Σάββατο, 20 Απριλίου 2024, 12:07:24 πμ
Σάββατο, 26 Δεκεμβρίου 2020 19:42

Τα Χριστούγεννα των παιδικών μου χρόνων

Γράφει ο Νίκος Σιάνας.

Κατά τους ψυχολόγους οι παιδικές αναμνήσεις διατηρούνται ζωντανές και συνοδεύουν τον άνθρωπο σ’ όλη του τη ζωή. Αν μάλιστα αυτές είναι καλές, τις αναπολεί σε κάθε ευκαιρία. Κάπως έτσι κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες, όσα χρόνια κι’ αν έχουν περάσει, εμείς των …ηντα και βάλε χρόνων, θα τις θυμόμαστε πάντα με νοσταλγία και συγκίνηση.


Τι και αν τα παραφορτωμένα παιδικά μας όνειρα εκείνα τα χρόνια της φτώχειας και της στέρησης, έμειναν τα περισσότερα ανεκπλήρωτα. Σήμερα, ώριμοι πια άνδρες και εν μέσω πανδημίας φέρνουμε στο νου μας τις αξέχαστες εκείνες παιδικές συγκινήσεις, που μας συνεπαίρναν, θυμόμαστε με αγαλλίαση τις γιορτές του Δωδεκαήμερου, όπως τις γιορτάζαμε στα χωριά μας.
Παιδιά εμείς τότε, ζούσαμε πολύ έντονα τις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης, τότε που τα ήθη και τα έθιμα που είχαν μεταφέρει οι παππούδες μας από τον Πόντο στη νέα τους πατρίδα τα διατηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια. Ήθη και έθιμα με ηθικό και κοινωνικό περιεχόμενο, και καθόριζαν ενέργειες και συμπεριφορές στις μικρές μας κοινωνίας στα χωριά. Ήθη και έθιμα που προετοίμαζαν ψυχικά για την υποδοχή και την βίωση των μεγάλων θρησκευτικών γεγονότων. Προετοιμασία στην οποία έπαιρναν μέρος και τα άψυχα της οικογένειας, με την σχολαστική καθαριότητα και την καθαρή αμφίεση και υπόδηση. Οι κοσμοσωτήριες γιορτές έπρεπε να τα βρουν όλα όμορφα και καθαρά, καλόκαρδα και γελαστά.
Οι χειρωνακτικές εργασίες έπρεπε να σταματήσουν, και όλοι να εκκλησιαστούν, να «ξαγουρεύκουνταν» (εξομολογηθούν και να κοινωνίζνε). Ορισμένα μάλιστα θρησκευτικά και κοινωνικά έθιμα αντικατόπτριζαν τον εσωτερικό κόσμο των προγόνων μας. Ήθη και έθιμα που αξίζουν και δικαιούνται να συμπορεύονται με τη ζωή και την ιστορία όλων των γενεών, για μια κοινωνία ανθρωπινότερη, για μια κοινωνία αγάπης και αλληλεγγύης. Δυστυχώς τα χρόνια που ακολούθησαν ο δανεικός μας νεοπλουτισμός μάς οδήγησε αλλού, από τα εμείς στο εγώ. Τέλος πάντων, άλλα χρόνια άλλοι καιροί.
Τούτες τις σκούρες ημέρες που ο κόσμος όλος υποφέρει από την πανδημία του κορωνοϊου, θέλω να πιστεύω ότι όλοι μας πια, έχουμε συνειδητοποίηση ότι η ζωή μας μπορεί να είναι όμορφη και χωρίς τις εφήμερες πολυτέλειες και ξενόφερτα έθιμα. Οι γιορτινές ημέρες που πλησιάζουν θα είναι δύσκολες για όλους, μα πιο πολύ για αυτούς που μήνες τώρα, κάτω αντίξοες συνθήκες δίνουν τη δική τους καθημερινή μάχη με τον άγνωστο και ύπουλο εχθρό, τον κορωνοϊό.
Η ευθύνη όλων μας απέναντι στους γιατρούς, το νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό των νοσοκομείων μας είναι μεγάλη και η ανάγκη για προφύλαξη πρέπει να υπερισχύσει. Στο χέρι μας είναι να αντισταθούμε στον πειρασμό για άσκοπες μαζώξεις στα σπίτια μας. Ας κάνουμε υπομονή, μπόρα είναι και θα περάσει θα ξαναστρώσουμε το οικογενειακό μας τραπέζι και θα ξαναβρεθούμε και πάλι με συγγενείς και φίλους.
Μέχρι τότε, ειδικά εμείς οι ανήκοντες στις ευπαθείς ομάδες, ας φέρουμε στο νου μας τα Χριστούγεννα των παιδικών μας χρόνων, τότε που τέτοιες ημέρες ήμασταν «υπ’ ατμόν». Τότε που στην άδολη παιδική μας ψυχή κυριαρχούσε η λαχτάρα και ο θρησκευτικός παλμός ν’ αποδώσουμε όσο πιο τέλεια γίνεται τα κάλαντα. Να μην αφήσουμε πόρτα για πόρτα, το «Καλήν εσπέραν άρχοντες…» έπρεπε να ακουστεί και στο πιο απομακρυσμένο σπίτι του χωριού.
Σε πολλά δε σπίτια, ούτε την γιορτή χτυπούσαμε, ξέραμε που να βάλουμε το χέρι μας και η εξώπορτα άνοιγε διάπλατα. Μέσα στη γαλήνη της νύχτας η φωνή της μικρής μας χορωδίας αντηχούσε ολοκάθαρα, και πολλοί νοικοκυραίοι μας περίμεναν στην πόρτα του σπιτιού τους και μας γεμίζανε με χάδια και φιλιά και τις τσέπες μας με καρύδια, καραμέλες, φρούτα, ξυλοκέρατα και κάπου κάπου και κανένα κέρμα.
Παραμονή Χριστουγέννων. Κεντρικός άξονας, γύρω από τον οποίο γυρίζουν τα πάντα, είναι το σφάξιμο των γουρουνιών. Μήνες πριν, κάθε σπίτι έχει προμηθευτεί ένα μικρό γουρουνόπουλο.
Αυτό από τους πρώτους μήνες του φθινοπώρου θα το περιορίσουν σ’ ένα στενό χώρο (σην πεσσήν), για να μη μπορεί να κινείται και έτσι να βάλει κιλά. Την παραμονή το πρωί οι ερασιτέχνες χασάπηδες του χωριού έπιαναν δουλειά, ένα τέτοιος ήταν και ο δικός μου παππούς Χρήστος Παναγιωτίδης γεννηθείς το 1904 στον Πόντο, ο οποίος για αμοιβή ήθελε μόν τα «αμελέτητα» του γουρουνιού, ένας πράγματι νόστιμος τηγανητός μεζές. Κι ακούς γριλίσματα παντού και νοιώθεις έντονα τη μυρωδιά απ΄ το χυμένο αίμα. Μετά το γδαρμένο γουρούνι θα ζυγιστεί για να κυκλοφορήσει στο χωριό η φήμη «το γουρούνι του τάδε ήταν το πιο μεγάλο». Θα λέγαμε σήμερα πως γινόταν ένα είδος διαγωνισμού για το ποιος θα βγάλει το καλύτερο θρεφτάρι γουρούνι. Όσο μεγάλο κι αν είναι το γουρούνι, κανείς δεν θα πουλήσει ούτε μια οκά. Μ’ αυτό άλλωστε θα βγάλουν τον χειμώνα. Θα κάνουν τα λουκάνικα, την «γαβουρμά» (τσιγαρισμένο κρέας τοποθετημένο σε πιθάρι και σκεπασμένο με λειωμένο λίπος) και την «σάλα», δηλαδή λουρίδες – λουρίδες το παγωμένο, ωμό λίπος αλατίζεται καλά και τοποθετείται σ’ ένα δοχείο. Το πάχος αυτό ψήνεται από το αλάτι και γίνεται η νοστιμότατη «σάλα».
Θυμάμαι τις χειμωνιάτικες μέρες, που το χιόνι ανέβαινε στο μέτρο και από τις στέγες τα κρύσταλλα έφταναν ως τη γη, έτρεχα στον παππού μου για ένα κομμάτι σάλα και με μια φέτα ψωμί έβγαινα για παιχνίδι.
Όμορφοι καιροί! Όμορφες συνήθειες, όμορφα παιδικά χρόνια! Μα πόσο όμως άλλαξαν οι καιροί σήμερα

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ Ο ΝΕΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

«Αε Βασίλης έρχεται ας’ σοι Λερί μερέαν φορτούτας τρανόν δίσακον, γιομάτον ευλογίας!... Αν δίτε μας καλόν παχσίς αν δίτε παράδες, να γεννούνε τα χτήνια σουν, να ευτάνε θέλ’ κα μουσκάρε, να γεννούν και τα πρόατα, να ευτάν αρνία άσπρα, γα γίνταν τα γεννήματα, τ’ αμπάρε να γομούνταν, να κλώσκουνταν οι ξενιτιάρ με τα πολλά γοράσια, να γυναικίζνε κι οι πεκιάρ, τ’ έμορφα να πατρεύνε και τα νυφάδια να γεννούν ν’ αυτάν γερά αγούρια!»
Κάλαντα καλός καιρός, πάντα και του χρόνου.