Σάββατο, 27 Απριλίου 2024, 4:07:23 πμ
Τρίτη, 27 Δεκεμβρίου 2016 19:55

Η δυσαρέσκειά μου

Του Χαράλαμπου
Παπαδόπουλου

 

Σ’ αυτόν τον τόπο, οι ιθύνοντας ακούνε μόνο την ηχώ της φωνής τους και αδιαφορούν για τις φωνές των άλλων.
Ναι θα έφευγα, όχι επειδή με ζορίζουν οι υποχρεώσεις από το δάνειο. Αλλά επειδή ζω σε μια χώρα, που πολλοί συμπατριώτες μου, μάλλον δεν την αγαπούν τελικά, μιας και αγάπη χωρίς σεβασμό δεν υπάρχει.


Δεν μιλώ για τους φοροφυγάδες, τους επαγγελματίες συνδικαλιστές, τα πάσης φύσεως λαμόγια. Μιλώ για μια πολύ μεγαλύτερη φοβάμαι μάζα. Που κοιτάζει αποκλειστικά και μόνο την πάρτη της, τον βίο της, το κύκλο της, το σπίτι της, αδιαφορώντας παντελώς για ό,τι κοινό. Που δεν τηρεί κανέναν κανόνα, ούτε καν τους στοιχειώδεις της καλής συμπεριφοράς και δεν έχει κανέναν σκοπό να τους τηρήσει ποτέ. Που γνωρίζει την αστική ευγένεια, όμως τους είναι ξένη και άγνωστη σαν βιωματική έννοια και χρήση.
Που περιμένει πάντα από κάποιον άλλον, κάποιον αόριστο τρίτο, συνήθως αυτός λέγεται κράτος, όταν δεν λέγεται μ…, να κάνει τα πάντα για λογαριασμό του: απ’ το να του βρει δουλειά, μέχρι να τον καθαρίσει τα σκαλιά όταν χιονίζει.
Είναι κακόγουστος, κακότροπος και κακόπιστος. Δεν λέει καλημέρα, παρακαλώ, ευχαριστώ. Πετάει το σκουπίδι του στο δρόμο, καπνίζει στο εστιατόριο, στον καφενέ, γιατί έτσι γουστάρει. Αγνοεί επιδεικτικά την ουρά στα διάφορα μαγαζιά κι αν του το υπενθυμίζει κανείς, ενοχλείται μεγαλοφώνως. Βγάζει τον σκύλο του (αν τον βγάλει) και δεν διανοείται να μαζέψει τα κουραδάκια του. Το μπαλκόνι του είναι η αποθήκη του και στα παλιά του τα παπούτσια αν εσύ πίνεις καφέ με θέα την σκεβρωμένη σιδερένια ντουλάπα και δυο σφουγγαρίστρες για ντεκόρ.
Κτίζει τριόροφο και σε κάθε βεράντα, βάζει άλλα κάγκελα – λες και τα πήρε ρετάλια από καλάθι. Ακούει πως κάτι καλό έγινε και αντί να χαρεί, ψάχνει να βρει τον λάκκο στη φάβα. Δεν τον θέλω στην καθημερινότητα μου, έχει καταστρέψει την πατρίδα μου. Είναι μίζερος και κινδυνεύω να με πάρει μπάλα η μιζέρια του.
Ναι, λοιπόν, αν ήμουν δεκαοκτώ, εικοσιοκτώ, τριανταοκτώ, θάμουν κολλημένος στις πληροφορίες και θα έψαχνα δουλειά για εργασία ανά τον κόσμο.
Θάφευγα όχι για μια καλύτερη δουλειά, όχι για περισσότερα λεφτά αλλά για να ξαναβρώ την ποιότητα της καθημερινότητάς μου. Την τιμή στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τις αξίες της οργανωμένης κοινωνίας που θα ήθελα να μάθουν τα παιδιά μου, της συλλογικής εργασίας, της κοινωνικής προσφοράς, του εθελοντισμού. Τη χαρά να κυκλοφορώ ελεύθερα στο δρόμο, να παίρνω λεωφορείο όποτε θέλω και να μου λέει καλημέρα η ταμίας στο σούπερ μάρκετ κι ας ήταν γκρίζος ο ουρανός κι ας μην είχε θάλασσα και φαράγγια.
Το τίμημα που πληρώνουμε γι’ αυτόν τον γαλανό ουρανό είναι τεράστιο. Δεν είμαι ούτε δεκαοκτώ, ούτε εικοσιοκτώ, ούτε τριανταοκτώ, αλλά κοιτάζω που και που λάγνα τις αγγελίες δουλειάς και δεν δυσκολεύομαι καθόλου να με δω να φεύγω.
Όμως, επειδή, δεν αγαπώ αυτόν τον τόπο, ούτε τον συμπαθώ, αλλά – αλλά τον ΛΑΤΡΕΥΩ, λατρεύω τα βουνά του, τα λαγγάδια του, τις πέτρες του, τα χώματα του, που είναι βαμμένα με αίμα Ελληνικό. Λατρεύω το «πανί» του, την σημαία του και όχι σαν κάποιους που την ποδοπατούν και την καίνε, ε τότε, απρόσκλητα δάκρυα γεμίζουν το πρόσωπο από θυμό, διότι και αυτοί είναι Έλληνες, φέρουν τον τίτλο του Έλληνος, που δεν πρέπει και δεν τους αξίζει. Επίσης κάποιοι θέλουν να αποποινικοποιήσουν το κάψιμο της σημαίας. Αυτοί δεν είναι σε θέση να υπερασπισθούν τον τόπο αυτόν, που ακούει στο όνομα ΕΛΛΑΣ με δύο λάμδα. Λατρεύω αυτόν τον τόπο, διότι στάθηκε σαν οδηγός, φάρος φωτεινός, φωτοδότρα γη, για πολλούς άλλους τόπους. ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΦΥΓΩ.
Θα μείνω για πάντα, αιώνιος εραστής, του τόπου αυτού, με όλες τις ατέλειές του.