Τρίτη, 23 Απριλίου 2024, 3:35:31 μμ
Δευτέρα, 23 Ιουλίου 2012 20:50

Ο αγώνας συνεχίζεται


paulidis
Κατ’ αρχήν για όσους δεν με ξέρουν, να αυτοσυστηθώ. Είμαι γόνος δεύτερης γενιάς Ανταλλαξίμων προσφύγων Χριστιανών Ελλήνων που ήρθαν στην Ελλάδα από τη Μπάφρα Ν. Σαμψούντας του Πόντου.Μεγάλωσα με ακούσματα για «ηρωικές» σφαγές που διέπραξαν οι Έλληνες αντάρτες σε βάρος των Τούρκων στα χωριά της Μπάφρας της Κάβζας, του Καβάκ, του Λαντίκ, της Ερπάα και του Βεζύρκιοπρου, , και για ιστορίες πόνου, ταλαιπωριών, βασανισμών, εκτοπισμών, δολοφονιών και εξοριών που υπέστησαν το ίδιο διάστημα οι Έλληνες εκ μέρους των Τούρκων από τη μια έως τη άλλη άκρη του ιστορικού Πόντου.
Για τα πρώτα, «φρόντισε» ο Καπετάνιος του Νεμπυάν και Γιουντάγ Λάζαρος Αβραμίδης (καπετάν Λαζίκ) στο περιβάλλον του οποίου μεγάλωσα. Για τα δεύτερα, αιτιά ήταν η μάνα μου (Βασιλική Αβραμίδου – Παυλίδου) η οποία ποτέ δεν έπαψε να κλαίει για τις δολοφονίες του δασκάλου πατέρα της, του θείου της Νικόλαου και τον θάνατο του αδελφού της Νεοφύτου στο Τσάγγιρι (αρχ.  Γάγγρες) όπου και εκτοπίστηκε η οικογένεια της το 1917. Ακόμη ποτέ δε στέγνωσε το δάκρυ της μάνας μου για τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες που τράβηξε κοριτσάκι 9 ετών που με τα πόδια στο καταχείμωνο περπάτησε ρακένδυτη και πεινασμένη τα ορεινά μονοπάτια από Μπάφρα και μέχρι Ντιγυάρμπακίρ του Κουρδισταν. Εκεί περισυλλεγείσα από τους Αμερικάνους του Ιδρύματος Βοηθείας Εγγύς Ανατολής, μεταφέρθηκε με βοδόκαρα στη Βυρηττό του Λιβάνου και στη συνέχεια με μέριμνα της ελληνικής πρεσβείας μαζί με άλλα παιδάκια εστάλη με πλοίο στην Ελλάδα (Πειραιά και εν συνεχεία κρατικό Ορφανοτροφείο Ζαππείου).
Περιττό να τονίσω ότι την ίδια ακριβώς πορεία ακολούθησε και ο συνομήλικος αυτής  πατέρας μου (Μπάφρα – Σαμψούντα – Καβάκ – Κάβζα – Αμάσεια – Τουρχάλ – Τοκάτη – Καγκάλ – Σεβάστεια – Μαλάτεια – Ντιγθάρμπακιρ – Ούρφα – Χαλέπι – Βυρηττός,- Πειραιάς – Αθήνα (Ζάππειο, Ορφανοτροφείο) του οποίου, τον μεν πατέρα δολοφόνησαν οι Τούρκοι τσέτες, έξω από το χωριό Μαρτάρ (σημ. Τσετίνκαγια) κοντά στο Μουσουλμανικό Νεκροταφείο, η δε μητέρα του πέθανε από τις κακουχίες της εξορίας στην τοποθεσία Ούτς Χαν ανατολικά της Σεβάστειας.
Με δεδομένο ένα τέτοιο οικογενειακό παρελθόν, η τουρκοφαγία θα έπρεπε να είναι το πρώτο πιάτο του καθημερινού μου μενού.
Κι όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα ή τουλάχιστον δεν εξελίχθηκαν έτσι.
Σε τούτο με βοήθησαν τα πολλαπλά ταξίδια μου στον Πόντο (περί τα είκοσι) και η πόλυ καλή γνώση των απόψεων των Τούρκων για το λεγόμενο Ποντιακό Ζήτημα (Pontus Meselesi).
Αφού εξήντλησα την Ελληνο - ποντιακή βιβλιογραφία, τα τελευταία 15 χρόνια μελέτησα εξίσου καλά την Τoυρκο – ποντιακή βιβλιογραφία για το όλο ζήτημα. (Γνωρίζω πολύ καλά την Τουρκική γλώσσα).
Τα συμπεράσματα μου για τις απόψεις των Τούρκων, τα αξιολόγησα στο δεύτερο βιβλίο μου (Εκδόσεις Κυριακίδη Θεσσαλονίκη 2009) με τον τίτλο «ΤΟ ΠΟΝΤΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ».
Παρέλκει στα πλαίσια ενός άρθρου, να επαναλάβω τα ζητήματα αυτά. Το ρεζουμέ όμως της υπόθεσης είναι ότι υπάρχουν ακροδεξιοί φασίστες συγγραφείς που αναφέρονται στα γεγονότα μόνο με τουρκοκεντρικό μάτι. Υπάρχουν όμως και φωτισμένοι Τούρκοι συγγραφείς (δημοσιογράφοι, ιστορικοί, Πανεπιστημιακοί, ερευνητές) οι οποίοι επιχειρούν να εξετάσουν τα γεγονότα εκείνα (1914 – 1924) με αντικειμενικό μάτι.
Να μη ξεχνάμε ποτέ. Το μήλο της έριδος ήτανε ο ΠΟΝΤΟΣ ΠΑΤΡΙΔΑ. Αν και η ιστορία την έταξε κοινή (Ελλήνων και Τούρκων) η κάθε πλευρά την διεκδίκησε αποκλειστικά για τον εαυτό της.
Το αποτέλεσμα υπήρξε γνωστό. Και δυστυχώς αυτό το αποτέλεσμα δεν ήρθε χωρίς βάσανα, ταλαιπωρίες, εκτοπίσεις, κρεμάλες, δολοφονίες, βιασμούς, εξορίες.
Και μετά; Μετά ήρθε η Μικρασιατική καταστροφή και το αδιέξοδο των Ελληνο – τουρκικών σχέσεων.
Ένα αδιέξοδο από το οποίο ακόμη δεν βγήκαν οι δύο Λαοί μας, επειδή οι Κυβερνήσεις και των δύο χωρών, το θέλουν και το συντηρούν.
Ωστόσο οι ίδιοι οι Λαοί την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία, με τις συνεχείς επισκέψεις στα πατρώα εδάφη και τις συχνές επαφές άρχισαν να γνωρίζονται καλύτερα μεταξύ τους, άρχισαν να εμπιστεύονται περισσότερο ο ένας τον άλλον και φυσικά αίροντας τις προκαταλήψεις άρχισαν να αμφισβητούν τα όσα αρνητικά τους επέβαλαν ο τύπος και η εκπαίδευση των χωρών τους.
Επισκέπτομαι τις πατρίδες από το 1987. Άλλες εποχές, άλλο κλίμα, άλλες αντιλήψεις, άλλη υποδοχή.
Έκτοτε γίνανε πολλά. Στα είκοσι (20) περίπου ταξίδια που έκανα στον Πόντο και ιδιαίτερα στην περιοχή του Νομού Σαμψούντας, πέτυχα να γνωριστώ με το σύνολο σχεδόν των Δημάρχων του Νομού, με Έπαρχους, ιστορικούς, συγγραφείς, δημοσιογράφους, προέδρους φορέων (κυρίως Ανταλλαξίμων) με πλούσιους επιχειρηματίες, εκδότες εφημερίδων, ιδιοκτήτες τηλεοπτικών σταθμών και εκατοντάδες Τούρκους πολίτες.
Έχω την τιμή να με θεωρούν όλοι φίλο τους.
Έχω δώσει επανειλημμένα συνεντεύξεις στην τοπική τηλεόραση AKS (δορυφορική) και όχι λίγες συνεντεύξεις σε εφημερίδες της Σαμψούντας, Μπάφρας, Αμάσειας και Κωνσταντινούπολης.
Στο τελευταίο μου ταξίδι (24 – 30 Ιονίου 2012) έγινα μάρτυρας (κουμπάρος) μαζί με τον Δήμαρχο της Μητροπολιτικής Σαμψούντας φίλο μου Yusuf Ziya Yilmaz στο γάμου του γιού του κοινού μας φίλου Ahmet Ali Bulut.
Συναντήθηκα και συζήτησα με ιστορικούς ερευνητές και συγγραφείς βιβλίων της περιοχής Ali Ak, Senol Katkat, Alptekin Ahishlioğlu  και Αkim Üner και ανταλλάξαμε απόψεις για τις σκοτεινές πλευρές της κοινής μας ιστορίας.
Σε τοπική εφημερίδα της Σαμψούντα (Haber) προ επταμήνου είχα διαβάσει ότι από Υπηρεσία της Σαμψούντας, παρεδόθη στη βιβλιοθήκη του «Πανεπιστήμιο 19 Μαΐου» τεράστιος όγκος βιβλίων γραμμένων στην Ελληνική και Αρμένικη γλώσσα, χωρίς να έχει διακριβωθεί για τι βιβλία ακριβώς πρόκειται και ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης τους.
Στις 25.6.2012 μαζί με τον αγαπητό μου φίλο Hasan Polat, καθηγητή ξένων γλωσσών στο ίδιο  πανεπιστήμιο, επισκεφθήκαμε την βιβλιοθήκη και ο Διευθυντής αυτής Ömer  Bozkurt    μου παρέδωσε δύο καρότσια χειρός από τα βιβλία αυτά, προκειμένου από την πρόχειρη θεώρησή τους να αχθώ σε κάποιο συμπέρασμα.
Πολύ μεγάλη υπήρξε η έκπληξή μου όταν αντιλήφθηκα ότι κατά πάσα πιθανότητα είχα μπροστά μου την βιβλιοθήκη του Μητροπολίτη Αμάσειας και Αμισού Γερμανού Καραβαγγέλη (θα γράψω ειδικό άρθρο γι’ αυτό).
Είναι τόση πια η εμπιστοσύνη που έχω αποκτήσει από τους Τούρκους πολίτες, ώστε τώρα δεν διστάζουν να μου συστήνονται ως απόγονοι Ελλήνων και ζητούν από μένα να βρω στην Ελλάδα τους Ανταλλάξιμους πρόσφυγες παππούδες τους. Σε χωριό της Μπάφρας, η Ρωμιά γιαγιούλα με υποδέχτηκε με την γεμάτη λαχτάρα  φράση «ήρθες, παιδί μου» για να συμπληρώσει σε λίγο ότι «και αυτό το σπίτι ήτανε Ρωμιών και κείνο το σπίτι ήτανε Ρωμιών και το άλλο σπίτι ήτανε Ρωμιών και το διπλανό σπίτι ήτανε Ρωμιών» και να καταλήξει ότι η τελευταία ζώσα Ρωμιά, η Mevlute, πέθανε πριν λίγα χρόνια (την είχα γνωρίσει το 1987 προσωπικά, όπου μου συστήθηκε με το αληθινό της όνομα Μελπομένη).
Σε αυτές τις εξομολογήσεις των Τούρκων πολιτών δεν υπάρχει τίποτε επιλήψιμο, τίποτε ύποπτο τίποτε προδοτικό. Αυτά υπάρχουν μόνο στο μυαλό των οπαδών του εθνικού φανατισμού και μισαλλοδοξίας. Ούτε o Arif, ούτε ο Huseyin, ούτε ο Erdal, ούτε η Sefiye (Σοφία) έλληνες στο γένος, έχουνε λόγο να αφήσουν σήμερα τον ιστορικό Πόντο και να έρθουνε στην Ελλάδα, αφού οι οικογένειες τους μένουν εκεί, είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα και το σπουδαιότερο αισθάνονται ότι ζουν στην πατρίδα τους. Αν τους πουν Τούρκους ή Έλληνες μικρή σημασία έχει γι’ αυτούς.
Οι γνωριμίες μου με τις τοπικές αρχές, είχανε και μια άλλη ευχάριστη πλευρά. Αν και έλειπε ο Νομάρχης Σαμψούντας (ήταν εκτός Σαμψούντας) κλήθηκα στο αιρετό Νομαρχιακό Συμβούλιο Σάμψούντας όπου και μίλησα για είκοσι (20) λεπτά περίπου.
Ο Παυλίδης του 2012, δεν ήτανε βέβαια ο Παυλίδης του 1987. Ούτε το Νομαρχιακό Συμβούλιο Σαμψούντας, εμφορείτο από τις προ Erdoğan αντιλήψεις.
Μίλησα ελεύθερα. Τους μίλησα για το Ποντιακό Ζήτημα, για τις δολοφονίες των παππούδων μου, τους εκτοπισμούς και εξορίες και των δύο γονέων μου.
Είτε από ενδιαφέρον, είτε από σεβασμό στο πρόσωπό μου, είτε από ευγένεια, είτε από λόγους φιλοξενείας, είτε από λόγους πολιτισμού, ολόκληρο το Νομαρχιακό Συμβούλιο με άκουσε με ησυχία και πολύ προσοχή, χωρίς οποιοδήποτε μέλος να με διακόψει ή να εκφράσει αντιρρήσεις του.
Αυτό το «θράσος» μου, αιτία του είχε την εμπιστοσύνη που απέκτησα στους ανθρώπους της περιοχής, οι οποίοι παρακολουθούν με ενδιαφέρον τις ειλικρινείς προσπάθειες  που καταβάλω για την ανάπτυξη σχέσεων ειρήνης, φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των Λαών μας. Ξεκινώντας από τη Λαϊκή Βάση στόχο έχουμε να φτάσουμε στις Κυβερνήσεις μέσω των Ο.ΤΑ. Η διπλωματία των Λαών, θέλουμε να αποτελέσει  το μέσο για την άρση κάθε αιτίας που θα επέτρεπε την διατήρηση της έχθρας μεταξύ των Λαών μας.
Τα τελευταία χρόνια τα γκρουπ με λεωφορεία πηγαινοέρχονται Ελλάδα – Τουρκία και οι τοπικοί πολιτιστικοί φορείς κάνουν πολύ σοβαρή δουλειά για την άρση των μεταξύ μας προκαταλήψεων και την βελτίωση των σχέσεων. Τα αποτελέσματα, είναι όντως θεαματικά.
Στις 11/5/2012 στο Κιλκίς και στις 12/5/2012 στην Έδεσσα, η χορωδία του Ιδρύματος Ανταλλαξίμων της Λωζάννης (Έδρα Κων/πολη) έδωσε κοινή μουσική Συναυλία με τις τοπικές χορωδίες αντίστοιχα με τραγούδια της προσφυγιάς και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Πολλοί ποντιακοί Σύλλογοι κυρίως της Β. Ελλάδος έχουν αναπτύξει δυνατούς δεσμούς με αντίστοιχους Συλλόγους του Ιστορικού Πόντου. Οι ταξιδιώτες (Έλληνες και Πόντιοι) νοιώθουν απελευθερωμένοι στην πατρίδα του άλλου. Η έννοια της φιλοξενίας και κάποιων κοινών παραδόσεων άρχισαν να εμφανίζονται στο κάδρο του κοινού πολιτισμού μας.
Οι Ελληναράδες υπερπόντιοι, οι σκληροί θεματοφύλακες του Ελληνικού Ποντιακού πολιτισμού και ιστορίας, οι αυριανοί ελευθερωτές σταυροφόροι της Ποντιακής Γης, ας πούνε ότι θέλουν.
Για μένα ο Recer Yilmaz, o Ahmet Ali Bulut, o Fatih Temiz, o Fahrettin Çelik, o Aletekin Ahishalioğlu, o Hasan Davran, η Gonca Cezayrli o Erol Çendek, o Hasan Polat, o Okfay Yildiz και τόσοι άλλοι και άλλοι είναι πραγματικοί μου φίλοι. Ως άνθρωποι και ως προσωπικότητες, τους αγαπώ και ξέρω ότι με αγαπούν και κείνοι.
Διαφορετική βεβαίως αντίληψη έχω για το κράτος τους και αυτό δεν το κρύβω ποτέ. Ούτε από τους ίδιους.
Το σύγχρονο Τουρκικό κράτος και ιδιαίτερα το βαθύ, φανερά ή κάτω από το τραπέζι ( Κων/πολη Σεπτέμβρης 1955 – Κύπρος 1974) έμπρακτα έδειξε ότι συμμερίζεται την πολιτική εθνοκάθαρσης των Νεοτούρκων.
Η συμπεριφορά αυτή είναι απολύτως εχθρική προς τους ανθρώπους της χώρας μου. Αυτές όμως τις αντιρρήσεις μου δεν μπορώ να τις  μεταφέρω απ’ ευθείας στο Τουρκικό κατεστημένο. Μπορώ όμως να τις εκμυστηρευτώ στους Τούρκους φίλους μου. Θα μου εκμυστηρευτούν κι εκείνοι τις απόψεις τους και θα’ αρχίσει έτσι ένας γόνιμος διάλογος για άρση των προκαταλήψεων και για θεμελίωση σχέσεων ειρήνης και συνεργασίας.
Από έναν πόλεμο δεν κερδίζει ποτέ κανείς. Όμως ένας διάλογος ειδικά μεταξύ φίλων, μπορεί να επιλύσει πολλά ζητήματα.
Εμένα αυτά με συμβούλεψε ο παππούς μου Θεόδωρος, κάθε φορά που πάω στο οικόπεδο του (Hidirellez Mπάφρας) για να φιλήσω το χώμα που έζησε, να ανάψω ένα κερί στη μνήμη του και να χύσω ένα δάκρυ για τον άδικο χαμό του.
-    «Ένα πράγμα μη ξεχνάς» μου λέει κάθε φορά ο παππούς μου. «Οι σύγχρονοι Τούρκοι και ειδικά οι φίλοι σου, δεν φταίνε σε τίποτε. Το κράτος τους όμως οφείλει σε μας τους νεκρούς και στους απογόνους μας ένα ανεξόφλητο Γραμμάτιο. Την Συγγνώμη. Κι αν οι φίλοι σου πουν ότι  κι εμείς τους χρωστάμε μια συγγνώμη για το Τσαγσούρ, το Ίνεζου, την Κόσατσα, το Κιουπετσίκ, το Ορτάκιοϊ, το Σαρπούν κι ένα σωρό άλλα τουρκοχώρια τα οποία κατέκαυσαν οι Έλληνες αντάρτες, μη διστάσεις να μπεις σε  διάλογο. Τα επιχειρήματα μας τα ξέρεις. Είναι πιο τεκμηριωμένα και πιο δίκαια. Στο τέλος θα καταλάβουν οι φίλοι σου με ποιόν είναι το δίκαιο. Και θα ζητήσουν Συγγνώμη. ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΣΥΝΕΧΙΣΕ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΣΟΥ».
­