Πέμπτη, 28 Μαρτίου 2024, 5:22:20 μμ
Παρασκευή, 19 Φεβρουαρίου 2021 21:38

Επανάσταση 1821 - Προεπαναστατικά Ιστορικά Γεγονότα (2ο μέρος)

Γράφει ο Νίκος Κουζίνης.

1687 και 1697 Στερεά Ελλάδα/ Σπαθογιάννης - Βαλαωρίτης- Κούρμας - Σπανός.


Το 1687 ξεσπά επανάσταση και στην Στερεά Ελλάδα. Στην περιοχή της Παρνασσίδας, τον κύριο ρόλο παίζουν ο επίσκοπος Σαλώνων Φιλόθεος, ο οποίος συνεργαζόταν με τους Βενετούς, και ο αρματωλός Κούρμας, που κατέλαβε τα Σάλωνα, το Λιδωρίκι και τον Έπακτο (Ναύπακτος). Ο Φιλόθεος εκδιώξε τους Τούρκους από την περιοχη της Παρνασσίδας και στη συνέχεια πήγε στηνΚόρινθο, οπού συνάντησε τον Μοροζίνι και του μετέφερε τα γεγονότα, ενώ συμμετείχε και σε συμβούλιο που έγινε εκεί για τις επόμενες κινήσεις που έπρεπε να γίνουν. Έπειτα, ανέλαβε την διοίκηση της περιοχής των Σαλώνων. Μαζί με τον Κούρμα, αποφάσισαν να επιτεθούν το Ζητούνι (Λαμία), χωρις επιτυχία, ενώ επιτέθηκαν και ενάντια στο Ταλάντι (Αταλάντη). Το 1697, ο μπέης της Μάνης Λιμπεράκης Γερακάρης, που εκείνη την εποχή πολεμούσε ακόμα στο πλευρό των Τούρκων κατά των Ενετών, μεταβαίνει στην Στερεα Ελλάδα. Ο Γερακάρης αρχικά αντιμετωπίζεται από τους Μεϊντάνη, Σπαθογιάννη και Λουδουρέκα στον Αχελώο και καταφεύγει στο Καρπενήσι. Στη συνέχεια αποφασίζει να επιτεθεί εναντίον των Σαλώνων, αφού πρώτα απέστειλε απειλητικές επιστολές εναντίον των κατοίκων της πόλης, ζητώντας την παράδοσή τους. Εκεί, ο Κούρμας και Φιλόθεος, επικεφαλής των αρματωλών και των εγχώριων, τον αντιμετωπίσαν σε μάχη έξω από την πόλη, αναγκαζοντάς τον να υποχωρήσει ξανά στο Καρπενήσι. Στην μάχη αυτή, όμως, ο Κούρμας πεθαίνει και ο Φιλόθεος τραυματίζεται σοβαρά στον λαιμό. Ύστερα από δέκα ημέρες πεθαίνει και αυτός.

 

1688 Εύβοια - Νικόλαος Καρυστινός
Το 1470 μ. Χ. η Κάρυστος καταλήφθηκε μαζί με την υπόλοιπη Εύβοια από τους Τούρκους. Όταν οι Βενετοί στη διάρκεια του δεύτερου τουρκοβενετικού πολέμου μετέφεραν χριστιανικά στρατεύματα στο στενό του Ευρίπου, επαναστάτησαν και οι κάτοικοι ορισμένων χωριών της Νότιας Εύβοιας. Οδηγημένοι λοιπόν από τον ντόπιο οπλαρχηγό Νικόλαο Καρυστινό, προσπάθησαν να εκπορθήσουν το κάστρο της Καρύστου, χωρίς όμως να το επιτύχουν τελικά.

 

1770 Κρήτη Δασκαλογιάννης
Στα χρόνια των Ορλωφικών, σημαντικότερη φυσιογνωμία των Σφακιών αναδεικνύεται ο Ιωάννης Βλάχος. Εύπορος πλοιοκτήτης τεσσάρων τρικάταρτων καραβιών, εγγράμματος, γεγονός στο οποίο οφείλεται η προσωνυμία Δασκαλογιάννης. Ήταν κετχουντάς της περιφέρειας μαζί με τον αδελφό του, δηλαδή εκπροσωπούσε τα Σφακιά ενώπιον των οθωμανικών αρχών. Χάρη στις επαφές του με τον Εμμανουήλ Μπενάκη στη Μάνη και πιθανότατα με τον Παπαζώλη και τον Θεόδωρο Ορλώφ, μυήθηκε στα σχέδια της Μεγάλης Αικατερίνης ήδη από το 1769 και αμέσως άρχισε να προπαρασκευάζει τους Σφακιανούς, προκειμένου να συμμετάσχουν στις επικείμενες εξελίξεις, παρά τις αντιρρήσεις αρκετών συμπατριωτών του.
Η εξέγερση ξεκίνησε το Πάσχα του 1770, όταν οι Σφακιανοί αρνήθηκαν την καταβολή του κεφαλικού φόρου και πραγματοποίησαν επιδρομές στις γειτονικές πεδινές επαρχίες, αλλά σύντομα οι Οθωμανοί εξεστράτευσαν κατά των Σφακιών ορμώμενοι από τον Αποκόρωνα, ενώ ο στόλος τους απέκλεισε τη νότια ακτή, στο Λουτρό και τον Μπροσγιαλό, έχοντας εντολή από την Κωνσταντινούπολη «να προβούν εις την σφαγήν και τον αφανισμό των στασιαστών διά του καθαρού ξίφους του Ιερού Νόμου». Αν και οι πρώτες συγκρούσεις στις περιοχές της Κράπης και του Κατρέ έληξαν υπέρ των εξεγερμένων, αναγκάστηκαν στο τέλος να οπισθοχωρήσουν προ της αριθμητικής υπεροχής του εχθρού, ο οποίος καταλάμβανε το ένα μετά το άλλο τα χωριά της επαρχίας, και τελικά στα τέλη της άνοιξης εισήλθε στη Χώρα Σφακιών και την Ανώπολη.
Ο σκληρός πυρήνας των εξεγερμένων αποσύρθηκε στα ορεινά, όπου συνέχισε να αντιστέκεται για ένα διάστημα, αλλά προ της συστηματικής πυρπόλησης των οικισμών, της λεηλασίας των περιουσιών και της αιχμαλωσίας μεγάλου αριθμού κατοίκων, συμπεριλαμβανομένων και μελών της οικογένειάς του, ο Δασκαλογιάννης αποφάσισε τελικώς να παραδοθεί. Οι τελευταίοι εναπομείναντες επαναστάτες συνθηκολόγησαν την επόμενη άνοιξη, ενώ ο Δασκαλογιάννης μεταφέρθηκε στο Κάστρο (Ηράκλειο), όπου εκτελέστηκε δι’ εκδοράς, πιθανότατα στις 17 Ιουνίου του 1771.

 

1770 Πελοπόννησος- Στερεά - Θεσσαλία - Δυτική Μακεδονία - νησιά Αιγαίου / αδελφοί Ορλώφ
Με την ονομασία Ορλωφικά είναι γνωστή στην ιστορία του Ανατολικού Ζητήματος, η εξέγερση των Ελλήνων της Πελοποννήσου και της Κρήτης κατά την εποχή του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-74) και οι επιχειρήσεις των Ρώσων στη νότια Πελοπόννησο, στα νησιά του Αιγαίου και στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασία Στα τέλη του Ιουλίου 1769 άρχισε η αποστολή της πρώτης ρωσικής ναυτικής μοίρας στο Αιγαίο, με διοικητή τον ναύαρχο Γκριγκόρι Σπιρίντοφ και τονΆγγλο αξιωματικό Γκρέιγ, ο οποίος υπηρετούσε το ρωσικό ναυτικό. Χρέη τοποτηρητή του στόλου είχε ο Μυκονιάτης πλοίαρχος Αντώνιος Ψαρρός.
Λίγο αργότερα ξεκίνησε από τη Βαλτική δεύτερη ρωσική μοίρα, με διοικητή τον Σκοτσέζο Έλφινστον και, στις αρχές Ιουνίου, αναχώρησε για το Αιγαίο και τρίτη ρωσική δύναμη, με διοικητή τον Δανό υποναύαρχο Αρφ. Ο Φιόντορ Ορλώφ έσπευσε να συναντήσει το μεγαλύτερο τμήμα του ρωσικού στόλου στην Μαόν της Μινόρκας, απέσπασε ένα πολεμικό και με τρία ακόμη πλοία, τα οποία είχε εξοπλίσει στο Λιβόρνο, έφτασε στις 17 Φεβρουαρίου 1770 στο Οίτυλο τηςΜάνης και κήρυξε την επανάσταση. Οι επαναστάτες συγκρότησαν αμέσως δύο λεγεώνες (συνολικά περίπου 1.450 άνδρες) και την 1 Μαρτίου άρχισε η πολιορκία της Κορώνης. Άλλη επαναστατική δύναμη Μανιατών και Ρώσων κυρίευσε τον Μιστρά, όπου και σχηματίσθηκε ο πρώτος πυρήνας ελληνικής προσωρινής κυβέρνησης με επικεφαλής τον Αντώνιο Ψαρρό. Ύστερα από την επιτυχία αυτή, η εξέγερση γενικεύτηκε σε πολλές επαρχίες της Πελοπονήσσου (Κορινθία, Αργολίδα, Κυπαρισσία, Αχαϊα), αλλά και σε άλλες ελληνικές περιοχές (στην Κρήτη με τον Δασκαλογιάννη, στη Ήπειρο με τους Χειμαριώτες, στο Μεσολόγγι με τον Αναστάσιο Παλαμά). Οι επιχειρήσεις ωστόσο γρήγορα εξελίχθηκαν σε άγριες λεηλασίες και σφαγές αμάχων και η τελική, κρίσιμη αναμέτρηση των αντιπάλων έληξε με την καταστροφή των ελληνικών στρατευμάτων στην πολιορκία της Τριπολιτσάς (29 Μαρτίου 1770), όπου στο μεταξύ είχαν καταφθάσει ισχυρές δυνάμεις Τουρκαλβανών, οι οποίοι κατέπνιξαν την εξέγερση επιδιδόμενοι σε φοβερές σφαγές και λεηλασίες.
Την αποτυχία της Τριπολιτσάς αντιστάθμισε για λίγο η κατάληψη του Ναυαρίνου από τους Ρώσους (10 Απριλίου) και η άφιξη του Αλεξέι Ορλώφ, αλλά η αποτυχία των επαναστατών στο στενό του Ριζόμυλου, στον Μελίπυργο και κυρίως στην Μεθώνη οδήγησε σε άδοξο τέλος την επιχείρηση των Ορλώφ και των Ελλήνων της Πελοποννήσου, και το Ναυαρίνο εγκαταλείφθηκε στις 26 Μαρτίου 1770.

 

1787 - 1792 Πελοπόννησος-Στερεά- Νησιά Αιγαίου Λάμπρος Κατσώνης
Γεννήθηκε στη Λειβαδιά και σε νεαρή ηλικία έλαβε μέρος στα Ορλωφικά. Το 1774 κατατάχθηκε ως αξιωματικός στο ελληνικό τάγμα του Ρωσικού στρατού, όπου ανήλθε μέχρι τον βαθμό του λοχαγού.
Με την έναρξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου, το 1787, πήγε στη Τεργέστη, όπου παρέλαβε από τους εκεί Έλληνες ομογενείς μερικά πλοία με τα οποία ξεκίνησε τις επιδρομές και τις επιθέσεις κατά των Τουρκικών στο Ιόνιο Πέλαγος. Σταδιακά επεκτάθηκε και στο Αιγαίο, όπου στις 31 Αυγούστου του 1788στην Κάρπαθο νίκησε τον τουρκικό στόλο. Για την νίκη του αυτή προήχθη σε υποχίλιαρχο ενώ ο στόλος του ονομάστηκε «στόλος της Ρωσικής αυτοκρατορίας».
Το 1790 συγκρούστηκε για μια ακόμη φορά με τον Τουρκικό στόλο, στη ναυμαχία της Άνδρου, αλλά ηττήθηκε χάνοντας τα περισσότερα πλοία του, ενώ ο ίδιος τραυματίστηκε. Κατέφυγε στα Κύθηρα, όπου η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ τον προήγαγε σε χίλιαρχο και τον διέταξε να συντονίσει τη δράση του με τον Ρωσικό Αυτοκρατορικό στόλο στη Μεσόγειο. Κατάφερε να συγκεντρώσει στην Ιθάκη 24 πλοία, όμως πριν αναχωρήσει έφτασαν τα νέα για την ανακωχή μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων Αυτοκρατοριών, που συνομολογήθηκε στις 11 Αυγούστου του 1791 με την εντολή να αναστείλει κάθε δραστηριότητα. Αρνούμενος να υπακούσει στις διαταγές των ανωτέρων του κατέφυγε στη Μάνη, όπου άρχισε να οργανώνει επαναστατικό κίνημα.
Εν τω μεταξύ είχε υπογραφεί η Συνθήκη του Ιασίου (1792), με την οποία η Τουρκία και η Ρωσία συμφιλιώθηκαν. Τότε, τον Μάιο του 1792, εξέδωσε το μανιφέστο "Φανέρωσις του εξοχότατου χιλιάρχου και ιππέος Λάμπρου Κατσώνη", με το οποίο διαμαρτυρόταν για την ρωσοτουρκική ειρήνη, κατηγορώντας τη ρωσική πολιτική, η οποία είχε αγνοήσει τους Έλληνες και τον αγώνα τους για ανεξαρτησία. Συνέπεια αυτού ήταν η Μεγάλη Αικατερίνη να του αφαιρέσει τον βαθμό και να του απαγορεύσει να κάνει χρήση της ρωσικής σημαίας. Παρά την άσχημη αυτή τροπή τον Απρίλιο του 1792 ο Λ. Κατσώνης κατέπλευσε στο Πόρτο Κάγιο, του οποίου το λιμάνι άρχισε να οχυρώνει μαζί με τον Ανδρούτσο.
Όμως η Γαλλία, φοβούμενη για τα εμπορικά της συμφέροντα, αφού από την περιοχή περνούσαν αρκετά γαλλικά εμπορικά πλοία, δύο γαλλικά πολεμικά μονόκροτα με τη συνεργασία 30 Τουρκικών πλοίων επιτέθηκαν κατά του στόλου του Κατσώνη τον Ιούνιο του 1792. Μετά από τρεις μέρες αντίσταση και δεινή σφαγή όσοι αποβιβάζονταν από τους πολεμίους αφού είχε σχεδόν χάσει την μάχη, με δώδεκα συντρόφους του διέπλευσε στα Κύθηρα, έπειτα με την προτροπή του Ηγεμόνα της Μάνης Τζανέτου Γρηγοράκη απέπλευσε για την Ιθάκη, όπου μέσω Πάργας στη συνέχεια επέστρεψε στη Ρωσία και συγκεκριμένα στην Αγία Πετρούπολη, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένεια του. Εκεί αν και δεν έτυχε εκ μέρους της Αυτοκράτειρας ευμενούς υποδοχής στη συνέχεια έχαιρε της εκτίμησής της, παρευρισκόμενος στις επίσημες δεξιώσεις.
To 1798 του αναγνωρίστηκε ο βαθμός του συνταγματάρχη. Εξαιτίας όμως της κόντρας του με τον υπουργό των ναυτικών Μορντβίνοβ δεν κατάφερε να πάρει τιμητικά προαγωγή και να ανέλθει στον βαθμό του στρατηγού. Παραιτήθηκε από τον ρωσικό στρατό το 1802. Από το 1798 είχε εγκατασταθεί στην Κριμαία, σε κτήμα που του δώρισε η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ έκτασης 22.000 εκταρίων, το οποίο και ονόμασε Λιβαδιά.

 

1803. Σούλι - Σουλιώτες
Οι Σουλιώτες είναι οι κάτοικοι της περιοχής του Σουλίου, (στη πραγματικότητα μιας ομοσπονδίας χωριών, καλούμενα και Σουλιωτοχώρια), που βρίσκεται στη νότια Ήπειρο στη βορειοδυτική Ελλάδα. Από το 1550 έως το 1803 έντεκα χωριά αποτελούσαν τη Σουλιώτικη Συμπολιτεία. Οι Σουλιώτες διακρίθηκαν κυρίως ως πολεμικός λαός κατά το 19ο αιώνα, αρχικά ως ανένταχτοι κατά του Αλή Πασά και στη συνέχεια για την σθεναρή αντίστασή τους εναντίον τηςΟθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Θα σταθούμε στην 3η εκστρατεία του Αλή Πασά κατά των Σουλιωτών που ξεκίνησε στη πραγματικότητα το 1800. Στο μεταξύ είχαν διαμορφωθεί οι ακόλουθες συνθήκες: οι Ενετοί είχαν ήδη απομακρυνθεί από την Επτάνησο και τη θέση τους είχαν πάρει οι Γάλλοι, από το 1797. Μετά όμως από την καταστροφή που υπέστησαν στη ναυμαχία του Αμπουκίρ το 1798 (στην Αίγυπτο), ο Αλή Πασάς άρχισε να γίνεται ο κυρίαρχος της περιοχής. Έτσι προκειμένου να προλάβει διείσδυση των Άγγλων στη προσβλέπουσα περιοχή του, εκστράτευσε στην Ήπειρο αφού προηγουμένως είχε συμμετάσχει στην εκστρατεία κατά του Πασά του Βιδινίου Πασβάνογλου, (1798), με διπλάσιο στρατό απ΄ ότι είχε ζητήσει ο Σουλτάνος, γεγονός που του είχε προσδώσει νέο κύρος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Έτσι ο Αλή Πασάς εκστρατεύοντας το 1800 στη Ήπειρο και καταλαμβάνοντας το Βουθρωτό, την Ηγουμενίτσα, τη Βόνιτσα και την Πρέβεζα ενίσχυσε τη θέση του στη περιοχή ενώ ταυτόχρονα εξασφάλισε τον έλεγχο των Σουλιωτών κάνοντας στενότερο τον αποκλεισμό τους. Παρόλα αυτά οι Σουλιώτες συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και αποφάσισαν ή να νικήσουν ή να πεθάνουν. Ήταν λιγότεροι από 2.000 οπλισμένοι. Οι κύριοι ηγέτες τους ήταν ο Φώτος Τζαβέλλας, ο Δήμος Δράκος, ο Τάσος Ζέρβας, ο Κουτσονίκας, ο Δαγκλής, ο Γιαννάκης Σέχος, ο Φωτομάρας, ο Βέικος Ζάρμπας[13], ο Τζαβάρας, ο Ζυγούρης Διαμάδης και ο Γιώργος Μπούζγος. Τέσσερα ολόκληρα χρόνια κράτησε ο αγώνας τους.
Οι Σουλιώτες κέρδιζαν όλες τις αποφασιστικές μάχες, όμως ο Αλή Πασάς έχτιζε κάστρα στα γειτονικά χωριά για μακροχρόνια πολιορκία. Οι Σουλιώτες έκαναν τότε εκκλήσεις για βοήθεια στη Γαλλία και τη Ρωσία, που όμως δεν τελεσφόρησαν. Επακολούθησαν και νέες μάχες πολύ πιο σκληρές, με τελευταία στις 7 Δεκεμβρίου γύρω από το Κούγκι και την Κιάφα που είχαν αποσυρθεί. Μένοντας όμως χωρίς τρόφιμα και πυρομαχικά αναγκάσθηκαν τελικά να συνθηκολογήσουν.
Στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν και ο Αλή Πασάς υποσχέθηκε να τους αφήσει ελεύθερους με όλη την κινητή ιδιοκτησία τους, ακόμη και τα όπλα τους, φτάνει να εγκατέλειπαν μαζί με τις οικογένειές τους, το ταχύτερο τα πατρώα εδάφη τους. Έτσι τέσσερις μέρες μετά, στις 16 Δεκεμβρίου οι Σουλιώτες χωρίζονται σε τρεις φάλαγγες όπου και αναχώρησαν για τις ακτές της Ηπείρου.
Η πρώτη φάλαγγα υπό τον Φώτο Τζαβέλλα και άλλους επικεφαλής των φαρών Δαγκλή, Βέικο Ζάρμπα, Δήμο Δράκο, Πανομάρα, έφθασε χωρίς καμία απώλεια στην Πάργα, που βρισκόταν υπό ρωσικό έλεγχο, και από εκεί πέρασε στη Κέρκυρα.
Η δεύτερη φάλαγγα υπό τους Κίτσο Μπότσαρη και Κουτσονίκα χτυπήθηκε στο Ζάλογγο, 16 Δεκεμβρίου του 1803, όπου και ακολούθησε μια απέλπιδα μάχη ( στην οποία σκοτώθηκαν πολλοί Σουλιώτες ενώ περίπου 60 Σουλιώτισσες προτίμησαν, αντί την αιχμαλωσία, να γκρεμιστούν με τα παιδιά τους σ΄ ένα "χορό θανάτου" που έμεινε στην ιστορία ως χορός του Ζαλόγγου. Σήμερα ένα μνημείο έχει στηθεί στους βράχους του Zαλόγγου ως φόρος τιμής στο ακαταδάμαστο πνεύμα των γυναικών αυτών.
Η τρίτη φάλαγγα υπό τους Μποτσαραίους έφθασε στο Βουργαρέλι όπου ήταν το άντρο των Μποτσαραίων. Από εκεί αναχώρησαν τον Ιανουάριο, προς τα Άγραφα, φοβούμενοι παρασπονδία του Αλή Πασά, όπου και εγκαταστάθηκαν γύρω από τη Μονή Σέλτσου. Τελικά στις 4 Απριλίου (1804) οι Τούρκοι περικυκλώνουν την περιοχή και ακολουθεί η περίφημη μάχη του Σέλτσου κατά την οποία πολλοί Σουλιώτες σφαγιάστηκαν και περισσότερες από 200 Σουλιώτισσες ακολούθησαν το παράδειγμα εκείνων του Ζαλόγγου.

 

1807 Μακεδονία – Νικοτσάρας
Γεννήθηκε το 1774 στο χωριό Γιαννωτά, στις πλαγιές του Ολύμπου και πατέρας του ήταν ο κλεφταρματολός Πάνος Τσάρας. Σε ηλικία 18 χρονών, μετά τη δολοφονία του πατέρα του, κατέφυγε στην φιλική προς την οικογένεια του φατρία των Λαζαίων, μαζί με τον αδερφό του Κώστα και με τη βοήθεια τους έγινε αρχηγός του αρματολικιού στο Βλαχολίβαδο και διακρίθηκε για τη φιλοτιμία του, την αφιλοχρηματία του και τα σωματικά του χαρίσματα. Απέδειξε ότι είχε ηγετικά προσόντα όταν βρέθηκε στη δίνη της βεντέτας της οικογένειας του με τον κλεφτοκαπετάνιο Βλαχοθόδωρο και όταν ξεσήκωσε την περιοχή του Ολύμπου, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου τη περίοδο 1792 με 1794, εναντίον των πασάδων της Μακεδονίας. Ακόμα ο ιστορικός Κασομούλης αναφέρει ότι ο Νικοτσάρας είχε επαφές με τον Έλληνα ναύαρχο του ρωσικού ναυτικού, Λάμπρο Κατσώνη, για παράλληλα χτυπήματα από στερία και θάλασσα στην ευρύτερη περιοχή του Ολύμπου και της Μακεδονίας.
Όταν οι Ρώσοι με τους Οθωμανούς έκλεισαν ειρήνη, ο Αλή πασάς κατεδίωξε τους κλέφτες που συνεργάστηκαν μαζί τους. Έτσι ο Νικοτσάρας με τους συνεργάτες του, τους Λαζαίους, τον Βέργο και τον Χαρίση, κατέφυγε στις Σποράδες και έκανε πειρατικές επιδρομές στα παράλια για να αποδυναμώσει τον Αλή πασά, που πολεμούσε ήδη σε άλλο μέτωπο. Εκείνη τη περίοδο ο πασάς του Βιδηνίου, Οσμάν Πασβανόγλου, παλίος συνεργάτης του Ρήγα Φεραίου, είχε αποστατήσει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αναγκάζοντας πολλούς πασάδες της ηπειρωτικήςΕλλάδας να στείλουν δυνάμεις να τον υποτάξουν. Ο Νικοτσάρας παρέμεινε πειρατής μέχρι το 1801 όποτε και ο Αλή πασάς του ξαναπαρέδωσε το αρματολικι στο Βλαχολίβαδο, αλλά οι σχέσεις τους οδηγήθηκαν πάλι σε ρήξη και ο φημισμένος πλέον κλέφτης άνοιξε πόλεμο ξανά στον πασά.
Το 1802 έλαβε μέρος στην Επανάσταση της Σερβίας με δύναμη 550 ανδρών. Το 1804 δολοφόνησε έναν αξιωματούχο του πασά και μετά ξεκίνησε πάλι να παρενοχλεί τους προύχοντες και τους Οθωμανούς του Ολύμπου. Όταν όλη η περιοχή, Έλληνες κλέφτες πρώην εχθροί του πατέρα του μαζί με τους Τούρκους και τους κοτζαμπάσηδες, εναντιώθηκε στον Νικοτσάρα και τον επικυρήξανε εκείνος κατέφυγε στην Ύδρα, όπου ο Λάζαρος Κουντουριώτης, του απένειμε την υπηκοότητα της νεοϊδρυθείσας, Ιονίου Πολιτείας. Τον Ιούνιο του 1807, και ενώ είχε ξεσπάσει ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος, ο Ρώσος ναύαρχος Δημήτριος Σινιάβιν τον κάλεσε στην Τένεδο και του πρότεινε συνεργασία κατά των Τούρκων. Κέρδισε τους Τούρκους στο (Άνω) Νευροκόπι και το Μελένικο της βορειοανατολικής Μακεδονίας, στη συνέχεια όμως αναγκάσθηκε σε υποχώρηση, κοντά στο Πράβι (Ελευθερούπολη Καβάλας) όταν ο κινήθηκε εναντίον του ο Ισμαήλ μπέης, πασάς των Σερρών, με 8.000 στρατιώτες.
Ο Νικοτσάρας διέθετε 400 περίπου Έλληνες, από τον Όλυμπο και μερικούς που στρατολόγησε κοντά στο Στρυμώνα, ενώ μαζί του είχαν συνταχθεί και 120 εμπειροπόλεμοιΑλβανοί. Ο Ισμαήλ μπέης τους πολιορκούσε για 3 μέρες ώσπου παραδόθηκαν οι 120 Αλβανοί πολεμιστές του Νικοτσάρα. Εκείνο το βράδυ αποφάσισε ο "Αετός του Ολύμπου", όπως τον ανέφερε ενίοτε ο Νικόλαος Κασομούλης, να επιχειρήσει έξοδο από το στρατόπεδο του μέσα από τις τουρκικές γραμμές.
Η έξοδος ήταν επιτυχής αλλά με τρομερές απώλειες, συνυπολογίζοντας τις 3 μέρες που ήταν πολιορκημένοι, απέμειναν μόνο 60 Έλληνες μαχητές. Αυτοί οι λίγοι που απέμειναν πέρασαν στο Άγιο Όρος, μετά στη Σκιάθο και έπειτα στον Όλυμπο.
Η δράση του Νικοτσάρα συνεχίστηκε, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Έγινε υπαρχηγός στον πειρατικό στόλο του Σταθά και πέτυχε καίρια πλήγματα κατά του τουρκικού στόλου στηΜακεδονία και στην Εύβοια. Η μοίρα του δεν ήθελε να πάρει μέρος στον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1821, καθώς τραυματίστηκε θανάσιμα από πυροβολισμό Τούρκων στην παραλία κοντά στοΛιτόχωρο, τον Ιούλιο του 1807, λίγο μετά τη νίκη του επί ισχυρής δύναμης Τουρκαλβανών στις ακτές της πόλης. Ο Νικοτσάρας πέθανε στο καράβι του και ενταφιάστηκε στη Σκιάθο, κοντά στη Μονή της Ευαγγελίστριας, όπου υπάρχει και το λεγόμενο «ρέμα του Νικοτσάρα».

 

1808 Θεσσαλία-Ήπειρος.
Παπα Ευθύμης Βλαχάβας
Το 1808, ενώ συνεχιζόταν ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, ο Βλαχάβας με την υποκίνηση των Ρώσων και σε συνεννόηση με τον ηγεμόνα των Σέρβων Καραγεώργη, συγκάλεσε συνέδριο των αρχηγών των αρματολών και εκλέχτηκε γενικός αρχηγός τους. Τότε κατάρτισε σχέδιο επανάστασης της Στερεάς και ζήτησε και τη βοήθεια των δυσαρεστημένων Τούρκων της Λάρισας και των Τρικάλων, οι οποίοι καταπιέζονταν από τους Αλβανούς του Αλή πασά. Σαν ημέρα εξέγερσης ορίστηκε η 29η Μαΐου 1808, αλλά το σχέδιο στην αρχή του ακόμα προδόθηκε από τον αρματολό του Μέτσοβου Ντεληγιάννη.
Ο Βλαχάβας είχε τοποθετήσει τον Ντεληγιάννη και τον Ευθύμιο Στουρνάρη στα στενά Μέτσοβο και Καλλαριτών, για να εμποδίσουν τους Αλβανούς. Επίσης οχύρωσε το μοναστήρι στα Μετέωρα. Ο Αλή πασάς, όταν έμαθε το σχέδιο, έστειλε αμέσως το γιο του, Μουχτάρ, να καταδιώξει το Βλαχάβα. Αυτός έκανε επίθεση στους αδερφούς του Βλαχάβα, Θεόδωρο και Δημήτριο, στο Καστράκι, κοντά στα Μετέωρα, καθώς και στη γέφυρα Μπαμπά. Η σύγκρουση που ακολούθησε ήταν φονική. Ο Βλαχάβας έφτασε στον τόπο της μάχης, μαζί με 500 άντρες, όταν πια είχε συντελεστεί το κακό και είχε σκοτωθεί ο αδερφός του Θεοδωράκης και οι άνδρες του. Μετά από την καταστροφή αυτή ο Βλαχάβας πήρε 200 άντρες και ανέβηκε στον Όλυμπο. Από εκεί πήγε στη Σκόπελο και κατασκεύασε πάλι πειρατικό στόλο. Η Πύλη, αργότερα υποσχέθηκε γενική αμνηστία στους αρματολούς, και όλοι επέστρεψαν στις θέσεις τους. Ο Βλαχάβας καταζητούνταν από τον Αλή επίμονα και γι' αυτό το σκοπό ο Αλή μεταχειρίστηκε πλαστή επιστολή, γράφοντας ότι τον καλούσαν σε συνάντηση οι Λαζαίοι. Ο Βλαχάβας ανύποπτος πήγε και αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι τον παράδωσαν στον Αλή στα Ιωάννινα, ο οποίος διέταξε του δήμιους του να του σπάσουν τα κόκαλα και να τον κομματιάσουν στα τέσσερα. Κρέμασαν μάλιστα από ένα κομμάτι σε τέσσερα σημεία των Ιωαννίνων για να τρομοκρατηθούν οι Έλληνες κάτοικοι.