«Ξένες βουλές κανόνισαν
εμείς να γεννηθούμε “στην Πατρίδα”,
τα παιδιά μας στην Ελλάδα
και τα εγγόνια μας στη Γερμανία.
Τρεις γενιές, τρεις πατρίδες!
Το συλλογιέσαι;»
*
Ύστερα απ’ τους εκφοβισμούς ολόκληρων χωριών, την εξαφάνιση τη νύχτα ιερωμένων, δασκάλων και δημογερόντων, τις σφαγές και τις θανατώσεις αθώων, τη στρατολόγηση των ανδρών στα τάγματα εξόντωσης, τους βιασμούς γυναικών μπροστά στα μάτια των οικείων τους, τις αρπαγές περιουσιών και μικρών παιδιών, τους βίαιους εξισλαμισμούς, τις απελάσεις και τους εκτοπισμούς των Ελλήνων της Ανατολής, η λήξη του Μεγάλου Πολέμου το 1918 βρήκε την οικογένεια του παπα-Θεοχάρη απ’ την Προποντίδα αποδεκατισμένη. Όσοι κατάφεραν να επιζήσουν είχαν σκορπίσει σε ανατολή και δύση, χωρίς να γνωρίζει ο ένας την τύχη των άλλων. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κάποιοι κάτω από περιπετειώδεις συνθήκες ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα. Όμως, πριν καλά καλά σταθούν στα πόδια τους, τους βρήκαν πάλι χρόνοι δίσεκτοι με πόλεμο, κατοχή κι εμφύλιο. Η φτώχεια έγινε θηλιά στο λαιμό τους. Η νέα πατρίδα δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά της. Μόνη λύση, να πάρουν των ομματιών τους και να ξενιτευτούν. Η οικογένεια του παπα-Θεοχάρη ξανασκόρπισε. Η πρώτη γενιά πρόσφυγες, η δεύτερη μετανάστες. Άραγε θα ξανανταμώσουν ή θα χαθούν οριστικά, όπως συνέβη με πολλές προσφυγικές οικογένειες;