις ευθύνης στη διαχείριση των διεθνών κρίσεων μοιράστηκαν αναλόγως. Οι πλευρικές δυνάμεις της Ευρώπης ήταν περίπου ισότιμες. Η Γαλλία προσπαθούσε φιλότιμα να ανταπεξέλθει στις φορτικές πιέσεις αυτού του ανταγωνισμού, το μόνο που τη διατηρούσε στην ευρωπαϊκή συμμαχία ήταν το αξιόμαχο στράτευμά της, η δε Πρωσία και Αυστρία συγκριτικά αδύναμες, περιορίστηκαν εκ των πραγμάτων στο ρόλο των σταθεροποιητών της Ευρώπης με την τελευταία μάλιστα να αποκτά διευρυμένες αρμοδιότητες σε ζητήματα εμπέδωσης της ‘’τάξης’’.

 

Τα μέσα εδραίωσης της νομιμότητας

Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για τον ειρηνευτικό διακανονισμό ήταν μια σύνθεση νέων και παλιών: Η ‘’Ευρωπαϊκή Συναυλία’’, ο όρος ‘’Μεγάλες Δυνάμεις’’ και η αρχή της νομιμότητας, ως αποκατάσταση των προεπαναστατικών ευρωπαϊκών  δυναστειών στην εξουσία και ως επαναφορά των εδαφικών κτήσεων του 1789,  συνέστησαν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του.

  Ένα είδος  διπλωματικής καινοτομίας θεωρήθηκε για την εποχή η σύγκληση διασκέψεων, με πρωτοβουλία των υπέρτερων συμμάχων, με σκοπό τη διαχείριση των διεθνών κρίσεων. Ο αποκλεισμός συμμετοχής των μικρών κρατών από τις συναντήσεις αυτές έδειχνε πρόδηλα την ανισομέρεια του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, παρά ταύτα η νέα επικοινωνιακή τακτική λειτούργησε επιτυχώς μέχρι και το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878. Το Κονσέρτο της Βιέννης, στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης πάση θυσία ευρωπαϊκής ισορροπίας, σε ότι αφορά τις εδαφικές διευθετήσεις, έθεσε σε εφαρμογή το σύστημα των πολυμερών συνθηκών μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και μιας τρίτης χώρας, είτε με τη συγκατάθεσή της είτε ύστερα από αίτηση μεσολάβησης, ενώ είχε μονομερώς το δικαίωμα στέψης μιας οντότητας σε κρατική με κριτήριο τη δυνατότητα υπαγωγής της στα πολιτισμένα έθνη και την εκπλήρωση των διεθνών της υποχρεώσεων, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η συγκρότηση του νέου κράτους δε θα άναβε το φυτίλι ενός νέου ευρωπαϊκού πολέμου.  Τέλος, επαναπροσδιορίστηκαν οι διεθνείς εγγυήσεις, μια διπλωματική πρακτική που αξιοποιήθηκε καταχρηστικά όλο το 18ο αιώνα, χωρίς να παράγει  κατ΄ ανάγκη αξιόπιστα αποτελέσματα, Στην αλυσίδα των διεθνών εγγυήσεων προσετέθη ως νέος κρίκος η αρχή της ουδετερότητας ενός κράτους ή μιας περιοχής. Η αρχή της ουδετερότητας ήταν μια αμιγώς φιλελεύθερη αντίληψη που η πατρότητά της ανήκε στη Βρετανία και στηριζόταν στην αποφυγή δεσμεύσεων σε τρίτες χώρες υπό τη μορφή των διεθνών εγγυήσεων. Οι εντολοδόχοι της Βιέννης χειρίστηκαν με φειδώ το θεσμό των διεθνών εγγυήσεων συνυπογράφοντας μέσα στο 19ο αιώνα μόνο δεκαεπτά σχετικές συμφωνίες εγγυήσεων οι οποίες εξασφάλιζαν με πρόσθετη πίστη αντίστοιχες πολυμερείς συνθήκες.

Ο ειρηνευτικός διακανονισμός της Βιέννης δεν ήταν άοπλος ούτε αναίμακτος. Για να κρατηθεί αλώβητο και μακριά από ατέρμονες πολεμικές εντάσεις το νέο συλλογικό σύστημα ισχύος έπρεπε να αφοπλίσει τους εχθρούς της ειρήνης και της ευρωπαϊκής σταθερότητας.  Τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της μεταναπολεόντειας περιόδου αποτελούσαν την πιο θανάσιμη απειλή για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και ως εκ τούτου κατεστάλησαν βιαίως.

 

Σπινθήρες επαναστατικών κινημάτων

Οι σπόροι της Γαλλικής Επανάστασης είχαν φυτρώσει σε γόνιμα εδάφη και το πρώτο μισό του 19ου  αιώνα η πλούσια καρποφορία τους έσπερνε βαθιά ανησυχία στη συντηρητική Ευρώπη. Η αρχή έγινε με τον ξεσηκωμό των Γερμανών φοιτητών το 1819. Η σκυτάλη  πέρασε στη συνέχεια στην Ισπανία το 1820 όπου ο στρατός του Φερδινάνδου στασίασε, παρ’ ότι ο ίδιος τον προετοίμαζε για την καταστολή των κινημάτων της Λατινικής Αμερικής. Το επαναστατικό κύμα κοντοστάθηκε στην Πορτογαλία για να ξεσπάσει με ορμή τον ίδιο χρόνο στη Νάπολη της Ιταλίας όπου ο λαός υπό την καθοδήγηση  των Καρμπονάρων επιχείρησε να εκδιώξει τους Γάλλους και τους Αυστριακούς. Το 1821 ξέσπασε επανάσταση και στην Ελλάδα .Οι φορείς των επαναστατικών ρευμάτων στρέφονταν εναντίον των δυνάμεων της Παλινόρθωσης και ήθελαν να αποτινάξουν την κυριαρχία τους Μπολιασμένοι με τα ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης απαιτούσαν να τους δοθεί Σύνταγμα. Η οργάνωσή τους στηριζόταν σε μασονικά πρότυπα, ιδιαίτερα στον τύπο της μυστικής επαναστατικής αδελφότητας. Η πιο δημοφιλής αδελφότητα ήταν αυτή των ‘’Καλών Ξαδέλφων’’ των Καρμπονάρων της Ιταλίας που εξήγαγαν την αντιστασιακή τους δράση κατά της συντήρησης και αντίδρασης σε όλο το μεσογειακό κόσμο μετά το 1815. Με εξαίρεση την περίπτωση της Ελλάδας, η Ευρωπαϊκή Συναυλία έδωσε σκληρά μαθήματα στους εξεγερθέντες καταπνίγοντας τα πρώτα  επαναστατικά κινήματα . Η απόφαση αυτή όμως δεν είχε τις ευλογίες όλων. Η παρθενική διάσκεψη στο Τροπάου της Αυστρίας το 1820 για τη διευθέτηση της επαναστατικής ανταρσίας σε Νάπολη και Ισπανία αποκάλυψε επιφανειακές αλλά και ουσιαστικές ρηγματώσεις στο εσωτερικό του Κονσέρτου. Οι Αυτοκρατορίες των Ρομανώφ και των Αψβούργων και από πολύ κοντά και το Βασίλειο της Πρωσίας τάχθηκαν αναφανδόν υπέρ των κατασταλτικών μέτρων, οι Βρετανοί όμως και οι Γάλλοι έσπευσαν να διαχωρίσουν τη θέση τους επικαλούμενοι τις δεσμεύσεις τους με διεθνείς συμβάσεις . Ειδικά η Βρετανία βαριανάσαινε από τον απολυταρχισμό που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τους φιλελεύθερους προσανατολισμούς της. Στην παρούσα περίοδο η οικονομία της είχε απλωθεί προς τη Λατινική Αμερική με την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων και επενδυτικών κεφαλαίων, επαρκείς λόγοι  για να στηρίξει η Βρετανία τα εκεί επαναστατικά κινήματα.     

 

Στη σκιά του Ανατολικού Ζητήματος

Η Ελληνική Επανάσταση αποτέλεσε μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση για το ευρωπαϊκό σύστημα ισχύος. Η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, ως οργανικό τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν κομβικό σημείο για τα βρετανικά εμπορικά συμφέροντα στην Ανατολή και στις Ινδίες αλλά και για τις ρωσικές φιλοδοξίες καθόδου στη Μεσόγειο που συντηρούνταν από τα τέλη κυρίως του 18ου αιώνα οπότε η  τσαρική Αυτοκρατορία  έγινε ναυτική δύναμη. Η Παλινορθωμένη Γαλλία, καίτοι αποδυναμωμένη είχε σταθερές επιδιώξεις στη Μέση Ανατολή, ενώ η Αυστρία, αυτοχριζόμενη μέσω του πανίσχυρου καγκελαρίου της Κλέμενς φον Μέτερνιχ σε θεματοφύλακα της ειρήνης αγωνιζόταν λυσσωδώς για την καταστολή κάθε επαναστατικής κίνησης, πόσο μάλλον όταν αυτή εκδήλωνε τη δράση της στο χώρο της Βαλκανικής που επηρέαζε τη διοικητική ζώνη ασφαλείας της. Για το Μέτερνιχ άλλωστε κάθε αλλαγή στη Βαλκανική ισοδυναμούσε με παρατεταμένη αναταραχή στην Ευρώπη.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η διαχείριση του ελληνικού ζητήματος ήταν εξαιρετικά δυσχερής. Δοκίμασε τις αντοχές και τις ισορροπίες των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και τις έφερε αντιμέτωπες με τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς και τον εφιάλτη μιας γενικευμένης πολεμικής σύρραξης που είχαν προσπαθήσει να εξορκίσουν στη Βιέννη. Ο Αγώνας των Ελλήνων για την εθνική αυτοδιάθεση συνδέθηκε αναπόδραστα με το Ανατολικό Ζήτημα δηλ. το διαμελισμό της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη διανομή των εδαφών της στους δρώντες του ευρωπαϊκού συστήματος.

Για τη Ρωσία, το σχέδιο άλωσης ήταν πολύ παλιό αλλά δεν έχανε την αξία του. Η φθορά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που άρχισε να εκδηλώνεται μετά το τέλος της εδαφικής της επέκτασης (Συνθήκη Κάρλοβιτς 1699) με διοικητική στασιμότητα, οικονομική υπανάπτυξη και υστερήσεις στην πολεμική της μηχανή, στάθηκε θείο δώρο για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ρωσίας, Αυστρίας και Γαλλίας που αποπειράθηκαν αρκετές φορές στο παρελθόν να εκδιώξουν τους Οθωμανούς από την Ευρώπη . Ο ‘’Μεγάλος Ασθενής’’ είχε κρατηθεί στη ζωή, πλήρωνε όμως βαρύ τίμημα για την επιβίωσή του. Οι προνομιακές εμπορικές διευκολύνσεις που παρείχε στις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες η Υψηλή Πύλη μέσω του συστήματος των Διομολογήσεων επιτρέποντας τη νομή του πλούτου της, επιδείνωσαν την οικονομική θέση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σταδιακά την οδήγησαν σε καθεστώς διακριτικής κηδεμονίας. Παρόλα αυτά ο Σουλτάνος κρατούσε, έστω και σχηματικά, τα κλειδιά της παγκόσμιας οικονομίας. Η Αυτοκρατορία του είχε το γενικό πρόσταγμα των χερσαίων και θαλάσσιων συγκοινωνιών μεταξύ της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, της Ρωσίας και της Μεσογείου ενώ διέθετε σημαντικά λιμάνια διαμετακομιστικού εμπορίου.

Τη δεδομένη στιγμή που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, η Ρωσία του τσάρου Αλέξανδρου Α’ βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση. Οι διπλωματικές επιτυχίες της, της είχαν εξασφαλίσει πρόσβαση στον Εύξεινο Πόντο (Συνθήκη Κιουτσούκ – Καϊναρτζή 1774), την προσάρτηση της Βεσσαραβίας και ένα είδος ελέγχου στα Βαλκάνια (Συνθήκη Βουκουρεστίου 1812) με την αυτονόμηση μέρους της Σερβίας την οποία υποστήριζε . Γνωρίζοντας τις εγγενείς αδυναμίες του γείτονά της, η Τσαρική Ρωσία δεν έδειχνε  καμία διάθεση να συμμορφωθεί στους όρους της Συνθήκης του 1812, αποσυρόμενη από τα πριγκιπάτα του Καυκάσου, ούτε βεβαίως να εγκαταλείψει τη Μαύρη Θάλασσα . Ως προστάτιδα των ομόδοξων λαών της Βαλκανικής χερσονήσου η Ρωσία είχε μια επιπλέον πρόφαση να εμπλακεί υπέρ των Ελλήνων επαναστατών και να ανατροφοδοτήσει την εχθρότητά της με την Πύλη. Η παρέμβαση αυτή θα εναρμονιζόταν με  το πραγματικό της κίνητρο που ήταν ο έλεγχος των Στενών του Βοσπόρου και η έξοδος του ναυτικού και πολεμικού στόλου της στη Μεσόγειο. Ωστόσο η Ρωσία, αρχικά έδειξε αυτοσυγκράτηση και άφησε ανοιχτούς του πολεμικούς λογαριασμούς της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία για το εγγύς μέλλον.

Για τη Βρετανία δεν υφίστατο Ανατολικό Ζήτημα, υπό την έννοια ότι τα οικονομικά και εμπορικά της συμφέροντα εξυπηρετούνταν θαυμάσια από τον Οθωμανό επικυρίαρχο. Η συμφωνία με το Σουλτάνο αναφορικά με την απαγόρευση της πρόσβασης όλων των πολεμικών πλοίων από τα Στενά σε καιρό πολέμου της έδινε ασφάλεια γιατί βοηθούσε τη ρωσική ανάσχεση και ενίσχυε τη δική της στρατιωτική παρουσία στο χώρο αυτό . Η βασική φροντίδα της ήταν να εμποδίσει την κάθοδο των Ρώσων στο Νότο και να διατηρήσει ανοιχτές τις εμπορικές της οδούς με τη Μέση Ανατολή, αξιοποιώντας τις ναυτικές βάσεις που είχε αποκτήσει στην Ελιγολάνδη, δυτικά της Δανίας, στη Μάλτα και στα Ιόνια Νησιά στη Μεσόγειο, σημεία που μαζί με το Γιβραλτάρ της προσπόριζαν στρατηγική θαλάσσια κυριαρχία. Ο Ρωσοβρετανικός ανταγωνισμός στην Ανατολική Μεσόγειο ήταν ένας από τους σταθμούς του Ανατολικού Ζητήματος αφού επί της ουσίας επεκτεινόταν στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολής που περνούσε από Αφγανιστάν, Ιράν και έφθανε μέχρι τις Ινδίες και την Κεντρική Ασία.

Την εποχή της παντοδυναμίας της η Γαλλία είχε τη δυνατότητα τεμαχίσει, σε συνεννόηση με τη Ρωσία, την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Ναπολέων όμως, μετά τις Συνθήκες του Τιλσίτ (1807) δεν το έπραξε έχοντας απορρίψει ως υπερβολική την αξίωση της τσαρικής Πετρούπολης να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και τα Στενά. Προσδεδεμένη στο άρμα της Συνθήκης της Βιέννης και εξασθενημένη από τους Ναπολεόντειους Πολέμους, η Γαλλία δε μπορούσε να συναγωνιστεί τους Ευρωπαίους συγκυρίαρχους. Εντούτοις, προσπάθησε να ανακτήσει την οικονομική και διπλωματική επιρροή της στο χώρο της Μεσογείου και της Αιγύπτου.

Το Ανατολικό Ζήτημα απασχολούσε εντονότατα και την Αυστρία. Ο πρίγκιπας Μέτερνιχ ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι η διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα μπορούσε να αναχαιτίσει τον τσαρικό επεκτατισμό αλλά και τις εθνικιστικές εξάρσεις στα Βαλκάνια. Ο Ρωσικός εναγκαλισμός της Σερβίας δεν άφηνε καμία αμφιβολία στη Βιέννη για τις προθέσεις του τσάρου στη Μεσόγειο. Το κύριο αίτιο της αυστριακής ρωσοφοβίας ήταν μήπως η εδαφική ανάπτυξή της με την απορρόφηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την καταστήσει δορυφόρο της τσαρικής απολυταρχίας. Από το ξεκίνημά της η Ελληνική Επανάσταση αντιμετωπίστηκε από τη Βιέννη ως παράγοντας αποσταθεροποίησης της περιοχής. Η Αυστρία απευχόταν το σενάριο ενός Ρωσοτουρκικού πολέμου, αφού δεν είχε  την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει σ΄ αυτόν και ακόμη χειρότερα δεν είχε τίποτα να κερδίσει.     

 

Η ελληνική επανάσταση σταυρώνεται στο Λάινμπαχ

 Στις 6 Μαρτίου, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, γόνος Φαναριώτικης οικογένειας και αξιωματικός του ρωσικού στρατού και ο Ιερός Λόχος, από τις Παραδουνάβιες Επαρχίες κάλεσαν τους Έλληνες να αποτινάξουν τα δεσμά της οθωμανικής τυραννίας. Η είδηση προκάλεσε αίσθηση στο πολιτικό διευθυντήριο της Ευρώπης που εκείνο τον καιρό συνεδρίαζε στο Λάινμπαχ για να δώσει τέλος στην ιταλική συνωμοσία. Ο Μέτερνιχ πρώτος από όλους διείδε πίσω από την εξέγερση την ευκαιρία ανάληψης δράσης της Ρωσίας εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που εν ονόματι της προστασίας των ορθόδοξων λαών της Βαλκανικής εύκολα θα μπορούσε να μετατραπεί σε πόλεμο. Έργο του Μέτερνιχ ήταν να πιέσει τον τσάρο Αλέξανδρο Α’ να μείνει πιστός στις διακηρύξεις της Ιεράς Συμμαχίας. Πράγματι ο τσάρος αποκήρυξε αμέσως το επαναστατικό κίνημα, απέπεμψε με συνοπτικές διαδικασίες τον Υψηλάντη από το ρωσικό στρατό και επέτρεψε στους Τούρκους να εισέλθουν στις Παραδουνάβιες Επαρχίες για να καταστείλουν την επανάσταση. Λίγες ημέρες αργότερα η ελληνική επανάσταση ξέσπασε στην Πελοπόννησο. Η πρώτη αντίδραση του Ρώσου μονάρχη σύμφωνα με τα λόγια του Μέτερνιχ ήταν αυτή ενός ανθρώπου που χτυπήθηκε από κεραυνό. Ο καγκελάριος κατηγόρησε τον Υψηλάντη ως εγκληματία, παρομοίασε τους εμπόλεμους Έλληνες με τους Ιταλούς Καρμπονάρους και έβαλε στην ίδια μοίρα την ελληνική επανάσταση με τα  επαναστατικά κινήματα της Ισπανίας και Ιταλίας. Επηρεασμένος από τα φλογερά αντεπαναστατικά κηρύγματα του πρίγκιπα Μέτερνιχ και βαθιά αφοσιωμένος στις αρχές της μοναρχικής αλληλεγγύης που πρέσβευε η Ιερά Συμμαχία, ο Αλέξανδρος Α’[2] επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη αποφασισμένος να κρατήσει παθητική στάση στο ελληνικό ζήτημα και να μην προχωρήσει σε καμία ενέργεια χωρίς τη συγκατάθεση των συμμάχων.

Η καταδίκη της Ελληνικής Επανάστασης στο Λάινμπαχ ελάχιστα προσέφερε στην αποκατάσταση της ηρεμίας, ούτε έδωσε το χρόνο όπως πίστευε ο Μέτερνιχ στους Τούρκους να καταπνίξουν εγκαίρως την Επανάσταση. Οι σφαγές του χριστιανικού πληθυσμού και ο απαγχονισμός του Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη ήταν το πρώτο  τιμωρητικό μήνυμα που έστειλε στους εξεγερμένους ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄. Το δεύτερο είχε παραλήπτη τη Ρωσία καθώς η Υψηλή Πύλη τη θεωρούσε υποκινήτρια της ελληνικής εξέγερσης. Ο Σουλτάνος επέβαλλε οικονομικά μέτρα κατά του ρωσικού εμπορίου στα Στενά . Το καλοκαίρι του 1821 ήταν ιδιαίτερα θερμό στις σχέσεις των δύο Αυτοκρατοριών. Η Ρωσία απαίτησε από την Υψηλή Πύλη να προστατέψει τους χριστιανικούς πληθυσμούς και τις εκκλησίες εντός της επικράτειάς της. Ο Σουλτάνος απέρριψε το τελεσίγραφο, η Ρωσία[3] διέκοψε αμέσως τις διπλωματικές σχέσεις με τη γείτονα χώρα, με τον πρεσβευτή της Α. Στρογκάνωφ να αποχωρεί από την Κωνσταντινούπολη. Οι εξελίξεις αυτές ανησύχησαν τη Βιέννη και το Λονδίνο καθώς ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος φαινόταν πια πολύ κοντά και μια μονομερή επέμβαση υπέρ των Ελλήνων θα κλόνιζε την ευρωπαϊκή ισορροπία.

 

Η αρχή της ουδετερότητας

Ο Αυστριακός καγκελάριος και ο υπ. Εξωτερικών της Βρετανίας Κάσλρεη συναντήθηκαν εσπευσμένα στο Ανόβερο για να βάλουν φρένο στα τολμηρά σχέδια του Ρώσου κυβερνήτη καθώς τον Οκτώβριο του 1821 είχε αιφνιδιάσει τους πάντες καλώντας τις συμμαχικές δυνάμεις να αναλάβουν από κοινού δράση κατά της Πύλης. Την ίδια ώρα, κινούμενος στο ίδιο μήκος κύματος και ο Πρώσος πρεσβευτής Anchillon ξεδίπλωνε πρότασή του για το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο πλαίσιο της νέας ευρωπαϊκής συνδιάσκεψης που είχε προγραμματιστεί τον επόμενο χρόνο στη Βιέννη αλλά τελικώς πραγματοποιήθηκε στη Βερόνα, και γνωρίζοντας τον ευμετάβλητο χαρακτήρα του τσάρου, οι δύο άνδρες προετοίμασαν προσεκτικά τη δική τους αμυντική γραμμή στις ρωσικές θέσεις. Η Βρετανία θα εξίσωνε την ελληνική επανάσταση με τα ευρωπαϊκά ανατρεπτικά κινήματα ενώ η Αυστρία θα προσπαθούσε να πείσει τον Αλέξανδρο Α’ να διαχωρίσει το ελληνικό ζήτημα από τις διμερείς σχέσεις Ρωσίας – Πύλης που βρίσκονταν σε δύσκολο σημείο καθώς η τελευταία αρνείτο να συμμορφωθεί στους όρους της Συνθήκης του Βουκουρεστίου. Ο Μέτερνιχ μάλιστα, θα άνοιγε κι ένα παράθυρο ευρωπαϊκής διπλωματικής υποστήριξης κατά τις διαπραγματεύσεις. Από την άλλη μεριά ο Κάσρλεη έδωσε οδηγίες στον πρεσβευτή του Bagon να διαβιβάσει στην Πετρούπολη τις αντιρρήσεις της Βρετανίας στην προοπτική ενός πολέμου, που ως βάση στήριξης είχαν το σεβασμό  της εδαφικότητας των εθνών – κρατών, αρχή που θα παραβιαζόταν εάν επιχειρείτο εμπλοκή των Ευρωπαίων στις εσωτερικές υποθέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δηλ. στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης. Η αόριστη απάντηση του τσάρου για σύμπραξη των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων ‘’εν ανάγκη ενόπλως’’ όπως ήταν φυσικό απορρίφθηκε από τη Βρετανία.

Στο Συνέδριο της Βερόνα η ισπανική επανάσταση επισκίασε το ελληνικό ζήτημα που κατά συνέπεια αφέθηκε στην άκρη. Ακόμη κι οι αντιπρόσωποι των Ελλήνων επαναστατών ‘’καθηλώθηκαν’’ στην Αγκόνα με  εντολή Μέτερνιχ στις αυστριακές αρχές και δεν τους επετράπη να μεταβούν στο συνέδριο όπου είχαν σκοπό να παρουσιάσουν  πρόταση για τη διακυβέρνηση της επαναστατημένης χώρας τους υπό μοναρχικό καθεστώς. Παρόλα αυτά η αξία της συνδιάσκεψης για την ελληνική επανάσταση έγκειται στο εγχειρίδιο των βρετανικών θέσεων, υπογεγραμμένο από τον Κάσλρεη περί αυστηρής ουδετερότητας της  χώρας του στην ελληνοτουρκική διένεξη. Η Βρετανία θα αναγνώριζε τους Έλληνες ως εμπόλεμους μόνο στην περίπτωση που  αποτύγχαναν οι Οθωμανοί να κατασβέσουν τις επαναστατικές φλόγες και δυνητικά θα μπορούσε να εμπλακεί στην ελληνική υπόθεση, εάν σχηματιζόταν μια ντε φάκτο κυβέρνηση στο Μωριά, χωρίς όμως να της παρασχεθεί καμία εγγύηση. Έχοντας υπό μάλης και τις οδηγίες του φιλελεύθερου διαδόχου του υπ.΄Εξωτερικών Γ. Κάννινγκ, που αντικατέστησε τον αυτόχειρα Κάσλρεη, ο δούκας Ουέλιγκτον, που εκπροσώπησε τη Βρετανία στη Βερόνα, κατέστησε σαφές ότι η Αυτού Μεγαλειότης δε θα έπαιρνε μέρος σε πολεμικά σενάρια ενώ παρότρυνε την Πύλη να προχωρήσει στην αποκλιμάκωση της έντασης και στην ειρήνευση της περιοχής της.  Οι διαφορές Ρωσίας – Πύλης αμβλύνθηκαν χάρη στην παρέμβαση Βρετανίας – Αυστρίας. Ο τσάρος δε θα κήρυττε πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για χάρη των Ελλήνων επαναστατών γιατί μετρώντας τις αντιδράσεις των συμμάχων είχε συνειδητοποιήσει ότι δε μπορούσε να τους επιβληθεί. Θύμα των διαβουλεύσεων πριν από το συνέδριο της Βερόνας υπήρξε ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών της τσαρικής αυλής Αντώνιος – Ιωάννης Καποδίστριας που παραιτήθηκε από το αξίωμά του για να διευκολύνει την εξωτερική πολιτική του Αλεξάνδρου Α’ η οποία ήταν εχθρική για την ιδιαίτερη πατρίδα του.

 

Επίθεση φιλίας από τις πλευρικές δυνάμεις 

Τον επόμενο χρόνο σημειώθηκαν πυκνές εξελίξεις στο ελληνικό ζήτημα με τη Βρετανία να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ο  Κάννινγκ αναγνώρισε τους Έλληνες ως εμπόλεμους, ενέργεια που θεωρήθηκε πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα  αν και επί της ουσίας εξυπηρετούσε τα βρετανικά συμφέροντα που τίθεντο εν κινδύνω από τις επιθέσεις των Ελλήνων κατά της βρετανικής πλοιοκτησίας .Ένα μεγάλο κύμα συμπάθειας της κοινής γνώμης αγκάλιασε την ελληνική επανάσταση εξαιτίας των τουρκικών ακροτήτων. Εκφράστηκε ελεύθερα με την επίσκεψη των πρώτων φιλελλήνων στην Ελλάδα και την ίδρυση Ελληνικής Επιτροπής στο Λονδίνο. Παράλληλα συμφωνήθηκε να δοθεί δάνειο στην εμπόλεμη χώρα για τις απαιτήσεις του αγώνα υπέρ της ανεξαρτησίας των Ελλήνων . Οι φιλελληνικές αυτές ενέργειες πιστώθηκαν στο νέο υπουργό Εξωτερικών που εκτίμησε ότι θα ήταν πιο συνετό να αυξηθεί η επιρροή της χώρας του στην Ελλάδα καθώς υπολόγιζε ότι  μπορούσε να γίνει  ένα χρήσιμο έρεισμα για τα βρετανικά συμφέροντα. Η Βρετανία θα ακολουθούσε το νέο δόγμα της περιορισμένης στήριξης στο ελληνικό ζήτημα χωρίς να προκαλεί τις άλλες  ευρωπαϊκές δυνάμεις. Κύριος σκοπός της ήταν να εμποδίσει την έξοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο αλλά και να ελέγξει τη Γαλλία καθώς φοβόταν ότι αργά ή γρήγορα θα σήκωνε και πάλι το ανάστημά της και θα αναζητούσε τη ρωσική συνεργασία.  Το φθινόπωρο του 1823 ύστερα από αυστριακή πίεση ο τσάρος δέχθηκε να στείλει διπλωματικό εκπρόσωπό του στην Κωνσταντινούπολη και αφού διευκρίνισε ότι η Ρωσία θα απέφευγε οποιαδήποτε μονομερή πρωτοβουλία για το ελληνικό ζήτημα, προσκάλεσε τους συμμάχους σε νέα συνδιάσκεψη την άνοιξη της επόμενης χρονιάς για να λάβουν γνώση και να συζητήσουν τις λεπτομέρειες υπομνήματος για την οριστική διευθέτηση του θέματος . Το υπόμνημα προέβλεπε την ίδρυση τριών ηγεμονιών: της Ανατολικής Ελλάδας, της Δυτικής Ελλάδας και της Νοτίου Ελλάδας και Κρήτης οι οποίες θα τελούσαν υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου. Παραχωρούσε πολύ μεγαλύτερη εδαφική αυτονομία στους επαναστατημένους Έλληνες συγκριτικά με τις περιοχές που ήλεγχαν και τούτο δεν πέρασε καθόλου απαρατήρητο από τους συνομιλητές του Αλεξάνδρου του Α’  που στη διάσκεψη της Πετρούπολης το 1824 διέγνωσαν πίσω από τις γραμμές του σχεδίου Τατίσεφ, του Ρώσου διπλωμάτη που το επεξεργάστηκε, την ανάπτυξη ενός ισχυρού ρωσικού θύλακα στα Βαλκάνια άκοπα και ανέξοδα. Ακριβώς για αυτό το λόγο οι συμμαχικές δυνάμεις το απέρριψαν πλην της Αυστρίας που μέσω Μέτερνιχ άσκησε παρελκυστική τακτική, υπολογίζοντας ότι η Πύλη θα κατόρθωνε να επανακτήσει τον τουρκικό έλεγχο στην Πελοπόννησο και στα νησιά. Ούτε οι εμπόλεμοι Έλληνες, πολύ περισσότερο η Πύλη δέχθηκαν να διαπραγματευθούν επί της ρωσικής πρότασης . Αποθαρρυμένοι από τη ρωσική δυσκαμψία και αναβλητικότητα και προσβλέποντας πλέον στη βρετανική στήριξη, οι πρώτοι το καλοκαίρι του 1825 ζήτησαν το ελληνικό έθνος να τεθεί υπό την προστατευτική σκέπη της Μ. Βρετανίας. Ανάλογες αιτήσεις υιοθεσίας απεστάλησαν στη συνέχεια  και σε Γαλλία και Ρωσία.  Ο Κάννινγκ αρνήθηκε με το επιχείρημα της ένοπλης αντιπαράθεσης με την Πύλη, εντούτοις για να μην απογοητεύσει τους Έλληνες πρότεινε να μεσολαβήσει υπέρ τους στην Πύλη. Η λύση που επεξεργαζόταν έτεινε σε μια ανεξάρτητη ηγεμονία που θα ήταν υποτελής στο Σουλτάνο. Αναγνωριστικές κρούσεις  για την υποδοχή του βρετανικού σχεδίου έγιναν σε Αγία Πετρούπολη και Κωνσταντινούπολη μέσω του Ουέλινγκτον και του διπλωμάτη Σ. Κάννινγκ αντίστοιχα. Η Ρωσία ήταν θετική γιατί πίστευε ότι της δινόταν η βρετανική συγκατάθεση για να στήσει πολεμικά χαρακώματα κατά των Οθωμανών. Συν τις άλλοις θεωρούσε την εμπλοκή Κάννινγκ ως αποτέλεσμα της δικής της διπλωματικής ευελιξίας μιας και προηγουμένως είχε ρίξει δίχτυα συνεργασίας προς  τη Γαλλία.

 

Η Αγία Πετρούπολη αναλαμβάνει δράση

Η ανάρρηση του Νικολάου Α΄ στον τσαρικό θρόνο σηματοδότησε τη μετατόπιση της ρωσικής  εξωτερικής πολιτικής. Ο πρίγκιπας Νικόλαος δε μοιραζόταν τις ίδιες ιδέες με τον αποβιώσαντα αδελφό του και είχε πιο αποφασιστικό χαρακτήρα από ότι εκείνος. Πολύ γρήγορα αποκήρυξε τις διακηρύξεις της Ιεράς Συμμαχίας, άσκησε επιθετική πολιτική κατά της Πύλης και θέλησε να πάρει με δυναμικό τρόπο τα ηνία από τον Κάννινγκ να μην του αφήσει ελεύθερο το πεδίο δόξης στο ελληνικό ζήτημα. Επιπροσθέτως ήταν κρίσιμης σημασίας για την Αυτοκρατορία του η επέκταση στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο. Ο Κάννινγκ αντιλήφθηκε επίσης πολύ γρήγορα ότι δε μπορούσε να διαπραγματευτεί εύκολα με τον ισχυρό συνομιλητή του. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο τσάρος σκόπευε να αναμιχθεί στην ελληνική υπόθεση, εκτίμησε ότι η Ρωσία θα καταβρόχθιζε την Ελλάδα με μια μπουκιά και αμέσως μετά την Τουρκία. Μη έχοντας περιθώρια θεαματικών κινήσεων και θέλοντας να εμποδίσει τη μονομερή επέμβαση της Ρωσίας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Βρετανία προσφέρθηκε να συνεργαστεί μαζί της και παράλληλα να προετοιμάσει έδαφος στην Κωνσταντινούπολη να αποδεχθεί  τις ρωσοβρετανικές απαιτήσεις για την Ελλάδα. Η συνεργασία αποτυπώθηκε στο Πρωτόκολλο της Πετρούπολης  που υπογράφηκε στις 4 Απριλίου 1826 και έδινε  στη Βρετανία ρόλο μεσολαβητή μεταξύ Πύλης και επαναστατημένων Ελλήνων πάνω στην πρόταση ίδρυσης αυτόνομου ελληνικού κράτους. Οι δύο δυνάμεις συνομολογούσαν ότι εάν η Πύλη απέρριπτε τη διαμεσολάβηση είχαν το δικαίωμα να επέμβουν από κοινού ή ξεχωριστά ενώ δεν υπήρχε καμία αναφορά για τα σύνορα του νέου κράτους. Για να φανούν κάπως πιο ευχάριστοι οι όροι για την Πύλη, η συμφωνία προέβλεπε  ότι το νέο κράτος θα παρέμενε τεχνικά τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και θα πλήρωνε ετήσιο φόρο στο Σουλτάνο. Η Ρωσία, εξασφαλίζοντας τη συναίνεση του ευρωπαϊκού συγκυρίαρχου, και με προκάλυμμα το ελληνικό ζήτημα μπορούσε πλέον να στρέψει τα όπλα της κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφού η συνθήκη της έδινε το δικαίωμα της μονομερούς επέμβασης, λεπτομέρεια που δεν προσέχθηκε από τους Βρετανούς διπλωμάτες. Την επομένη ημέρα της υπογραφής ο Νικόλαος Α’ έστειλε τελεσίγραφο απαιτώντας από την Πύλη  να εκπληρώσει τους όρους της Συνθήκης του Βουκουρεστίου. Η απειλή του πολέμου ορθώθηκε και πάλι αλλά η Ρωσία είχε μεγάλα εσωτερικά προβλήματα εκείνη την εποχή για να ανοίξει ακόμη ένα μέτωπο, ο δε Σουλτάνος προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο για να αναδιοργανώσει το στρατό του. Οι ρωσικές αξιώσεις έγιναν αποδεκτές με τη Συνθήκη του Άκκερμαν που υπογράφηκε πέντε μήνες αργότερα.

 

 Συνθήκη Λονδίνου με άρωμα από Παρίσι

Η ευρωπαϊκή διπλωματία είχε έρθει στα μέτρα των δύο ισχυρών παικτών της. Από την άνοδο του Κάννινγκ στη βρετανική εξωτερική πολιτική το 1822 και εντεύθεν και με την παρουσία του δυναμικού Νικολάου Α’ στο ρωσικό θρόνο, η Αυστρία είχε πάψει να επηρεάζει την ευρωπαϊκή πολιτική. Ο Μέτερνιχ είχε απομονωθεί , παραμένοντας ουσιαστικά ο μόνος υπερασπιστής της Ιεράς Συμαχίας  και σταθερά αδιάλλακτος στα σχέδια της ελληνικής ανεξαρτησίας. Την άνοιξη του 1826 ενώ οι διπλωματικές διεργασίες βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους, η Ελληνική Επανάσταση φυλλορροούσε από τις νίκες των αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και τις εμφύλιες διαμάχες. Η πτώση του Μεσολογγίου και οι τουρκικές αγριότητες ξεσήκωσαν πλήθος αντιδράσεων στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Στο Παρίσι, μάλιστα, διαδηλωτές έφτασαν ξημερώματα στα ανάκτορα απαιτώντας από το Βασιλιά Κάρολο Ι να συμπαρασταθεί στους Έλληνες. Ο Κάννινγκ, φανερά ανήσυχος από την ευστοχία των ρωσικών κινήσεων στην οθωμανική και βαλκανική σκακιέρα, θέλησε να τις ελέγξει αναζητώντας στηρίγματα στο Ευρωπαϊκό Κονσέρτο. Ενθάρρυνε τη Γαλλία να υποστηρίξει την Αγγλορωσική συμμαχία, πρόταση που έγινε ασμένως δεκτή μιας και οι Γάλλοι είχαν συμφέροντα στη Μέση Ανατολή και ανυπομονούσαν να αναβαθμίσουν το ρόλο τους στον κυρίαρχο ευρωπαϊκό συνασπισμό. Μετά από χρονοβόρες όσο και κουραστικές διαπραγματεύσεις στις 6 Ιουλίου 1827 υπογράφηκε μεταξύ των τριών Δυνάμεων η Συνθήκη του Λονδίνου. Διαπραγματευτική βάση της Συνθήκης ήταν το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης που αναφερόταν ξεκάθαρα στη σύσταση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους υπό την επικυριαρχία της Πύλης. ‘’Η Συνθήκη Ειρηνεύσεως της Ελλάδος’’, όπως ονομάστηκε, ζητούσε την ανακωχή των εχθροπραξιών και την έναρξη των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στα εμπόλεμα μέρη. Σε μυστικό άρθρο προβλεπόταν ότι εάν οι Οθωμανοί δεν αποδέχονταν τη διαμεσολάβηση, Ρωσία, Βρετανία και Γαλλία θα έστελναν  προξένους στην Ελλάδα. Στην περίπτωση που η ανακωχή δε γινόταν δεκτή οι Σύμμαχοι δήλωναν ότι θα εμπόδιζαν τις συγκρούσεις, όχι όμως ενόπλως. Σε συμπληρωματικό άρθρο που δε δημοσιοποιήθηκε, δινόταν προθεσμία ενός μήνα για τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Αν η Πύλη, ουσιαστικά, δε συμμορφωνόταν οι Τρεις Δυνάμεις θα έδιναν οδηγίες στους στόλους τους να επιβάλλουν τους όρους της Ιουλιανής Συνθήκης. Η Συνθήκη του Λονδίνου απορρίφθηκε από την Κωνσταντινούπολη και η άκαμπτη στάση του Σουλτάνου οδήγησε στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου[4] τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου.  Η καταστροφή του αιγυπτιακού στόλου εξαγρίωσε το Μαχμούτ Β’  που κήρυξε ιερό πόλεμο εναντίον της Ρωσίας αφού προηγουμένως κατήγγειλε τη Συνθήκη του Άκκερμαν. Οι Τρεις Δυνάμεις βρέθηκαν στο στόχαστρο και οι πρέσβεις τους αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν το Δεκέμβριο του 1827 από την Κωνσταντινούπολη. Η  νίκη των συμμαχικών στόλων στο Ναυαρίνο διαμόρφωνε πλέον τις προϋποθέσεις για την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους, αν και όχι άμεσα. Η νέα κυβέρνηση της Βρετανίας, μετά τον ξαφνικό θάνατο του Κάννινγκ τον Αύγουστο του 1827 που είχε γίνει πρωθυπουργός, και κυρίως μετά τη Ναυμαχία, είχε αρχίσει να αναθεωρεί τη στάση της στην ελληνική υπόθεση.  Ο νέος πρωθυπουργός Ουέλιγκτον δεν έτρεφε καμία συμπάθεια στους Έλληνες και θεωρούσε ότι η η προφανής αδυναμία της Πύλης να προασπίσει την εδαφική της ακεραιότητα βόλευε μόνο τα ρωσικά συμφέροντα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ο βασιλιάς της Γεώργιος Δ’ αποκήρυξε τη Ναυμαχία στο λόγο του θρόνου ενώ ο ναύαρχος Κόδριγκτον παύθηκε από την ηγεσία του στόλου της Μεσογείου. Ο τσάρος[5] δε φείσθηκε επαίνων στον αρχιτέκτονα της νίκης ενώ οι αντιδράσεις των Γάλλων ήταν πιο συγκρατημένες. Η νέα κυβέρνηση, υπό το Ζαν Μπατίστ Μαρτινιάκ, που σχηματίσθηκε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1828 ήταν αποφασισμένη να παίξει πιο ενεργό ρόλο στο ελληνικό ζήτημα.

 

Οι χαράκτες των συνόρων

Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος που τόσο πολύ φοβόταν η Ευρωπαϊκή Συναυλία ήταν πια αναπόφευκτος. Η Αγία Πετρούπολη κήρυξε τον πόλεμο στην Πύλη στις 24 Απριλίου 1828 ενώ παρήγγειλε στους Συμμάχους να διατηρήσουν το ναυτικό αποκλεισμό και να στείλουν τους πρεσβευτές τους σε ένα ουδέτερο νησί για να ξεκινήσουν τις διαπραγματεύσεις για τα σύνορα και την οργάνωση του νέου ελληνικού κράτους.  Η πρώτη διάσκεψη των ξένων πρεσβευτών, Σ. Κάννινγκ, Γκιγιεμινό και Ρωμπωπιέρ έγινε στα τέλη Ιουλίου στην Κέρκυρα αλλά στη συνέχεια οι εργασίες της μεταφέρθηκαν στον Πόρο Οι πληρεξούσιοι της Πύλης μολονότι κλήθηκαν δεν εμφανίστηκαν στις συναντήσεις. Κινούμενοι αυστηρά στις οδηγίες της Διάσκεψης του Λονδίνου, που πρότειναν τέσσερις διαφορετικές συνοριακές γραμμές, οι πρεσβευτές όφειλαν να χαράξουν τα νέα όρια του ελληνικού κράτους. Αυτά έπρεπε να περιλαμβάνουν το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού που είχε πάρει μέρος στον πόλεμο, να προστατεύονται εύκολα και να διασφαλίζουν ει δυνατόν την αποφυγή διενέξεων μεταξύ κατοίκων όμορων περιοχών. Ο στρατηγός Ουέλιγκτον, συμμεριζόταν την ιδέα του Μέτερνιχ για ένα περιορισμένο σε έκταση ελληνικό κράτος στην περιοχή της Πελοποννήσου ενώ οι Ρώσοι ήθελαν διευρυμένα σύνορα. Τελικώς κατέληξαν, απορρίπτοντας εντωμεταξύ τις μαξιμαλιστικές απαιτήσεις που προέβαλλε ο νέος κυβερνήτης της χώρας Ιωάννης Καποδίστριας, στη συνοριακή γραμμή Άρτας – Βόλου. Το νέο κράτος θα ήταν υποχρεωμένο να πληρώνει ετήσιο φόρο υποτέλειας στο Σουλτάνο που καθορίστηκε στις 60.000λίρες. Το κείμενο της πρεσβευτικής διάσκεψης του Πόρου δεν ενθουσίασε τη Βρετανία που απεργαζόταν σχέδια νέας μείωσης των ελληνικών συνόρων, παρά ταύτα τη θορύβησε η υπεροχή της Ρωσίας κατά των Τούρκων. Επειδή ήθελε να αποφύγει με κάθε τρόπο την ταύτιση των στρατιωτικών επιτυχιών του τσάρου με την ίδρυση του ελληνικού κράτους υιοθέτησε τις θέσεις του Πόρου. Οι Τρεις Δυνάμεις συνυπέγραψαν το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 22 Μαρτίου 1829, το οποίο ρύθμιζε τα σύνορα  στη συμφωνηθείσα γραμμή Άρτας – Βόλου και συμπληρωματικά περίκλειε στα όρια του νέου κράτους την Εύβοια, τις Κυκλάδες και νησιά παρά την Πελοπόννησο. Ο φόρος υποτέλειας καθορίστηκε στο 1,5 εκατ. πιάστρα. Ο Σουλτάνος αρχικά αρνήθηκε να απαντήσει. Οι στρατιωτικές ήττες που υφίστατο από τη Ρωσία και η πίεση της Βρετανίας τον έκαναν να αλλάξει γνώμη. Την περίοδο αυτή η Γαλλία έβγαινε δυναμικά στο προσκήνιο προσφέροντας στήριξη στον τσάρο που αντιμετώπιζε τη βρετανική εχθρότητα και εξουδετερώνοντας την αυστριακή απειλή στα τελευταία στάδια του πολέμου Ρωσίας – Πύλης. Ο νεοδιορισμένος πρωθυπουργός Ζιλ ντε Πολινιάκ εισηγήθηκε το Μεγάλο Σχέδιο για να προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες στη σύμμαχο Ρωσία και  να εκφράσει εμπράκτως την υποστήριξή του στον Καποδίστρια και στο νέο ελληνικό κράτος. Η αποστολή γαλλικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο ήταν ένα πρώτο δείγμα βοηθείας. Σύμφωνα με το σχέδιο Πολινιάκ οι παραδουνάβιες επαρχίες και ένα τμήμα της Μικράς Ασίας θα παραχωρούνταν οριστικά στη Ρωσία ενώ η Κωνσταντινούπολη και τα Στενά θα περνούσαν στην κυριότητα του ελληνικού κράτους. Η Αγία Πετρούπολη το απέρριψε γιατί προτιμούσε ως επικυρίαρχο της Κωνσταντινούπολης και των Στενών την Οθωμανική Αυτοκρατορία που άλλωστε είχε τη δυνατότητα να υποτάξει, παρά μια νέα χώρα που φαινόταν να είναι σταθερά προσανατολισμένη στη Δύση. Αρνητική ήταν και η θέση της Βρετανίας που δεν ήθελε μια νέα εξισορρόπηση, εν πολλοίς  εχθρική προς τα οικονομικά της συμφέροντα στη Μεσόγειο και στην Εγγύς Ανατολή.

 

Ανεξάρτητη Ελλάδα υπό την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων 

Η προέλαση του ρωσικού στρατού στην Κωνσταντινούπολη προκάλεσε ισχυρό σοκ, για διαφορετικούς λόγους , σε Κωνσταντινούπολη  και Λονδίνο και συμπύκνωσε τις εξελίξεις στο ελληνικό ζήτημα. Η Υψηλή Πύλη, βλέποντας πως ο μεγάλος της εχθρός την περικύκλωνε ζήτησε εσπευσμένα ανακωχή. Η Βρετανία είχε σοβαρούς λόγους να ανησυχεί γιατί το αυξημένο τσαρικό γόητρο θα είχε αντανάκλαση σε εδαφικά αποκτήματα και σε ενδεχόμενη επέκταση στα Βαλκάνια και Μεσόγειο, μειώνοντας τη δική της επιρροή. Επιπλέον αντιλαμβανόταν πια καθαρά ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατακρημνιζόταν. Το μόνο που ενδιέφερε τη Βρετανία εκείνη τη στιγμή ήταν να απεμπλακεί από το ελληνικό ζήτημα χωρίς να χάσει την αξιοπρέπειά της και χωρίς να διακινδυνεύσει την ασφάλεια των Ιονίων Νήσων όπως έγραφε ο Ουέλιγκτον στον υπουργό Εξωτερικών Αμπερντήν. Αλλά και η Ρωσία είχε αποφασίσει να αλλάξει γραμμή πλεύσης στο Μεσανατολικό.[6]   Η Συνθήκη της Αδριανούπολης[7], που υπεγράφη στις 14 Σεπτεμβρίου 1829  ικανοποιούσε βασικά ρωσικά αιτήματα και δέσμευε μεταξύ άλλων το Μαχμούτ Β'  να εγκρίνει τον τρόπο διευθέτησης της Ελληνικής Επανάστασης, όπως τον είχαν αποφασίσει οι Μεγάλες Δυνάμεις.. Στις 3 Φεβρουαρίου του 1830 ο διακανονισμός του ελληνικού ζητήματος γινόταν πλέον πράξη κατά τη Διάσκεψη του Λονδίνου. Βρετανία, Ρωσία και Γαλλία υπέγραψαν τρία πρωτόκολλα. Στο πρώτο οριζόταν ότι η Ελλάδα ήταν ένα ανεξάρτητο κράτος, που θα τελούσε υπό την εγγύησή τους, με τροποποιημένα όσο και ψαλιδισμένα βόρεια σύνορα που θα ακολουθούσαν τη γραμμή Λαμίας - Ασπροποτάμου. Το πολίτευμα της νέας χώρας θα ήταν μοναρχικό, με κληρονομικό μονάρχη, που δε θα ανήκε σε καμία από τις Τρεις Δυνάμεις. Στο δεύτερο πρωτόκολλο ανακοινωνόταν ότι ο βασιλιάς της χώρας θα ήταν  ο  πρίγκιπας Λεοπόλδος του Σαξ – Κοβούργου  ενώ στο τρίτο ρυθμίζονταν τα θρησκευτικά δικαιώματα των καθολικών της Ελλάδας . Τα νέα σύνορα θα χαράσσονταν από εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων, έξι μήνες μετά. Ο προτεινόμενος Λεοπόλδος αρνήθηκε το βασιλικό θρόνο καθώς δεν είχε ούτε τις εγγυήσεις ούτε και την οικονομική στήριξη που ζήτησε για το ελληνικό  βασίλειο και οι Σύμμαχοι αποδύθηκαν σε μια νέα προσπάθεια αναζήτησης ηγεμόνα. Οι προτιμήσεις τους ήταν διαφορετικές. Η Βρετανία υποστήριζε την υποψηφιότητα του Φρειδερίκου της Ολλανδίας, η Γαλλία τον Παύλο της Βυρτεμβέργης ενώ η Ρωσία πρότεινε τον Όθωνα, ανήλικο γιο του φιλέλληνα βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας, με αντιβασιλέα τον Καποδίστρια έως την ενηλικίωσή του. Οι προτεραιότητές τους όμως άλλαξαν καθώς το καλοκαίρι του 1830 είχαν να αντιμετωπίσουν τα  επαναστατικά κινήματα που ξέσπασαν σε Γαλλία, Ιταλία, Πολωνία και Βέλγιο . Τα επόμενα δύο χρόνια συνεχίστηκαν οι διαβουλεύσεις για τον ελληνικό βασιλικό θρόνο αλλά και τη βελτίωση των συνόρων του νέου κράτους. Η κυβέρνηση Πάλμερστον που διαδέχθηκε τον Ουέλιγκτον ήταν θετική στην επανεξέταση των εδαφικών ορίων και την επαναφορά των βόρειων συνόρων στη γραμμή Άρτας – Βόλου. Τα νέα σύνορα ''κλείδωσαν'' οριστικά  στο Διακανονισμό  της Κωνσταντινούπολης που υπογράφηκε από τις Εγγυήτριες Δυνάμεις και την Υψηλή Πύλη στις 21 Ιουλίου 1832. Η αποζημίωση της Πύλης για τη μεγαλύτερη εδαφική απώλεια καθορίστηκε σε 40 εκατ. τουρκικά πιάστρα ενώ στη συνθήκη προβλέπονταν  ρυθμίσεις για την τουρκική εκκένωση των ελληνικών εδαφών και για την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων και ναυσιπλοϊας με την Πύλη με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας. Αλλά και το όνομα του νέου βασιλιά είχε ''κλειδώσει'' με άλλη συνθήκη, νωρίτερα στις 7 Μαϊου μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και του βασιλιά της Βαυαρίας που αναγνώριζε την κυριαρχία της Ελλάδος υπό τον πρίγκιπα ΄Οθωνα.

Ο δεκαετής αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία τους, σε παράλληλη ευθεία με την επαμφοτερίζουσα στάση του Ευρωπαϊκού Κονσέρτου  και εν συνεχεία με τη συμμετοχή μόνο των Τριών Μεγάλων Δυνάμεων είχε ολοκληρωθεί. Η Ελλάδα εισερχόταν στο δρόμο των ευρωπαϊκών κρατών και στο διεθνές σύστημα ασφαλείας.   

 

Επίλογος

Στα πρώτα χρόνια του επαναστατικού αγώνα (1821-1822) οι Μεγάλες Δυνάμεις επιδόθηκαν σε ασκήσεις υπομονής επενδύοντας στο χρόνο και στη στρατιωτική ικανότητα της Πύλης να συντρίψει την ελληνική ανταρσία. Η διπλωματική κρίση Ρωσίας – Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αφορμή το ελληνικό ζήτημα ξεπεράστηκε χάρη στην παρέμβαση Βρετανίας – Αυστρίας και στην ατολμία της Αγίας Πετρούπολης και ο πόλεμος προσωρινά αποφεύχθηκε. Ήταν προφανές ότι η τσάρος δε μπορούσε να βρει ηγεμονικό χώρο στην Πενταπλή Συμμαχία και ότι επίσης δεν ήθελε να έρθει σε ρήξη με τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις για το ελληνικό ζήτημα. Ήταν εξίσου φανερό  ότι το δίδυμο Κάσλρεη – Μέτερνιχ είχε παγιδεύσει την τσαρική Αυτοκρατορία στις ίδιες της τις διακηρύξεις επί της Ιερής Συμμαχίας προκειμένου να ανακόψει την επέκτασή της στη βαλκανική ενδοχώρα. Η επιτυχημένη στόχευση Λονδίνου – Βιέννης στη Βερόνα συμπαρέσυρε στην έξοδο της καριέρας του από τη ρωσική διπλωματία τον κόμη Αντώνιο – Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος αναγκάστηκε να παραιτηθεί καθώς τα συμφέροντα της Ρωσίας ήταν πλέον ασύμβατα με αυτά της ιδιαίτερης πατρίδας του.

Απρόσμενη ώθηση στο ελληνικό ζήτημα  έδωσε η αναγνώριση των Ελλήνων ως εμπολέμων από τον Κάννινγκ, ενέργεια που θεωρήθηκε πρωτόγνωρη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η Βρετανία άσκησε στάση ευμενούς ουδετερότητας επειδή ήθελε να κρατήσει αποστάσεις από τους αντιδραστικούς Ευρωπαίους συμμάχους, κυρίως όμως επειδή η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έθετε σε κίνδυνο τα οικονομικά της συμφέροντα. Έδωσε, συνεπώς, βαρύτητα στη γεωπολιτική σημασία του ελλαδικού χώρου για να αποκτήσει σ΄ αυτόν επιρροή. Η χλιαρή αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος από τη Ρωσία δεν κράτησε για πολύ. Ο διάδοχος του τσαρικού θρόνου Νικόλαος Α’ προχώρησε σε δυναμικές πρωτοβουλίες με σκοπό να εξαναγκάσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία να τηρήσει τις εδαφικές της δεσμεύσεις που απέρρεαν από τη συνθήκη του Βουκουρεστίου. Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης, το οποίο θεωρήθηκε η πρώτη διεθνής πράξη αναγνώρισης της ελληνικής ανεξαρτησίας, ήταν μία από αυτές. Για λόγους ισορροπίας του ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας και εξουδετέρωσης της ρωσικής ισχύος στο διμερή βηματισμό Λονδίνου – Αγίας Πετρούπολης για τη λύση της ελληνικής υπόθεσης, προστέθηκε και η Γαλλία. Οι Τρεις Μεγάλες Δυνάμεις αφήνοντας στο περιθώριο την Αυτοκρατορία των Αψβούργων και την Πρωσία, συνυπέγραψαν τη Συνθήκη του Λονδίνου, ασκώντας πίεση στην Υψηλή Πύλη να αποχωριστεί το μικρό επαναστατημένο οργανικό της τμήμα. Η άρνηση του Σουλτάνου οδήγησε στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου που στάθηκε η θρυαλλίδα καταιγιστικών εξελίξεων. Η νέα κυβέρνηση, υπό το δούκα Ουέλινγκτον είχε μετανιώσει για την εμπλοκή της Βρετανίας στο ελληνικό ζήτημα καθώς διαπίστωνε ότι η Ρωσία ήταν αυτή που εισέπραττε γεωπολιτικά οφέλη από την εξαντλημένη, στρατιωτικά και διοικητικά Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι εκτιμήσεις της επιβεβαιώθηκαν με το ρωσοτουρκικό πόλεμο που ξέσπασε το 1828 και τη νικηφόρα έκβασή του υπέρ του τσάρου. Υπό αυτές τις συνθήκες, το κύριο μέλημα της Βρετανίας ήταν να μικρύνει γεωγραφικά το νέο ελληνικό κράτος που θα προέκυπτε, φοβούμενη ότι θα γινόταν ένα είδος ρωσικού προτεκτοράτου. Οι  διπλωματικές διεργασίες που ακολούθησαν -  αποδεκτές αναγκαστικά από την αποδιοργανωμένη Υψηλή Πύλη -  ήταν επίπονες αλλά τα σύνορα του νέου κράτους δεν περιορίστηκαν όπως αρχικά προτάθηκε στην Πελοπόννησο. Η διεύρυνση των γεωγραφικών ορίων και η επιλογή μονάρχη που θα διοικούσε το νέο ελληνικό κράτος αποτέλεσαν αντικείμενο σκληρών  διαπραγματεύσεων  και ολοκληρώθηκαν μέσα σε τέσσερα χρόνια. Ο ανήλικος Όθωνας της Βαυαρίας θα ήταν ο νέος βασιλιάς του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, με συνοριακή γραμμή Άρτας – Βόλου που τελούσε υπό την εγγύηση των Τριών Δυνάμεων.

Είτε με τη μορφή της επανάστασης, είτε με αυτήν του Ανατολικού Ζητήματος, η ελληνική υπόθεση έφερε στην επιφάνεια τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς του ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλείας. Τα συνέδρια του Λάινμπαχ, της Βερόνας και οι πρόσκαιρες συμμαχίες  που αναπτύχθηκαν εκεί μεταξύ συμμάχων πέτυχαν προσωρινά αποτελέσματα και ανέδειξαν μια προβληματική πλευρά στον ειρηνευτικό διακανονισμό της Βιέννης. Η οποία εκδηλώθηκε με την έλλειψη ενότητας και κοινής θέσης στη διαχείριση του ελληνικού ζητήματος. Ο κοινός τόπος που βρέθηκε λίγα χρόνια αργότερα και αναφερόταν στη δημιουργία ενός νέου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, συνδέθηκε στενά με τα συμφέροντα Βρετανίας, Ρωσίας και Γαλλίας στη Μεσόγειο και σαφώς παρέκκλινε από τις αρχές του Κονσέρτου που δέχθηκε το νέο πείραμα στη βαλκανική χερσόνησο χωρίς να έχει τη δυνατότητα να το εμποδίσει. Οι δύο συγκυρίαρχοι, και από κοντά τους η Γαλλία, είχαν κατορθώσει να επιβάλλουν τη δική τους άποψη στην Ευρωπαϊκή Συναυλία.    

                 

Βιβλιογραφία

Anderson M. Russia and the Eastern Question 1821-41,  Europe’s balance of Power 1815-1848, British Library Cataloguing in Publication Data, 1979

Burns E.M. Ευρωπαϊκή Ιστορία, Ο Δυτικός Πολιτισμός: Νεότεροι Χρόνοι, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006

Dakin D.     Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία 1821-1833 Εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1999

Dakin D.  Η Ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, Εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης ,Αθήνα 1989

Hobsbawm E.J.  Η Εποχή των Επαναστάσεων 1789 – 1848, Εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2015

Rich N. Great Power Diplomacy 1814-1914, The Ottoman Imprint on the Balkans and the Middle East, Brown L. Columbia University Press, 1996 

Sedivy M. Metternich, The Great Powers and the Eastern Question, University of Bohemia, 2013

Βερέμης Β. Ελλάς Η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 μέχρι σήμερα,  Εκδόσεις Καστανιώτη Αθήνα 2006

Γαρδίκα Κ.  Προστασία και Εγγυήσεις: Στάδια και μύθοι της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης (1821-1920), Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1999

Διβάνη Λ. Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947),Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2000

Άρθρα

Slantchev B. Territory and Commitment: The Concert of Europe as Self-Enforcing Equilibrium, Security Studies 2005

Μπατρακούλης Θ. ‘’Το Ανατολικό Ζήτημα και η Ελληνική Επανάσταση. Οι διπλωματικές ζυμώσεις για την τύχη του ‘’Μεγάλου Ασθενούς’’ Ιστορικά Θέματα, 1(2015)

Παπαφλωράτος Ι. ‘’Η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων  στη Βαλκανική κατά τη μεταναπολεόντεια εποχή ως την υπογραφή της σύμβασης των Στενών (1815-1848΄΄ Ιστορία Εικονογραφημένη (2012)

Πηγές

www.mfa.gr 

 

[1] Ο Μέτερνιχ πρωταγωνίστησε στις προσπάθειες  για τη συμμετοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας  στον ειρηνευτικό διακανονισμό της Βιέννης με την πεποίθηση ότι θα μπορούσε να σχηματίσει ένα ουσιαστικό φράγμα στον Βαλκανικό εθνικισμό και στον τσαρικό ιμπεριαλισμό. Η Υψηλή Πύλη όμως δε θέλησε να ενσωματωθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια γιατί δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στο νέο ευρωπαϊκό σύστημα ισχύος – Sedivy M. Metternich, The Great Powers and the Eastern Question,  Σελ.33-41

[2]Η οικονομική και η εξωτερική πολιτική της Ρωσίας αυτή την περίοδο ακολουθούν παράλληλη πορεία. Η έξοδος στα Στενά είναι ζωτικής σημασίας για την τσαρική Αυτοκρατορία δοθέντων  της εξαγωγής των σιτηρών της Μαύρης Θάλασσας και του εμπορευματικού της κέντρου στην Οδησσό. Ο Anderson υπαινίσσεται ότι η ρωσική εξωτερική πολιτική θα μπορούσε να είναι πιο πιεστική στο Σουλτάνο, σημειώνει εντούτοις ότι ο τσάρος δεν είχε επηρεαστεί καθόλου από τα εμπορικά ζητήματα  Anderson M. Russia and the Eastern Question 1821-41,  Europe’s balance of Power 1815-1848, Σελ. 82- 83 

[3]Το καλοκαίρι του 1821 οι Ρώσοι αξιωματικοί επεξεργάζονταν σχέδια εκστρατείας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προς μεγάλη ευχαρίστηση των απλών στρατιωτών που παραπονιόντουσαν ότι οι Τούρκοι τους φέρονταν σαν να ήταν Τατάροι – Anderson M. Russia and the Eastern Question 1821-41,  Europe’s balance of Power 1815-1848, Σελ. 80 

         

[4]Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου σχολιάστηκε από τον Αυστριακό καγκελάριο ως η αρχή της βασιλείας του χάους. Ο Μέτερνιχ είδε το Ναυαρίνο σαν τη μεγαλύτερη καταστροφή που θα έφερνε αναταράξεις στα Βαλκάνια, την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έναν γενικευμένο ευρωπαϊκό πόλεμο - Rich N. Great Power Diplomacy 1814-1914, The Ottoman Imprint on the Balkans and the Middle East  Σελ. 47 

[5] Η Ρωσία τίμησε τους επικεφαλής των τριών ναυτικών μοιρών και έδωσε το όνομα Ναυαρίνο στο ακρωτήριο που κλείνει τον κόλπο του Αναντύρ στη Βερίγγειο θάλασσα. Παπαφλωράτος Ι. Η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων  στη Βαλκανική κατά τη μεταναπολεόντεια εποχή ως την υπογραφή της σύμβασης των Στενών (1815-1848)  Σελ. 48

                  

[6]Μετά τη Συνθήκη της Αδριανούπολης, ειδική επιτροπή από Ρώσους διπλωμάτες εισηγήθηκε στον τσάρο έκθεση αναθεώρησης της εξωτερικής πολιτικής. Σύμφωνα με αυτήν  ήταν προς το συμφέρον της Ρωσίας η διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με το ακλόνητο επιχείρημα ότι εάν διαλυόταν οι Ευρωπαίοι θα συμμετείχαν στη μοιρασιά των εδαφών της. Η παρουσία των ανεπιθύμητων Ευρωπαίων στα νέα εδάφη και στη Μεσόγειο ήταν πιθανόν να οδηγήσει τη Ρωσία σε έναν μεγάλο διεθνή πόλεμο. Η ρωσική εξωτερική πολιτική υιοθέτησε την έκθεση αυτή για τις επόμενες δύο δεκαετίες και απέφυγε έκτοτε κάθε εδαφική επέκταση. – Anderson M. Russia and the Eastern Question 1821-41,  Europe’s balance of Power 1815-1848 Σελ. 86-87 

[7]Η Πύλη παραχωρούσε στη Ρωσία εκτεταμένες περιοχές στον Καύκασο, αναγνώριζε την κυριαρχία της στη Γεωργία ενώ δεχόταν την αυτονομία της Σερβίας υπό το Μίλος Ομπρένοβιτς. Οι παραδουνάβιες ηγεμονίες διατηρούνταν υπό την κατοχή του τσάρου μέχρι να τον εξοφλήσει ο Σουλτάνος με μια υπέρογκη αποζημίωση – Παπαφλωράτος Ι. Η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων  στη Βαλκανική κατά τη μεταναπολεόντεια εποχή ως την υπογραφή της σύμβασης των Στενών (1815-1848)  Σελ. 49