Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τρίτη, 04 Δεκεμβρίου 2018 21:13

Το αγωνιώδες μεταμεσονύκτιο τηλεφώνημα

Του Αναστάσιου Αμανατίδη.

 

Ο Λάμπης, ένας μελαχρινός μεσήλικας άνδρας, αρκετά ευτραφής, μετρίου αναστήματος, ευγενικότατος, χαμηλών τόνων, ο λόγος του με το χαμόγελο, καθόλα συμπαθής, ήταν από τους τακτικούς αρχικούς ‘πελάτες’, του ιατρείου επί της οδού Γ. Καπέτα 14, εκείνου με τις δύσκολες σκάλες. Κρατούσε από Επτάλοφο και διέμενε εκεί, ενώ εργάζονταν στην κοντινή Κορωνούδα.

Δύο μεγάλες γειτονικές κοινότητες του ανατολικού Κιλκίς, όπου διατηρούσα ισχυρούς συγγενικούς δεσμούς. Το βιβλιάριο ασθενείας του ΤΑΔΚΥ, του ασφαλιστικού του φορέα, που διέθετε, με την δυνατότητα ελεύθερης επιλογής γιατρού, διευκόλυνε πολύ την εύκολη ιατρική επίσκεψη, τουλάχιστο για αναγραφή φαρμάκων και για εργαστηριακές εξετάσεις. Από τις συχνές επισκέψεις του, αλλά και γιατί ζούσε και εργαζόταν σε γνωστά χωριά, είχα εξοικειωθεί πολύ με τον Λάμπη, ήμουν δηλαδή ο γενικός γιατρός του!
Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, ήταν για μένα η περίοδος της ανερχόμενης επαγγελματικής καταξίωσης. Κέρδιζα διαρκώς την συμπάθεια και την εμπιστοσύνη των Κιλκισιωτών στα ιατρικά θέματα, που μεταφραζόταν σε αύξηση των ιατρικών επισκέψεων και παράλληλα των πολλών σχετικών τηλεφωνημάτων, όλες τις ώρες του 24ώρου.
Στα αυτιά μου διαρκώς ηχούσαν τηλεφωνικές κλήσεις, πραγματικές ή φανταστικές. Μερικές φορές, λες και με λαλούσε, κάτι σαν να άκουα ένα ντριννν… και περίμενα να ακούσω το πραγματικό ήχο και σε λίγο το τηλέφωνο δε με διέψευδε! Πριν από κάθε απομάκρυνση από το ιατρείο καθυστερούσα επίτηδες στον προθάλαμο πέντε δέκα λεπτά, για πιθανή κλήση και δεν έπεφτα έξω!. Η διαίσθηση αυτή, υπήρξαν περιπτώσεις που δεν με διέψευσε, απεναντίας επαληθεύθηκε, μερικές δε φορές, όπως θα διηγηθώ παρακάτω, τραγικά! Το φαινόμενο παρέπεμπε σε παρεκκλίνουσες παραψυχολογικές ιατρικές καταστάσεις, που ωστόσο με άφηνε αδιάφορο, γιατί δεν τις πολυπίστευα. Αλλά πάλι έλεγα: Με τόσους που συναναστρέφομαι, είναι φυσικό να δέχομαι ανάλογες οχλήσεις.
Θα αναφερθώ σε ένα περιστατικό, που μου έμεινε ανεξίτηλο στο νου. Την ίδια και προηγούμενη εποχή είχα και άλλα παραδείγματα ιδίου περιεχομένου. Αρκετά, τα έχω ξεχάσει.
Θα πρέπει να ήταν χειμώνας του 1978. Είμαι ακόμη εργένης. Χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις. Το τονίζω αυτό για να καταλάβει κανείς τον τρόπο ζωής μου. Συνήθως έντονος! Όλη μέρα ιατρείο και μέχρι αργά το βράδυ με διάφορες φιλικές παρέες, άλλων ειδικοτήτων και άλλων ενδιαφερόντων, κυρίως αθλητικών, σε ταβέρνες για φαγητό, για λίγο κρασί και ατέλειωτη συζήτηση. Ύπνος συνήθως μετά τις δώδεκα.
Στην περίπτωση που θα αφηγηθώ, λέγω, ότι ξύπνησα από μόνος μου ανεξήγητα κατά τις δύο τα μεσάνυχτα. Λέγω ανεξήγητα, χωρίς να κτυπήσει το τηλέφωνο δηλαδή, γιατί με την έντονη ζωή που έκαμνα τότε, κοιμόμουν βαθειά και έπαιρνα τον ύπνο μονορούφι μέχρι το πρωί.
Συνήλθα! Κάποιος θα μ’ έχει ανάγκη, σκέφθηκα. Ας διατηρηθώ για λίγο ξύπνιος!
Καλύτερα να σηκωθείς, γιατί θα κτυπήσει το τηλέφωνο, που είναι στο γραφείο, δυο πόρτες παρά πέρα, μου έλεγε μια φωνή από μέσα μου. Το σημείωσα. ‘Υπάκουσα’ στην εσωτερική φωνή! Σηκώθηκα και περίμενα…
Στις 2,10’ κτύπησε το τηλέφωνο! Τηλεφώνημα όλο αγωνία!
…Γιατρέ τρέξε στο σπίτι μας, στην Επτάλοφο, γιατρέ μας ακούς, ο φίλος σου ο Λάμπης, κάτι έπαθε, γιατρέ. Δε μας μιλά καθόλου!...
Έτρεξα! Αφού ήμουν έτοιμος για να τρέξω, το είχα προαισθανθεί! ‘Ελάλνε με’, που λένε οι Πόντιοι. Γι’ αυτό κάθομαι και γράφω το φαινόμενο. Είναι να απορεί κανείς. Το τηλεφώνημα στις δύο τα μεσάνυχτα, χειμώνα καιρό με βρήκε έτοιμο! Πιο έτοιμο για έκτακτα περιστατικά, όπως αυτό του δυστυχούς φίλου μου από την Επτάλοφο, δεν γίνεται!
Για την ιστορία και για τις αναγνωστικές ανάγκες, σας λέγω, ότι επρόκειτο για μια παγωμένη βραδιά, όπως φανέρωναν οι παγωμένες ‘ροδιές’ με πετρωμένες λάσπες του δρόμου και η παχιά πάχνη, που έπεσε από νωρίς. Ήταν και ένα ανατρεπόμενο φορτηγό, που με πήρε από πίσω, σχεδόν έξω από το Κιλκίς, από το ύψος του κέντρου διασκέδασης ‘Φαντασία’, που δεν έλεγε να με προσπεράσει. Θα ήταν μάλλον ο τελευταίος πελάτης, που τον χρησίμευα ως οδηγός στον δρόμο του. Έβαλα χίλιες σκέψεις στο μυαλό μου, μέσα στην παγερή και σκοτεινή χειμωνιάτικη νύχτα, ολομόναχος, δεκαπέντε χιλιόμετρα επαρχιακού δρόμου ημιορεινής περιοχής. Με πήγε μέχρι την Επτάλοφο και με προσπέρασε, όταν έστριψα δεξιά στο ύψος της εκκλησίας, για το σπίτι του δυστυχούς Λάμπη.
Λέγω δυστυχούς, διότι ο περί ου ο λόγος, για τον οποίο έγινε το μεταμεσονύκτιο τηλεφώνημα, όταν έφθασα, κείτονταν ήδη ασάλευτος επί της οικιακής κλίνης του υπνοδωματίου. Μπορεί το μοιραίο να συνέβηκε την ώρα του τηλεφωνήματος, ίσως και λίγο νωρίτερα, τότε που εγώ ξυπνούσα αφύσικα, τη ενεργεία κάποιων τηλε – ενεργούντων μεταφυσικών δυνάμεων, παρ’ όλο που επαναλαμβάνω, ότι εκ πεποιθήσεως, δεν πιστεύω στην ύπαρξή τους. Άλλη εξήγηση δεν μπορώ να δώσω στο φαινόμενο. Ο δε μακαρίτης πλέον και καλός μου φίλος Λάμπης, είχε πολύ καιρό να περάσει από το ιατρείο και ούτε απασχόλησε την σκέψη μου τον τελευταίο καιρό.
Καθ’ οδόν για την επιστροφή, κοντά στη λύπη μου για τον άτυχο φίλο μου, στροβίλιζαν στο μυαλό μου οι σκέψεις γύρω από το μεταμεσονύκτιο μη αναμενόμενο τηλεφώνημα. Μου ήρθαν στο νου, οι ‘σοφίες’ του μακαρίτη Μπάρμπα Αλέκου, που κάποιοι παλαιότεροι θα τον θυμούνται, που χρόνια βοηθούσε στο κυλικείο του Νοσοκομείου, κοντά στον επίσης μακαρίτη Ηλία, όταν αυτό λειτουργούσε στο υπόγειο του παλιού νοσοκομείου:
‘Μεταξύ του ορατού και αοράτου αυτού κόσμου, υπάρχει και άλλος πνευματικός’…
Ο μπάρμπα Αλέκος, πολίτικης καταγωγής, δυο φορές επιχείρησε να καλογερέψει στο Άγιο Όρος, και ισάριθμες αποχώρησε από αυτό, (ή τον αποχώρησαν), για να του μείνουν ορισμένα ‘φιλοσοφημένα’ ρητά, που συχνά επαναλάμβανε με έπαρση, όπως τα περί υπάρξεως πνευματικού κόσμου, μεταξύ του ορατού και αοράτου, που εμείς, ως προερχόμενοι εκ των θετικών επιστημών και ρεαλιστές τον ειρωνευόμασταν υπομειδιόντες… Αυτά αναδιφώντας την μνήμη μου, που δεν είναι λίγοι, που τα πιστεύουν και μέχρι των ημερών μας, αποτέλεσαν και την αφορμή των σημερινών ενθυμημάτων μου.

Κιλκίς Νοέμβριος 2018