Μήνυμα Ανδρέα Βεργίδη
Στο μήνυμά του για την Ημέρα Εθνικής Αντίστασης, ο Αντιπεριφερειάρχης υπογραμμίζει: «Τιμούμε σήμερα τους Έλληνες και τις Ελληνίδες που ενωμένοι αντιτάχθηκαν ενάντια στο ναζισμό και τον φασισμό, θυσιάστηκαν για την πατρίδα και για το υπέρτατο ιδανικό της Ελευθερίας.
Η σημερινή επέτειος είναι η έμπρακτη αναγνώριση και τιμή στους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά, που με απαράμιλλη αυταπάρνηση αγωνίστηκαν, βασανίστηκαν ή θυσιάστηκαν, προκειμένου να ζούμε εμείς ελεύθεροι.
Είναι χρέος όλων μας να συμβάλλουμε με κάθε τρόπο στην εξάλειψη των διχαστικών αντιλήψεων, να διατηρούμε ζωντανή την ιστορική μνήμη και να τη μεταλαμπαδεύουμε στις νεότερες γενιές, ώστε να ατενίζουμε το μέλλον με αισιοδοξία».
Ομιλία για την Εθνική Αντίσταση 2022
Υπάρχουν γεγονότα στην ιστορική πορεία ενός έθνους, που ξεπερνούν το επίκαιρο της δεδομένης χρονικής στιγμής και υπερβαίνουν την εφήμερη πραγματικότητα, στο πλαίσιο της οποίας εκδηλώνονται. Ανάγονται σε σύμβολα, αναδεικνύοντας την ιδιοσυγκρασία του κάθε λαού και ενσαρκώνοντας τις ιδέες και τις αρχές που συγκροτούν το αξιακό του σύστημα.
Ένα από τα γεγονότα που σημάδεψαν τη μετέπειτα διαδρομή του ελληνικού λαού είναι και η Εθνική Αντίσταση.
Η Εθνική Αντίσταση δεν ήρθε από το πουθενά, δε γεννήθηκε από το τίποτα. Δεν είναι ούτε ένα αναπάντεχο γεγονός, ούτε μια ξαφνική αναλαμπή. Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια εξαιρετική ανάταση του έθνους, η οποία εδράζεται στις βαθιές ιστορικές καταβολές του λαού μας.
Στα ήθη του στις παραδόσεις και στον πολιτισμό του.
Η Εθνική μας Αντίσταση υπήρξε η συνειδητή ενέργεια ελεύθερων στη σκέψη και στο φρόνημα ανθρώπων.
Υπήρξε η συλλογική συνειδητή αντίδραση των Ελλήνων, απέναντι στον εισβολέα και κατακτητή, που κατέλυσε την ελευθερία του.
Απέναντι στον καταστροφέα κάθε ανθρώπινης αξίας. Απέναντι στην πιο φοβερή απειλή κατά της ανθρωπότητας.
Η αντίσταση του ελληνικού λαού υπήρξε παράλληλα και πηγή ελπίδας, πηγή συνείδησης της ανθρωπότητας, ως υπέρβαση της κατεστημένης αντίληψης.
Από την πρώτη στιγμή ο ελληνικός λαός αντιτάχθηκε μ’ έναν υπέροχο αγώνα προσφοράς και αυτοθυσίας και δημιούργησε το Έπος του ‘40 – ’41. Πρόσφερε στην ανθρωπότητα που κινδύνευε να υποταχθεί στον άξονα την πρώτη νίκη. Η νικηφόρα αντιμετώπιση της ιταλικής φασιστικής επίθεσης στα βουνά της Ηπείρου, εμψύχωσε τους κατεχόμενους λαούς της Ευρώπης, άναψε την ελπίδα της αποτίναξης της σκλαβιάς, αναπτέρωσε το ηθικό όλων των λαών της γης, συνέτριψε και απομυθοποίησε το αήτητο του άξονα.
Το ίδιο απαράμιλλο σθένος ώθησε τον ελληνικό λαό στη Μάχη της Κρήτης και στην εποποιία της εθνικής αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής.
Στις 27 Απριλίου του 1941, η Αθήνα υποδέχθηκε τις μηχανοκίνητες δυνάμεις του Χίτλερ με κλειστά όλα τα παράθυρα των σπιτιών και με έρημους όλους τους δρόμους. Ο ραδιοφωνικός σταθμός αφού ανήγγειλε ότι σε λίγες στιγμές η φωνή του θα πάψει να είναι η ελεύθερη φωνή της Ελλάδας, μετέδωσε τον εθνικό Ύμνο, τον ύμνο προς την Ελευθερία και σιώπησε. Τα κλειστά παράθυρα και οι έρημοι δρόμοι της Αθήνας ήταν η πρώτη πράξη αντιστάσεως των Ελλήνων κατά των δυνάμεων κατοχής.
Παράλληλα, η καθολική αντίθεση του ελληνικού λαού στον κατακτητή εκφράστηκε από την πρώτη μέρα με περιφρόνηση και ανυπακοή στις εντολές του να παραδώσει τα όπλα και να μην προσφέρει βοήθεια στους συμμάχους στρατιώτες.
Πρωτοπόρος υπήρξε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος, οποίος έδωσε και το έναυσμα της ανυπακοής, θέτοντας την εκκλησία, ως θεσμό, εναντίον των κατακτητών. Εν πρώτοις αρνήθηκε να παραστεί στην παράδοση της πόλης των Αθηνών. Αρνήθηκε να ορκίσει την κατοχική κυβέρνηση, καθώς και να τελέσει δοξολογία στη Μητρόπολη για τον ερχομό των Γερμανών στην Ελλάδα, όπως του πρότεινε ο Γερμανός διοικητής Αθηνών Φον Στούμε. «Δοξολογία του είπε, γίνεται όταν ελευθερώνεται πατρίδα, όχι όταν σκλαβώνεται». Ο κλήρος στάθηκε στο πλευρό του λαού με κάθε τρόπο. Τον βοήθησε στον αγώνα της επιβίωσής του με τα συσσίτια. Τον συνέδραμε στον αγώνα του εναντίον του κατακτητή. Στάθηκε στο πλευρό των φυλακισμένων και των μελλοθανάτων και σε μερικές περιπτώσεις απέτρεψε και εκτελέσεις πατριωτών.
Αλλά και μέσα στην κατεχόμενη χώρα, στις πόλεις και στα χωριά, σχηματίζονται εστίες αντίστασης. Ούτε οι φυλακίσεις, ούτε τα βασανιστήρια, ούτε και οι τουφεκισμοί των Ελλήνων πατριωτών ήταν δυνατόν να καταπνίξουν το αίσθημα της ελευθερίας που φούντωσε και εξαπλώθηκε.
Συγκροτήθηκαν δίκτυα κατασκοπίας, όπως το «Ζευς» στη Θεσσαλονίκη και τα «Υβόννη», «Προμηθέας», «Όμηρος» και «Κόδρος» στην Αθήνα.
Ανάμεσα τους ξεχωρίζει η οργάνωση «Μπουμπουλίνα», της ηρωίδας Λέλας Καραγιάννη, η οποία συνελήφθη και εκτελέστηκε από τις γερμανικές αρχές.
Στη Μακεδονία υπήρξε επιτακτική ανάγκη για την αναχαίτιση της βουλγαρικής προπαγάνδας. Σ’ αυτήν περίπτωση η Εθνική Αντίσταση έλαβε τις διαστάσεις ενός νέου Μακεδονικού Αγώνα στον οποίο πρωτοστάτησαν οι προσφυγικοί πληθυσμοί που δεν άντεχαν έναν νέο ξεριζωμό.
Η δυτική Ελλάδα ήταν η πιο κατάλληλη περιοχή για τον αγώνα της αντίστασης. Από τον κορινθιακό κόλπο ως τα Αλβανικά σύνορα, η διαμόρφωση του εδάφους με την ατέλειωτη θάλασσα των μικρών και των μεγάλων βουνών, τα δάση, τα στενά και τα απότομα μονοπάτια, τις φτωχικές αραιοκατοικημένες περιοχές, αποτέλεσε ιδεώδες τόπο για κλεφτοπόλεμο.
Οι περισσότεροι νέοι των περιοχών αυτών είχαν κρύψει τα όπλα τους μετά τη συνθηκολόγηση του στρατού γιατί πίστευαν ότι θα τους ήταν χρήσιμα κάποια στιγμή.
Έτσι ήταν στις πρώτες αυθόρμητες αντιστασιακές εκδηλώσεις του ελληνικού λαού. Για τις εκδηλώσεις αυτές δε χρειαζόταν ούτε σχέδιο, ούτε οργάνωση. Το χρέος των Ελλήνων στις πρώτες ώρες της εχθρικής κατοχής, εξακολούθησε να είναι απλό και μονοσήμαντο, όπως ήταν και στο μέτωπο της Βορείου Ηπείρου και της Αλβανίας ή στα οχυρά της Μακεδονίας.
Όμως, για κάθε αντίσταση κατά των δυνάμεων κατοχής που θα ξεπερνούσε τις αυθόρμητες πράξεις των πρώτων ημερών ή εβδομάδων χρειαζόταν οργάνωση, σχεδιασμός και συστηματική προετοιμασία. Ποιοι θα μπορούσαν και θα ‘πρεπε να πάρουν την ευθύνη για την οργάνωση της Αντίστασης στην Ελλάδα;
Οι δυνάμεις κατοχής είχαν εγκαταστήσει μια «κυβέρνηση» που την απάρτιζαν μερικοί Έλληνες Στρατηγοί, που είχαν κάνει το πατριωτικό τους καθήκον στο Ελληνο–Ιταλικό μέτωπο, αλλά που πίστεψαν ότι έπρεπε να υποταχθούν στη μοίρα, και από ηγήτορες ενός περήφανου και νικηφόρου στρατού να μεταβληθούν σε φύλακες των ερειπίων της πατρίδας τους. Ήταν μια βαριά πλάνη που δε τη συμμερίσθηκε ο ελληνικός λαός. Τα ερείπια ήταν πράγματι πολλά, αλλά ο Ελληνικός λαός πάτησε πάνω σ’ αυτά για να σταθεί ψηλότερα. Οι Έλληνες ήταν σίγουροι ότι η πικρή δοκιμασία τους θα ήταν παροδική και ότι η Ελλάς, αργά ή γρήγορα θα ελευθερωνόταν. Η βεβαιότητά τους αυτή ενίσχυσε την απόφασή τους να συνεχίσουν τον αγώνα. Όμως ο πόθος τους αυτός συνδυάσθηκε με πολλά ερωτήματα. Το πατριωτικό χρέος τους έπαψε να είναι απλό και μονοσήμαντο.
Τώρα που θα αποφάσιζε κάθε Έλληνας μόνος του, χωρίς να κληθεί από μια εγκαθιδρυμένη και οργανωμένη πολιτειακή εξουσία να συμβάλει στη συνέχιση του αγώνα κατά των δυνάμεων κατοχής, ήταν φυσικό και επόμενο να θέσει στον εαυτό του το ερώτημα για την τύχη της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση. Και ήταν επίσης φυσικό να μην μπορεί να δώσει ο καθένας την ίδια απάντηση στο ερώτημα αυτό. Έτσι, η αντίσταση κατά των δυνάμεων κατοχής, από τη στιγμή που άρχισε να οργανώνεται σε ομάδες, μικρές και μεγάλες, δε μπορούσε, παρά να οδηγήσει και σε αντιθέσεις μεταξύ των ομάδων αυτών.
Οι αντιθέσεις αυτές ανάγονταν σε σοβαρό βαθμό στον παλαιό εθνικό διχασμό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Βασίζονταν όμως και σε νέες τάσεις, ακόμα ισχυρότερες, που αποτελούσαν αναγκαία συνάρτηση των κοσμοϊστορικών εξελίξεων που προετοίμαζε ο Β’ παγκόσμιος Πόλεμος και που οδήγησαν τελικά στη διαίρεση της ανθρωπότητας σε δύο κόσμους.
Η ροή των γεγονότων στην Απελευθέρωση κατέστησε την Εθνική αντίσταση, όχι κοινή ενοποιητική αναφορά, αλλά διακύβευμα που χώριζε δύο στρατόπεδα. Παράλληλα, η Εθνική Αντίσταση νοηματοδοτήθηκε από την απελευθέρωση έως και τις μέρες μας ως αξία, ή απαξία ανιστορικού χαρακτήρα, η οποία δεν προσδιορίζει την ταυτότητα της πολιτείας μας, αλλά σηματοδοτεί τους διχασμούς της.
Αυτοί οι διχασμοί παραμερίστηκαν από τους Έλληνες Αγωνιστές της εθνικής Αντίστασης στο Γοργοπόταμο.
Εκεί απέδειξαν την πίστη τους στο εθνικό όραμα της απελευθέρωσης, στην Εθνική ανεξαρτησία και στη Δημοκρατία.
Οι Έλληνες Αγωνιστές δίδαξαν με τις πράξεις τους πως οι διαχωριστικές γραμμές παραμερίζονται όταν το εθνικό συμφέρον το απαιτεί.
Πώς τα πάθη και οι φανατισμοί πρέπει να εγκαταλείπονται όταν διακυβεύεται η ελευθερία και τα ύψιστα συμφέροντα της πατρίδας.
Πώς η ενότητα και η ομόνοια σε κρίσιμες στιγμές για την πατρίδα είναι η μοναδική επιλογή.
Η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, πέραν της ιδιαίτερης σημασίας που είχε για τη ματαίωση των σχεδίων του Άξονα και την έκβαση του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, έχει ιδιαίτερο συμβολικό χαρακτήρα, καθώς «γεφύρωσε» τις διαχωριστικές γραμμές, τις αντιθέσεις, τα πάθη και τους φανατισμούς.
Αποτέλεσε, αποτελεί και πρέπει να αποτελεί δίδαγμα για τις νέες γενιές. Οδηγό και πυξίδα για την ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας, πέρα από μισαλλοδοξίες, διχαστικά ιδεολογικά διλήμματα και ακραία πολιτικά πάθη, προκαταλήψεις και κάθε είδους αγεφύρωτα χαρακώματα.
Σήμερα σε συνθήκες κρίσης, οφείλουμε δουλεύοντας όλοι μαζί με ευθύνη και συνέπεια, να θωρακίσουμε την πατρίδα μας και την ελληνική κοινωνία, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη ευαισθησία στα ασθενέστερα μέλη της.
Οφείλουμε μέσα στην καταιγίδα της σύγχρονης εποχής να ορθώσουμε μια νέα Εθνική Αντίσταση για να διαφυλάξουμε τα δικαιώματα του πνεύματος, το σεβασμό του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, το αίσθημα της δικαιοσύνης και τις δυνατότητες της κοινωνικής προόδου για το μέλλον.
Οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης επέλεξαν αυτό το δρόμο και επέδειξαν στάση ευθύνης και ηρωισμού. Όλοι εμείς σήμερα τους ευγνωμονούμε και υποκλινόμαστε στη θυσία τους αποτίοντάς τους φόρο τιμής.
Τιμή και δόξα σε όλους τους Έλληνες που αγωνίστηκαν για την ελευθερία της πατρίδας.