Ήταν η χαρακτηριστική φιγούρα του τροχονόμου που με τη μοτοσικλέτα του, τον έβρισκες μπροστά σου στα πιο απίθανα σημεία της πόλης της Ρόδου, τις πιο απίθανες μέρες και ώρες!
Ο Αναστάσιος (Τάσος) Κασαπίδης υπηρέτησε στην αστυνομία 32 χρόνια και τα περισσότερα από αυτά, στο νησί μας και στο Τμήμα Τροχαίας Ρόδου!
Σε μία εκ βαθέων συνέντευξή του στη «Ροδιακή», κάνει αναδρομή, στα χρόνια εκείνα περιγράφοντας τον τρόπο που εργαζόταν, τι ίσχυε στην υπηρεσία του, τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε ο ίδιος και οι συνάδελφοί του, αλλά και τις πολύ καλές σχέσεις που είχαν υφιστάμενοι και προϊστάμενοι.
Μιλάει ακόμη για τη σχέση αστυνομικού – πολίτη, το σεβασμό και την εκτίμηση που υπήρχε για το επάγγελμα αυτό, τις φιλίες που συχνά δημιουργούνταν μετά από κάποιο «αστυνομικό έλεγχο» και αναφέρεται σε περιστατικά που του έχουν «μείνει» αλλά και στην κλήση που του βεβαίωσε συνάδελφός του όταν πήγε να δει αν χρειάζεται κάποια βοήθεια! Όπως μάλιστα πρόσθεσε, την πλήρωσε κανονικά!
Ο Αναστάσιος Κασαπίδης κατάγεται από το νομό Κιλκίς, από ένα χωριουδάκι, 18 χιλιόμετρα έξω από το Κιλκίς. Ήρθε στη Ρόδο λόγω της αστυνομίας, όπως μας λέει, και τελικά παντρεύτηκε και παρέμεινε εδώ. Με τη σύζυγό του απέκτησαν τρία παιδιά αλλά και εγγόνια.
Στην αστυνομία μπήκε το 1974 και αποστρατεύτηκε το 2006 υπηρετώντας στο Τμήμα Τροχαίας Ρόδου, μία υπηρεσία στην οποία όπως μας είπε, πέρασε τον περισσότερο χρόνο της θητείας του στο νησί μας.
Ήσασταν η χαρακτηριστική φιγούρα του τροχονόμου για πολλά χρόνια…
Αυτά μας τα είχανε πει αλλά και εμείς από μόνοι μας καταλαβαίναμε πού να πάμε, δεν περίμενα να μου πει ο προϊστάμενος «πήγαινε εκεί», η πείρα έλεγε πολλά. Ήμασταν πιο καλά και εμείς και ο πολίτης. Δεν υπήρχε πρόβλημα, κάναμε τη δουλειά μας.
Πώς σας αντιμετώπιζε ο κόσμος και ιδίως οι νεαροί με τα μηχανάκια;
Πέρασα καλά με τη νεολαία, ασχολήθηκα πολύ και πέρασα καλά, γλίτωσα και μερικούς. Δηλαδή με τον τρόπο μου, το παιδί το έφερνα κοντά μου. Μόλις έβλεπαν αστυνομία, τροχαία δεν κοντεύανε… κάποιους τους είπα: Να περνάς από τον τροχονόμο να του λες «καλημέρα» και να φεύγεις. Μα – λέει- δεν έχω δίπλωμα!
«Δεν χρειάζεται να περάσεις για να πεις καλημέρα» του απαντούσα, γιατί σκεπτόμουν ότι το παιδί αυτό μπορεί να σκοτωθεί μετά (με το να τρέξει) και επίσης πολλά παιδιά τα γνώριζα. Και αν μου έφευγε, πήγαινα στο σπίτι του!
Χτυπούσατε την πόρτα κανονικά!
Βέβαια
Και τι τους λέγατε;
Το λέγαμε και μετά γινόμασταν και φίλοι. Σε μία τέτοια περίπτωση πήγα και μου έκαναν και το τραπέζι!
Τι σας έχει μείνει από το χρόνο που υπηρετήσατε στην Τροχαία. Υπήρχαν τροχαία ατυχήματα;
Μία φορά κάναμε έναν έλεγχο στα Κολύμπια και ήρθε ένας και μας λέει: Δεν μπορείτε να με γράψετε. Φυσικά τον γράψαμε κανονικά και μετά γίναμε οι καλύτεροι φίλοι.
Τότε, τη δεκαετία του ’70 δεν είχαμε πολλά τροχαία ατυχήματα γιατί δεν κυκλοφορούσαν πολλά οχήματα, αλλά μετά το ’90 είχαμε πολλά και πολλές φορές δεν προλαβαίναμε. Γινόταν ένα για παράδειγμα στη Λίνδο γιατί τότε ήταν σε ευθύνη μας όλη η επαρχιακή οδός.
Πώς ήταν η θητεία σας;
Δεν μπορώ να πω, πέρασα καλά στη ζωή μου, έκανα τη δουλειά μου όσο καλύτερα μπορούσα, βοηθούσαμε και τον κόσμο …
Ήταν διαφορετικές οι καταστάσεις. Εγώ προσωπικά βοήθησα πολύ κόσμο, αλλά και εκείνος σεβόταν και εκτιμούσε.
Υπήρχε φόβος όταν σας έβλεπαν;
Υπήρχε και φόβος. Χρειάζεται και ο φόβος. «Να σε γράψω ή να σε φοβερίσω», να τον φοβερίσεις έλεγαν.
Βρίσκω παιδιά σήμερα και μου λένε σε «ευχαριστώ». Τους ρωτάω γιατί με ευχαριστούν και απαντάνε «γιατί με έγραψες και έβαλα μυαλό». Εγώ σκεπτόμουν ότι θα με έβριζε. Και πολλοί με έβριζαν, δεν ήταν όλοι ευγενικοί, και εμείς προσπαθούσαμε να τους βοηθήσουμε (να βάλουμε χαμηλό πρόστιμο)
Σήμερα από ότι βλέπω τα πράγματα έχουν αλλάξει. Γιατί τον αστυνόμο δεν τον ενδιαφέρει να βάλει τάξη, τον ενδιαφέρει να γράψει όσα του λέει ο διοικητής του, και αυτό είναι.
Εσάς σας έχουν γράψει;
Βεβαίως, μου έτυχε ένα περιστατικό: Περνούσα από ένα σημείο, πήγα να δω τους συναδέλφους που ήταν εκεί αν ήθελαν βοήθεια και με έγραψαν! Όταν τους είδα έκανα στροφή και μπήκα για μερικά μέτρα ανάποδα σε μονόδρομο για να δω τι συμβαίνει και αν χρειάζονται κάποια βοήθεια.
Και τους είπα «παιδιά είμαι συνάδελφος» αλλά με έγραψαν. Δεν πήγα πουθενά να διαμαρτυρηθώ. Έκαναν τη δουλειά τους.
Άλλο περιστατικό από εκείνα τα χρόνια θυμάστε; Πώς ήταν σχέσεις με προϊσταμένους και υφισταμένους;
Ήμασταν πολύ αγαπημένοι! Λίγοι ήταν οι προϊστάμενοι με τους οποίους δεν τα πήγαμε καλά, με τους περισσότερους ήμασταν σαν οικογένεια! Όταν χρειαζόταν ο διοικητής κάτι δεν κοιτούσαμε το ρολόι, εξυπηρετούσαμε! Και αυτός με τον τρόπο του μας βοηθούσε.
Η δουλειά μας πριν το 1981 ήταν δύσκολη. Ήμασταν φαντάροι! Μας έβαζαν να δουλεύουμε τέσσερις ώρες το πρωί και τέσσερις το βράδυ για να μας έχουν συνέχεια μαζεμένους. Ρεπό δεν υπήρχε, υπήρχε μία φορά το μήνα 24ωρη άδεια και αυτό αν ήθελε ο διοικητής.
Όσοι ήμασταν ελεύθεροι μέναμε μέσα (στην υπηρεσία), τα καταλύματα ήταν στον επάνω όροφο από το νυν Αστυνομικό Τμήμα και από την Ασφάλεια. Δωμάτια και κοινή τουαλέτα και ντουζιέρες. Και έπρεπε 12η ώρα να είμαστε μέσα, σαν το στρατό.
Οι παντρεμένοι όμως έμεναν σπίτια τους με τις γυναίκες και τις οικογένειές τους.
Αλλά και οι γάμοι τότε δεν γίνονταν όποτε ήθελες. Υπήρχε περιορισμός. Έπρεπε να πας 32 ετών για να παντρευτείς. Δεν σου το επέτρεπε η υπηρεσία, και η κοπέλα που θα έπαιρνες περνούσε από «κόσκινο», έλεγχαν τα χαρτιά της για τα «φρονήματά» της.
Αυτά μέχρι το 1981, μετά όλα άλλαξαν ένα μήνα μετά τις εκλογές, από το ΠΑΣΟΚ.
Για να καταλάβετε τι εννοώ, για παράδειγμα, εγώ τότε δεν μπορούσα να πάω στο Φαληράκι. Έπρεπε να πάρω ειδική άδεια για να πάω ανεξάρτητα από το ότι δεν είχα υπηρεσία.
Επίσης, όταν δεν δούλευες, για να κυκλοφορήσεις έπρεπε να φοράς κοστούμι. Εγώ είχα τιμωρηθεί μία φορά, γιατί φορούσα μπλου τζιν. «Έφαγα» δέκα μέρες φυλακή. «Φυλακή» τότε ήταν απαγόρευση εξόδου.
Μετά όλα άλλαξαν, γίναμε σαν δημόσιοι υπάλληλοι ας πούμε, δεν ήμασταν πια φαντάροι.
rodiaki.gr