Σάββατο, 20 Απριλίου 2024, 11:39:59 πμ
Τετάρτη, 14 Οκτωβρίου 2020 22:52

Το νυχτέρι και η μικρή Ντόντου

Γράφει ο Τάσος Γιοβανούδης.

Τα νυχτέρια στα σπίτια ήταν συνηθισμένα, κυρίως τις χειμωνιάτικες νύχτες, στο Θρακιώτικο χωριό μας.


Οι άνδρες το απόγευμα έφευγαν για το καφενείο και οι γυναίκες, παίρνοντας τη ρόκα ή το πλεχτό μαζί τους επισκέπτονταν συνήθως τα γειτονικά σπίτια, να περάσει η ώρα, να μασαλέψουν λίγο, συνεχίζοντας την οικοτεχνία, εφόσον βέβαια δεν ήταν παρεξηγημένοι για κάποια ασήμαντη αφορμή.
Ένα βράδυ λοιπόν, στο σπίτι του νταή του Τέλιου (θείου Στέργιου), ήλθε με τη ρόκα της, το αδράχτι, το σφοντύλι και δυο τρεις τούπες μαλί, η φίλη και γειτόνισσά τους λέλιου (θεία) Κατίνα, η γυναίκα του μπάρμπα Χρήστου.
Κάθισαν οι δυο γυναίκες στο μικρό το κουζινάκι, που ήταν αριστερά όπως έβλεπες το σπίτι, η γκαζόλαμπα έδινε το λιγοστό της φως, η μία έγνεθε και η άλλη έπλεκε τσουράπια για τον αφέντη.
Άνοιξε η συζήτηση, έλεγαν τα νέα, κουτσομπόλευαν τα γενόμενα και η ώρα περνούσε ευχάριστα.
Μέσα στην κουζίνα έπαιζαν και η δυο αδελφούλες, η Ντόντου (Θεοδώρα), επτά χρονών και η Γιαννούλα τεσσάρων. Η Ντόντου, πείνασε και είπε σιγανά, συνωμοτικά, αλλά και επiτακτικά στο αυτί της μάνα της:
- Μάνα πείνασα.
Η μάνα, της ψιθύρισε στο αυτί:
- Κάτσει λίγου, δα νυχτώσ΄, δα φύβγει η λέλιου Κατίνα κι δα συ βάου να φας.
Υπάκουσε η Ντόντου, δεν πέρασαν όμως δυο τρία λεπτά, ξανά η ίδια στιχομυθία, που σε ένα πεντάλεπτο επαναλήφθηκε πολλές φορές.
Το στομάχι της Ντόντους γουργούριζε, δεν άντεχε άλλο, η θεία η Κατίνα δεν σκεφτόταν να φύγει, οπότε η Ντόντου, με γρήγορες και αποφασιστικές κινήσεις, παίρνει το κάθισμα, πλησιάζει στον τοίχο, όπου η λάμπα κρεμόταν στο καρφί, ανεβαίνει στο κάθισμα, κάνει ένα δυνατό φούουουου!!!! πάνω από το λαμπογυάλι, έσβησε η λάμπα, βυθίστηκε στο σκοτάδι το μικρό κουζινάκι, που φωτιζόταν πλέον μόνο από τη φλόγα και το παραθυράκι της ξυλόσομπας και πριν ακόμη κατεβεί από το κάθισμα, είπε θαρραλέα και δυνατά, θυμωμένη και ανακουφισμένη, να ακούσουν όλοι:
- Ούφ, άιντι, να νυχτώσ΄ να φύβγει η λέλιου η Κατίνα, να φάμει κι μείς.
Σύξυλη η θεία Κατίνα, ζεματισμένη η οικοδέσποινα η κυρά Τσιτσιά (Τασούλα), διέλυσαν το νυχτέρι.
Όλοι μπορούμε να φανταστούμε τί επακολούθησε. Μάλλον, αντί για φαΐ εκείνο το βράδυ, η Ντόντου, γεύτηκε μόνο ξυλιές από τη μάνα της και κοιμήθηκε μάλλον τιμωρημένη, με κλάματα, τόσο των ματιών της, όσο και της κοιλιάς της, από το γουργουρητό και την πείνα.
Δεν πέρασαν δυο τρεις μέρες και με τις κόρες της, η κυρία Τασούλα, προσπερνώντας το καζάνι του πάππου Νικόλα, όπου έβραζαν τα τσίπουρα, κάθισαν, για άλλη μια φορά, στον μεγάλο οντά (δωμάτιο) της θείας Κατίνας, για τη συνέχεια της συζήτησης, στο καθιερωμένο νυχτέρι, να μασαλέψουν για λίγες ώρες.
Η φουκαριάρα η κυρά Τασούλα, πόσες και πόσες δικαιολογίες δεν είπε στην κυρά Κατίνα.
- Δεν πειράζει, έλεγε χαμογελαστή η καλοσυνάτη κυρά Κατίνα, παιδιά είναι και τις περισσότερες φορές αυτά έχουν δίκιο.