Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τετάρτη, 25 Μαρτίου 2020 20:56

Οι άπαιχτοι παπούδες

Είναι να μην σου τύχει. Να καίγεται ο κόσμος, να έχει ενσκήψει ο κορονοϊός, να μην ξέρεις από πού να φυλαχτείς, να βλέπεις κοτζάμ πρωθυπουργό καθημερινά σχεδόν να σου ερμηνεύει πως να προσέχεις και πως να ξεκόψεις από τα πολλά πολλά, να πηγαίνεις στη δουλειά σου μετά φόβου Θεού και...


Νάσου να γεμίζει η Τράπεζα από δυο τρεις παππούδες και να διαμαρτύρονται κιόλας. Πως τάχα δεν τον προσέχεις και αμελείς να τον εξυπηρετήσεις.
Κι όταν τον ρωτάς: τι θέλεις βρε παππού και βγαίνεις από το σπίτι σου τέτοια μέρα κι έρχεσαι σε Τράπεζα να εισπράττεις την αφοπλιστική απάντηση: Ήρθα να ενημερώσω το βιβλιάριο!
Άπαιχτος ο παππούς. Και σαν κι αυτόν πολλοί.

 

Η γιαγιά το 1978 έψαχνε ...μαχτόρ
Το διηγήθηκε τις προάλλες φίλος τραπεζικός και θυμήθηκα -εγώ ο αρχαίος- ένα περιστατικό που συνέβη σε χωριό του Κιλκίς, καλοκαίρι του 1978. Δεν ήταν το βράδυ του μεγάλου σεισμού, αλλά λίγες μέρες αργότερα σε ένα ισχυρό μετασεισμό έχουν βγει όλοι οι χωριανοί στο δρόμο, κάμποσοι κάθονται και ξορκίζουν το φόβο τους σε μικρό καφενείο.
Κι εκεί που κουβεντιάζουν νάσου μια γριούλα, τότε στα 80 φεύγα να πλησιάζει στο καφενείο -όλοι γνωστοί και συγγενείς στα μικρά χωριά- και προσπαθώντας να διακρίνει το καφετζή, την βλέπει εκείνος και τη ρωτά:
- Πιπή ντο θέλτς απές στο βράδον;
Κι εκείνη η στον κόσμο της να τον ρωτά: Κώτσο, μαχτόρ έεις; (Η στιχομυθία έγινε στα τούρκικα) Μαχτόρ είναι η σακοράφα, η χοντρή βελόνα που έραβαν τα τσουβάλια. Και η γιαγιά στην κοσμάρα της εκείνη τη νύστα που καίγονταν ο κόσμος βγήκε ν' αγοράσει ...μαχτόρ.
Σαν τον παππού που δεν έμεινε στο σπίτι επειδή είχε εξίσου σοβαρή δουλειά: Να ενημερώσει το βιβλιάριο.
Είναι άπαιχτοι οι παππούδες.