Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024, 1:10:39 μμ
Κυριακή, 16 Οκτωβρίου 2022 17:16

Ο Αντιπεριφερειάρχης Αν. Βεργίδης στις εκδηλώσεις εορτασμού της Ημέρας Μνήμης Μακεδονικού Αγώνα. Ομιλία Χ. Σιμιτσή

Στις εκδηλώσεις εορτασμού της Ημέρας Μνήμης του Μακεδονικού Αγώνα στο Κιλκίς, έδρα της Περιφερειακής Ενότητας Κιλκίς, παρέστη ο Αντιπεριφερειάρχης Ανδρέας Βεργίδης.

Ο κ. Βεργίδης παρακολούθησε την επίσημη δοξολογία υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των ηρωικά πεσόντων κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Κιλκίς, όπου τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε ο Διευθυντής του 7ου Δημοτικού Σχολείου Κιλκίς, Χαράλαμπος Σιμιτσής.

 

Ακολούθως, ο Αντιπεριφερειάρχης παρέστη στην επιμνημόσυνη δέηση και κατέθεσε στεφάνι στο Μνημείο Ηρώων και Πεσόντων στο νέο δημοτικό πάρκο Κιλκίς.

 

Η ομιλία του κ. Χαράλαμπου Σιμητσή:

Η ελληνική πολιτεία όρισε να τιμάται η Ημέρα του Μακεδονικού Αγώνα στη Μακεδονία και τη Θράκη, κάθε χρόνο την πρώτη Κυριακή μετά την 13η Οκτωβρίου - ημερομηνία θανάτου του Παύλου Μελά το 1904.

Σήμερα, 118 χρόνια από τον θάνατο του εθνομάρτυρα Παύλου Μελά, βρισκόμαστε εδώ για να τιμήσουμε την επέτειο μιας από τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας του έθνους μας, τον αιματηρό και πολύπλευρο αγώνα του Μακεδονικού Ελληνισμού για τη διασφάλιση της εθνικής του ταυτότητας και την απόκτηση της ανεξαρτησίας του. Να αποδώσουμε την οφειλόμενη τιμή στους ήρωες Μακεδονομάχους. Σε όλους εκείνους, Μακεδόνες και εθελοντές από κάθε μεριά της Ελλάδας, που έλαβαν μέρος στη σκληρή σύγκρουση της περιόδου 1904-1908, του πρώτου μετά το Εικοσιένα μεγάλου αγώνα του Ελληνισμού.

Η ένοπλη δράση που χαρακτηρίζει την περίοδο αυτή, ήταν η τελευταία φάση ενός μακρότατου αγώνα που άρχισε το 1870, χρονιά ίδρυσης της βουλγαρικής εξαρχίας, η οποία σύντομα μεταβλήθηκε σε κέντρο εθνικής βουλγαρικής προπαγάνδας.

      Η Μακεδονία, περιοχή με τεράστια στρατηγική και πολιτική σημασία, έγινε το μήλο της έριδας των Μεγάλων Δυνάμεων, όταν πια άρχισε να κλονίζεται η κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Βαλκανική. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μελλοντική τύχη της περιοχής έδειχνε η Ρωσία, η οποία αναζητούσε ευκαιρίες για να προωθήσει  την επιρροή της σε χώρες της ανατολικής Μεσογείου. Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, η Ρωσία άρχισε να ενθαρρύνει τις εθνικές διεκδικήσεις του σλαβικού στοιχείου της Βαλκανικής, ιδιαίτερα του Βουλγαρικού. Με τους Βούλγαρους τους έδενε όχι μόνο το ομόδοξο όπως τους Έλληνες  αλλά και το όμαιμο, το κοινό αίμα της σλαβικής καταγωγής. Τελικά, οι προσπάθειες των Ρώσων πέτυχαν την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας στα 1870, με απόφαση του σουλτάνου. Η βουλγαρική εκκλησία λοιπόν αποσχίστηκε, όχι μόνο από τη θρησκευτική δικαιοδοσία αλλά και από την πολιτική εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.               

Η προσπάθεια των Βουλγάρων ξεκίνησε με ειρηνικά μέσα και απέβλεπε στο να πείσει τους κατοίκους της Μακεδονίας να υπαχθούν στη σχισματική βουλγαρική Εκκλησία, με απώτερους γεωπολιτικούς στόχους. Η προπαγάνδα γινόταν στις εκκλησίες και τα σχολεία, με ιερείς και δασκάλους που στέλνονταν από τη Βουλγαρία.

Οι Έλληνες αντέδρασαν με τα ίδια μέσα: περισσότερα σχολεία και εκκλησίες, ιερείς και δασκάλους.

Η αφοσίωση του κλήρου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο αποτελούσε στοιχείο συσπείρωσης του ελληνορθόδοξου ποιμνίου γύρω από την «ελληνική ιδέα». Για το λόγο αυτό τοποθετεί στη Μακεδονία φωτισμένους και δυναμικούς ιεράρχες, οι οποίοι με το θάρρος και το φρόνημά τους πέτυχαν να αντιστρέψουν το κλίμα. Ανάμεσά τους, ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά, ο Αιμιλιανός Λαζαρίδης στα Γρεβενά, ο Ιωακείμ Φορόπουλος στο Μοναστήρι, ο Χρυσόστομος Καλαφάτης στη Δράμα, μετέπειτα μαρτυρικός Μητροπολίτης Σμύρνης καθώς και ο Γρηγόριος Ωρολογάς στη Στρώμνιτσα, μετέπειτα και αυτός μαρτυρικός Μητροπολίτης Κυδωνιών.

Ο ρόλος των εκπαιδευτικών ήταν εξίσου σημαντικός με εκείνο των κληρικών. Η σταθερή λειτουργία σχολείων σε αμφισβητούμενες περιοχές ήταν ένδειξη ελληνικού φρονήματος και πρόκριμα για την τελική ελληνική επικράτηση. Νεαροί Μακεδόνες δάσκαλοι και δασκάλες βρέθηκαν στη γραμμή του πυρός. Αποτελούσαν εγγυημένους συνδέσμους και πληροφοριοδότες, άτομα με σημαντική επιρροή στις ελληνικές κοινότητες.

Μπροστά στη σθεναρή αντίδραση των Ελλήνων της Μακεδονίας, η Βουλγαρία αποφάσισε τη χρήση βίας για τη μεταστροφή του εθνικού φρονήματος των κατοίκων. Για να πετύχει το σκοπό της, ιδρύει μια οργάνωση, που την ονομάζει Κομιτάτο. Τα μέλη του Κομιτάτου ονομάζονταν κομιτατζήδες. Πιο γνωστά μέλη του Κομιτάτου ήταν ο Γκότσε Ντέλτσεφ, ο Γιάνε Σαντάνσκι, ο Αποστόλ Πετκόφ.

Οι κομιτατζήδες οργανώνουν ένοπλες ομάδες, οι οποίες κάνουν επιδρομές στα χωριά με σκοπό την κατατρομοκράτηση των κατοίκων τους οποίους αναγκάζουν να εκκλησιάζονται όχι σε ελληνικές πατριαρχικές εκκλησίες, αλλά σε βουλγαρικές εξαρχικές.

Στο διάστημα από το 1897 μέχρι τον Νοέμβριο του 1904, δολοφονήθηκαν μόνο στις περιοχές της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας πάνω από 500 Έλληνες, μεταξύ των οποίων αρκετοί ιερείς και δάσκαλοι. Ταυτόχρονα με την τρομοκρατική δράση των βουλγάρικων συμμοριών, πράκτορες και ηγετικά στελέχη των Βουλγάρων, προβαίνουν σε έντονη προπαγάνδα προς τους κατοίκους.

Τον Ιούλιο του 1903 στην περιοχή της βορειοδυτικής Μακεδονίας, οι Βούλγαροι κήρυξαν την εξέγερση του Ίλιντεν. Επιλεγμένοι τους στόχοι υπήρξαν τα ελληνικά βλαχοχώρια Κλεισούρα, Κρούσοβο και Νυμφαίο, τα οποία, αν καταλαμβάνονταν θα παρέλυε κάθε μορφής αντίσταση. Αλλά οι Τούρκοι σύντομα πέρασαν στην αντεπίθεση και έτσι η επανάσταση του Ίλιντεν έσβησε άδοξα για τους Βουλγάρους.

Ενώ όμως η Σόφια κατεύθυνε την προσπάθεια εκβουλγαρισμού της Μακεδονίας, η Αθήνα παρέμενε σε αδράνεια. Οι Έλληνες της Μακεδονίας είχαν αφεθεί στην τύχη τους, χωρίς υλική βοήθεια αλλά ούτε και ηθική υποστήριξη. Η ελεύθερη Ελλάδα, είναι αλήθεια, βρισκόταν σε αδυναμία να βοηθήσει. Αντιμετωπίζοντας τις συνέπειες του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, ήταν διστακτική να αναμιχθεί στη διαμάχη για τη Μακεδονία.

Η διστακτική στάση των Αθηνών, ανάγκασε τον Ελληνισμό της Μακεδονίας να αντιδράσει δυναμικά. Ο ενθουσιώδης και φλογερός πατριώτης, Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, οργανώνει αντάρτικα σώματα με ντόπιους οπλαρχηγούς, με πρωτοπόρο τον γενναίο Μακεδόνα καπετάν Κώττα. Ζητά τη συνδρομή της Αθήνας αλλά αυτή κωφεύει. Γράφει πύρινα άρθρα στις αθηναϊκές εφημερίδες. Έρχεται σε επαφή με τον  Παύλο Μελά, ο οποίος ανταποκρίνεται και του αποστέλλει, από το 1903, οπλισμό και εθελοντές, κυρίως Κρήτες.

Ταυτόχρονα έρχονται να επικουρήσουν το εθνικό έργο ο Ίωνας Δραγούμης κι ο Λάμπρος Κορομηλάς, υποπρόξενος στο Μοναστήρι ο πρώτος και πρόξενος στη Θεσσαλονίκη ο δεύτερος. Επιτυγχάνουν τη συσπείρωση του ντόπιου πληθυσμού σε οργανώσεις άμυνας, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα. Ο Ίωνας Δραγούμης που δραστηριοποιείται προς κάθε κατεύθυνση και με τις περιοδείες του σε ολόκληρη τη Μακεδονία, προετοιμάζει το έδαφος για το μεγάλο ξεσηκωμό.

Στην Αθήνα, το Μακεδονικό Κομιτάτο, στελεχωμένο από άνδρες όπως ο Δημήτριος Καλαποθάκης και ο Νικόλαος Πολίτης, προσπαθεί να διαφωτίσει την κοινή γνώμη για όσα συνέβαιναν σε αυτόν εδώ τον τόπο. Η κατάσταση αρχίζει να αλλάζει. Νεαροί διπλωμάτες, απλοί ιδιώτες, δημοσιογράφοι, λογοτέχνες και αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, ενεργώντας μόνοι τους  και χωρίς κρατική εντολή, πηγαίνουν στη Μακεδονία, στις αρχές του 1903, βλέπουν την κατάσταση και επιστρέφοντας στην Αθήνα δίνουν το σύνθημα του συναγερμού. Ακούγονται οι λόγοι του Ίωνα Δραγούμη που καλούσε όλους τους Έλληνες για τη σωτηρία της Μακεδονίας «Να ξέρετε πως αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει».

Έλληνες αξιωματικοί μεταβαίνουν πλέον στη Μακεδονία για το συντονισμό του αγώνα, είτε αναλαμβάνουν την οργάνωση και την ηγεσία ενόπλων τμημάτων που μάχονται στη Μακεδονία, με σκοπό να προστατεύσουν τον ελληνικό πληθυσμό και να τονώσουν το εθνικό φρόνημα. Παράλληλα οργανώνεται ένα περίπλοκο σύστημα προώθησης ανδρών και οπλισμού μέσω των ελληνοτουρκικών συνόρων, ενώ σε αρκετές πόλεις της ελεύθερης Ελλάδας ανοίγουν γραφεία στρατολόγησης εθελοντών. Είχε φθάσει η ώρα της αντεπίθεσης των Ελλήνων.

Οι τρεις αποστολές του Παύλου Μελά το 1904 έχουν περάσει στη σφαίρα του μύθου.

Με φυσική καλοσύνη και ευγένεια, πατριωτισμό που ξεχείλιζε, εντυπωσιακό παρουσιαστικό, γενναιόδωρος και καταδεκτικός, αποτέλεσε και αποτελεί το σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.

       Στις 14 Αυγούστου του 1904, μετά από παρέμβαση του πρωθυπουργού Γεώργιου Θεοτόκη, ο Παύλος Μελάς, αξιωματικός του Πυροβολικού του ελληνικού στρατού, διορίστηκε από το Μακεδονικό Κομιτάτο αρχηγός όλων των σωμάτων που δρούσαν στην περιοχή του Μοναστηρίου και της Καστοριάς. Στις 18 Αυγούστου αναχωρεί για τρίτη και τελευταία φορά για τη Μακεδονία. Τη νύχτα της 27ης με 28ης Αυγούστου, φορώντας τη στολή, το ντουλαμά του Μακεδονομάχου,  με  έναν σταυρό στο μέρος της καρδιάς και με το ψευδώνυμο  καπετάν-Μίκης Ζέζας, σύνθεση των ονομάτων των παιδιών του, μαζί με ένα ένοπλο σώμα περίπου 35 ανδρών, Κρητικών και Μακεδόνων, πέρασε τα ελληνοτουρκικά σύνορα και εισέβαλε στα εδάφη της Μακεδονίας. Από όπου περνούσε, ο αγώνας φούντωνε. Οι Έλληνες εγκαρδιώνονται και το ηθικό τους, ύστερα από την πολύχρονη τρομοκρατία των Βουλγάρων, αναπτερώνεται. Ακολουθούμενος από την πλειοψηφία των αντάρτικων σωμάτων της Μακεδονίας, πολεμά ασταμάτητα και πέφτει προδομένος σε συμπλοκή με τούρκικο απόσπασμα στη Στάτιστα της Καστοριάς, στις 13 Οκτωβρίου 1904. Ο θάνατός του συγκίνησε ολόκληρο τον ελληνικό λαό, έγινε τραγούδι και σύνθημα ξεσηκωμού.

Η εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», στο φύλλο της 31ης Μαΐου του 1939 κάτω από τον τίτλο ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ τονίζει για τον Παύλο Μελά: «Εις την σειράν των ηρώων της νεωτάτης Ελλάδος, ο Παύλος Μελάς δικαίως κατέχει την πρώτην θέσιν, την οποίαν κατέκτησε με την αυταπάρνησιν και το αίμα του. Η θέσις αυτή του ανήκει ιστορικώς, διότι υπήρξεν ο πρωτομάρτυς της μακεδονικής ελευθερίας. Αλλά του ανήκει και διότι επί του θανάτου του ετέθη το θεμέλιον όπου εκτίσθησαν κατόπιν τα πραγματοποιηθέντα μέχρι του ορίου του δυνατού όνειρα του ελληνισμού».

Ο Παύλος Μελάς δεν ήταν βέβαια ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος νεκρός του Μακεδονικού Αγώνα. Η αυτοθυσία του όμως ενήργησε ως καταλύτης, εμπνέοντας και άλλους εθελοντές που έσπευσαν από την ελεύθερη Ελλάδα, για να σμίξουν με τους Μακεδόνες αντάρτες.

Ιδιαίτερη ένταση είχε πάρει ο αγώνας στη Δυτική Μακεδονία, στο Βιλαέτι του Μοναστηριού, το οποίο περιλάμβανε τις περιοχές του Μοναστηριού, της Φλώρινας και της Κοζάνης. Το Μοναστήρι ήταν έδρα τουρκικού σώματος στρατού, έδρα του ελληνικού προξενείου και άτυπου αρχηγείου για τα ελληνικά μαχόμενα τμήματα στην περιοχή και έδρα της βουλγαρικής προπαγάνδας για ολόκληρη τη Μακεδονία, συνεπώς πεδίο σφοδρού ανταγωνισμού μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων.

Σκληρότατος ήταν επίσης ο αγώνας στην ελώδη λίμνη των Γιαννιτσών, σημείο στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο των οδικών αρτηριών. Εκεί αγωνίσθηκε ο ανθυπολοχαγός Τέλος Αγαπηνός, γνωστός ως καπετάν Άγρας, που με τη δόλια σύλληψή του, τον Ιούνιο του 1907, και τον απαγχονισμό του από τους Βουλγάρους έξω από την Έδεσα, μαζί με τον Ναουσαίο συνεργάτη του Αντώνη Μίγκα, έμελλε να αναδειχθεί σε μια εξίσου με τον Παύλο Μελά, θρυλική μορφή του Μακεδονικού Αγώνα.

Μεγάλη ήταν και η συμβολή όλων των κατοίκων της Μακεδονίας στον Αγώνα. Άνδρες και γυναίκες πήραν μέρος και ενίσχυσαν τον Αγώνα όχι μόνο συμμετέχοντας εθελοντικά στα ένοπλα σώματα, αλλά και ως οδηγοί και πληροφοριοδότες. Οι ντόπιοι είναι εκείνοι που εξασφάλισαν τα σώματα και φρόντισαν για τον εφοδιασμό τους σε τρόφιμα και πυρομαχικά, καθώς και για την περίθαλψη των τραυματιών και τη φυγάδευσή τους.

Κατά τη διετία 1907-1908 τα ελληνικά σώματα είχαν κερδίσει σημαντικό έδαφος σε όλη την έκταση της Μακεδονίας και κατόρθωσαν σταδιακά να περιορίσουν τα βουλγαρικά ερείσματα και ν’ αποκαταστήσουν την εθνολογική ισορροπία, διασφαλίζοντας είτε την παραμονή, είτε την επανασύνδεση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, πολυάριθμων ελληνικών κοινοτήτων.

Η ευνοϊκή για τον Ελληνισμό έκβαση του Μακεδονικού Αγώνα, οφείλεται κυρίως στην συντριπτική πληθυσμιακή και από κάθε άποψη υπεροχή του ελληνικού στοιχείου στην αμφισβητούμενη περιοχή, στη ζωτικότητα και στη θέλησή του να αντισταθεί. Τα Ελληνικά σχολεία της Μακεδονίας,  με τα οποία διατηρήθηκε η εθνική συνείδηση των Μακεδόνων, στάθηκαν η καλύτερη απόδειξη της εθνογραφικής σύστασης του πληθυσμού και δεν αμφισβητήθηκαν ποτέ. Κατά τη διάρκεια του ο Μακεδονικός Ελληνισμός υπέστη πολλές θυσίες σε ανθρώπους και περιουσιακά στοιχεία. Παρ’ όλα αυτά, παρέμεινε ρωμαλέος και ανταποκρίθηκε πλήρως στο εθνικό του χρέος.

Ο Μακεδονικός Αγώνας έφερε την εθνική ανάταση, την αναπτέρωση του πεσμένου φρονήματος των Ελλήνων, από την ήττα του 1897, την απόκτηση και πάλι της αυτοπεποίθησής του. Ακολούθησαν οι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13, με τους οποίους και απελευθερώθηκε ένα μεγάλο τμήμα εκείνου του ευρύτατου γεωγραφικού χώρου, που από τα αρχαιότατα χρόνια ονομαζόταν Μακεδονία.

Τελειώνω με τα λόγια του  Ίωνα Δραγούμη, αναφερόμενος στον Παύλο Μελά, στο «Μαρτύρων και Ηρώων Αίμα», και αυτά ας κρατήσουμε ως ιερή παρακαταθήκη:

«Ο θάνατός του είναι η ζωή στους κουρασμένους από τη μετριότητα του κόσμου. Ο θάνατός του ανασταίνει τους κοιμισμένους, ταράζει τους μαργωμένους, δυναμώνει τους αδυνάτους, δροσίζει τους διψασμένους, ο θάνατος του Νέου, ο θάνατος του Ωραίου, ο θάνατος του Αντρείου. Σε σας στρέφομαι, παιδιά του Ελληνισμού, αγαπημένα Ελληνόπουλα, και σας εξορκίζω, αν έχετε να ξοδέψετε ενέργεια, ας είναι και μέτρια, αν έχετε να κάψετε τίποτε περισσότερο από σπίθες απλές ενθουσιασμού, μη λησμονείτε ποτέ το θάνατο του Παλικαριού, αλλά προπάντων μη λησμονείτε τη ζωή του, τον ενθουσιασμό του, δηλαδή και τη δύναμη και την τόλμη, μη λησμονείτε και την ιδέα που για κείνη δούλεψε και υπέφερε, ούτε την πανώρια χώρα, όπου εσκοτώθη, γιατί και η ιδέα εκείνη και η χώρα θέλουν πολλούς ακόμα ‘Ηρωες».

Τιμή και δόξα στους ήρωες Μακεδονομάχους!

Ζήτω η Μακεδονία!

Ζήτω η Ελλάδα!