Σάββατο, 27 Απριλίου 2024, 4:05:36 πμ
Δευτέρα, 02 Ιανουαρίου 2017 20:41

Γιορτινό άρωμα παρελθόντος στο ακριτικό χωριό των Ευζώνων

Γράφει η Δέσποινα Μοσχούτα
Δημοσιογράφος
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

Γλυκές αναμνήσεις με άρωμα παρελθόντος... Τότε που οι μυρωδιές απο το μαχλέπι και τον κακουλέ των τσουρεκιών ξεχύνονταν στα σοκάκια της γειτονιάς, και οι ξυλόφουρνοι πύρωναν και ξαναπύρωναν ... Μοσχοβολούσε το σύμπαν και εμείς τα παιδιά,κουβαλούσαμε με χαρά και ανυπομονησία τις φόρμες με τα καυτά ακόμη τσουρέκια, και έτρεχαν τα σάλια μας. Εν τω μεταξύ κρατούσαμε νηστεία και ο αδελφός μου, μη μπορώντας να αντισταθεί όλο και δαγκούσε στα κρυφά, απο καμμιά δαγκωνιά,προκαλώντας την αγανάκτηση της μητέρας μας, η οποία σε αυτά τα θέματα ήταν πολύ αυστηρή.

Ωραία χρόνια, εμείς τα παιδιά τα ζούσαμε στο έπακρο... Φυσικά τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον μας. Απο νωρίς το πρωί, κανονίζαμε τις παρέες μας, τις υφασμάτινες τσάντες όπου θα συγκεντρώναμε τα καλούδια, τα τριγωνάκια όσοι διέθεταν... Φυσικά τα καλούδια ήταν ξηροί καρποί και φρούτα ως επί το πλείστον,και αραιά και πού κανένα κέρμα. Θυμάμαι ότι εγώ και ο μικρός μου αδελφός πηγαίναμε μέχρι το Τελωνείο για να ψάλλουμε όπου εκεί έδιναν λεφτά όχι αστεία!

Ξεκινούσαμε απο νωρίς το πρωί με κρύο και με χιόνια,με κόκκινα μαγουλάκια,και γυρνούσαμε το χωριό,κάθε τόσο κοιτούσαμε τι μαζέψαμε,και όταν σε καποιο σπίτι έδιναν κέρμα έπεφτε σύρμα σε όλες τις παρέες! Και βέβαια το άλλο που μας απασχολούσε ήταν τι θα μας έφερνε ο Αη-Βασίλης... γιατί πιστεύαμε στον Αγιο της Καππαδοκίας.Απο νωρίς το πρωί η μητέρα μας άρχιζε την κατήχηση'' μόνον άν είστε καλά παιδιά θα σας επισκεφτεί ο Αη Βασίλης'' και μεις προσπαθούσαμε να είμαστε, αλλά η ζωηράδα της παιδικής ηλικίας δέν μας άφηνε... Θυμάμαι μιά παραμονή Πρωτοχρονιάς να κρατάω στα χέρια μου την εικόνα του Αγίου, και να τον παρακαλάω με δάκρυα στα μάτια να συγχωρέσει τις αταξίες μου.
Και ο αγαθός γέροντας πάντα με συγχωρούσε και έφερνε το δωράκι μου,κάτω απο το μαξιλάρι... και όσο και άν ξενυχτούσα και παραμόνευα,ποτέ δεν τον είδα... Τι χαρά τί ευτυχία ήταν εκείνη!

Κάποια χρονιά όμως, μιά γειτονοπούλα μου χάλασε τη μαγεία και το όνειρο,αποκαλύπτοντας ότι τα δώρα τα έφερναν οι γονείς. Παρ όλο που δεν την πίστεψα μπήκε μέσα μου το μικρόβιο της αμφιβολίας. Δεν ξεχνιούνται αυτές αυτές οι εικόνες, ακόμη και σε αυτήν την ηλικία είναι τόσο ζωντανές! Χαρακτηριστικά θυμάμαι ανήμερα Πρωτοχρονιάς: μόλις ξύπνησα να κάθομαι στο καθημερινό δωμάτιο δίπλα στη ξυλόσομπα, στο παράθυρο να κρέμονται τα παγοκρύσταλλα και να ανοίγω το δώρο μου! Τι ονειρική στιγμή ο Αη- Βασίλης μου έφερε ένα view-master θαύμα! Και έβλεπα και ξαναέβλεπα τις εικόνες με τις βασίλισσες και τις πριγκίπισσες, χούϊ που τόχω και σήμερα. Από την εποχή της συγχωρεμένης της Νταϊάνα μέχρι σήμερα, την εποχή της Κέϊτ Μίντελτον. Βέβαια όταν είδα το view-master στο μαγαζί του Δάκου στο κέντρο του χωριού, κάτι σκίρτησε μέσα μου,γιατί ήξερα ότι το δώρο μου έρχεται απο την Καισαρεία ...

Έτσι λοιπόν εκείνο το πρωϊνό στο πατρικό μου σπίτι στους Ευζώνους, εφτάχρονο παιδί τότε ένοιωθα την απόλυτη ευτυχία,  που συμπληρώθηκε όταν μέσα στο tide της μαμάς βρήκα ένα όμορφο γαλάζιο σερβίτσιο τσαγιού, για την κούκλα μου! Τα χρόνια της αθωότητας συνεχίστηκαν και με μιά κούκλα ίση με το μπόϊ μου, που έστειλε κάποια Χριστούγεννα ο θείος Σαμουήλ μετανάστης στη Γερνανία, και με την οποία δεν έπαιζα για να μήν την χαλάσω,μόνον την κοίταζα.
Η μετάληψη στην εκκλησία του χωριού και μετά το φαγοπότι με μεζέ απο τσιγαρίδες που έφτιαχνε η θεία μου η Σόφη όταν έσφαζαν το γουρούνι... ατελείωτο το ταξίδι των αναμνήσεων, θυμάμαι τις στριγκλιές του γουρουνιού όταν πλησίαζε η ώρα της μεγάλης σφαγής. Εμείς τα παιδιά κλέιναμε τα αυτιά μας, και μετά άρχιζε η ιεροτελεστία με τα λουκάνικα, τις τσιγαρίδες,και το λίπος που το αποθήκευαν άσπρο άσπρο για τα φαγητά, και με το οποίο η θεία μου έφτιαχνε τους περίφημους κουραμπιέδες της, που έλειωναν στο στόμα.

Και ιστορίες, ιστορίες ατελείωτες απο τον παππού, για τις γιορτές στην πατρίδα του τον Πόντο. <Αναβαν κεριά που τα στερέωναν στα κέρατα των βουβαλιών, και οι κοπέλλες πήγαιναν με τις στάμνες στη βρύση αμίλητες, να πάρουν το αμίλητο νερό...>. Αυτά μόνον θυμάμαι μετά απο τόσα χρόνια. Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου ήταν ο μεγάλος απών, λόγω δουλειάς. Κάπως έτσι κύλησαν τα χρόνια,κάθε φορά όμως που θυμάμαι ,ξαναζώ τα γεγονότα με όλες μου τις αισθήσεις, οσφραίνομαι τις μυρωδιές,αναπνέω τον παγωμένο αέρα του χωριού, ζεσταίνω τα χέρια μου στη σόμπα, έχω στο στόμα μου τις γεύσεις, και μιά γλυκειά ηρεμία μουδιάζει τα μέλη μου... Ευλογημένα χρόνια, που φωτίζουν τον δρόμο, και γλυκαίνουν την ψυχή μου.