Τρίτη, 7 Μαΐου 2024, 7:19:40 πμ
Παρασκευή, 21 Ιουλίου 2023 21:07

Οι θερινοί κινηματογράφοι του Κιλκίς (Μέρος ΙΙΙ)

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης, τοπογράφος, συγγραφέας.

Στα χρόνια του Εμφυλίου ο κινηματογράφος των αδελφών Σταμπουλή εξακολουθούσε να είναι ο μοναδικός στην πόλη μας. Την περίοδο αυτή, όπως έγραφε το περιοδικό ΕΚΡΑΝ στις 15-10-1947, στην Ελλάδα υπήρχαν 179 χειμερινοί κινηματογράφοι που λειτουργούσαν επί 7 μήνες και 223 καλοκαιρινοί που άνοιγαν επί 5 μήνες. Όσο για τις ταινίες 82% ήταν αμερικάνικες και μόνο 2% ελληνικές.

 

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τις αρχές του 1960 τα πράγματα άλλαξαν άρδην καθώς το φιλοθεάμον κοινό άρχισε να στρέφεται στις ελληνικές ταινίες, με το μελόδραμα και τη φαρσοκωμωδία να αρθρώνουν τους δύο βασικούς άξονες του ελληνικού κινηματογράφου. Ο κόσμος συνωστίζονταν στις σκοτεινές αίθουσες για παρακολουθήσει δακρύβρεχτες ελληνικές ταινίες με μανάδες που κουβαλούσαν το σταυρό του πόνου, με εγκαταλειμμένα ορφανά που έχασαν τη μανούλα τους στην Κατοχή και βιοπορίζονταν σαν λούστροι, με παραστρατημένες παρθένες και απατημένους γηραλέους συζύγους, με τυφλούς που έβρισκαν το φως τους μετά από πολύωρες εγχειρήσεις και γενικά με όσους τραβούσαν ένα Γολγοθά μέχρι να δικαιωθούν στο τέλος μ’ έναν καλό γάμο. Ο κινηματογράφος, αυτή η βιομηχανία ονείρων, άρχισε να κερδίζει ολοένα περισσότερο έδαφος και οι κινηματογραφικές αίθουσες να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια σε όλες τις ελληνικές πόλεις και στη δική μας.

Έτσι το 1958 ο Δημήτρης Λαμπρόπουλος ίδρυσε το «ΚΟΛΟΣΑΙΟΝ», στην αρχή της 21ης Ιουνίου στον αρ. 39, χειριζόμενος τη μηχανή προβολής ο ίδιος. Το 1974 όλη η «μαθητιώσα νεολαία» του Κιλκίς, κατόπιν εντολής του Υπουργείου Παιδείας, παρακολούθησε εκεί την ταινία «Παύλος Μελάς» του Φίλιππα Φυλακτού.

Το 1961 ο Ευριπίδης Τσομπανόπουλος και Δημοσθένης Τουλέκης με καταγωγή από το Σιδηρόκαστρο ίδρυσαν τον «ΑΒΕΡΩΦ» στην οδό Σπάρτης, που ήταν αρχικά θερινός, αφού περικλείονταν μόνο από τοίχους χωρίς σκεπή. Το σινέ Αβέρωφ, που μάλλον πήρε το όνομα του από το ξενοδοχείο στο όμορο οικόπεδο, έζησε στιγμές δόξας με την πλατεία και τον εξώστη να γεμίζουν πολλές φορές ασφυκτικά σε σημείο που να μην πέφτει καρφίτσα. Στην πρεμιέρα της ταινίας «Μελωδία της ευτυχίας» η δεσποινίς Ειρήνη ρωτούσε εναγωνίως τον ταμία αν υπήρχε κενή θέση, ενώ στη «Δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά» με τη Βουγιουκλάκη και τον Παπαμιχαήλ η χωρητικότητας 490 θεατών αίθουσα είχε πάνω από 700. Το 1976 πέρασε εξ ολοκλήρου στα χέρα του Ιπποκράτη Παπαβραμίδη μέχρι να κλείσει το 1990, μια εποχή που η μικρή οθόνη άρχισε να παραγκωνίζει τη μεγάλη και η κοινωνικότητα του σινεμά να παραχωρεί τη θέση της στη μοναξιά του καναπέ.

Το 1962 οι αδελφοί Ιωσήφ και Γαβριήλ Ποζίδης ίδρυσαν τον «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ» που λειτούργησε μέχρι το 1973. Η πρώτη ταινία που έπαιξε ο «σινεμάς του Τσάρκαλη», όπως τον αποκαλούσαν, ήταν το «Μάνα γιατί με γέννησες» και η δεύτερη το «Κλάψε φτωχή μου καρδιά», με την αίθουσα να μεταβάλλεται σε ωκεανό δακρύων.

Το 1962 ο Επαμεινώνδας Σταμπουλής ίδρυσε την «ΈΛΛΗ» στο οικόπεδο που το 1972 χτίστηκε ο τελευταίος κινηματογράφος του Κιλκίς το «ΑΣΤΡΟΝ». Η «ΕΛΛΗ» λειτούργησε ένα χρόνο μαζί με τον ΟΡΦΕΑ και μετά έμεινε ο μοναδικός θερινός κινηματογράφος της πόλης μας. Μηχανικός προβολής ήταν ο Χαρίλαος Σταμπουλής, ο Χαριλάκης όπως τον αποκαλούσαν, και κλακαδόρος ο Ιπποκράτης Παπαβραμίδης που «έριχνε γράμματα» διαβάζοντας τα χείλη των ηθοποιών. Κάποιες φορές μπερδεύονταν οι υπότιτλοι ή απομακρύνονταν τα «κάρβουνα» και μαύριζε η οθόνη, οπότε οι θεατές διαμαρτύρονταν φωνάζοντας «χασάπη γράμματα» ή «χασάπη κάρβουνο». Ο Ηλίας, ο «άνθρωπος της πόρτας», που έκοβε τα εισιτήρια παρουσία εφοριακού ήταν επιφορτισμένος και με το καθήκον να διώχνει τα παιδιά που για να παρακολουθήσουν λαθραία την ταινία σκαρφάλωναν σαν τον Ταρζάν στο μεγάλο δέντρο που υπήρχε κοντά στην παλιά Εμπορική Τράπεζα.

Η ΕΛΛΗ ήταν ο θερινός κινηματογράφος των εφηβικών μας χρόνων με αστυνομικές ταινίες, σπαγγέτι γουέστερν, καράτε και σπανίως κάποιες ποιοτικές. Έτσι, με τη φωτεινή δέσμη του προβολέα να διαπερνά το σκοτάδι και έχοντας το βλέμμα μας στην οθόνη αλλά ρίχνοντας και κλεφτές ματιές που και που προς τη μεριά που καθόταν το κορίτσι που μας ενδιέφερε, περάσαμε την εφηβεία μας στο Κιλκίς. Κάποιοι συνομήλικοι μας που μπορεί να μην είχαν δει την εμβληματική θεατρική κωμωδία του Ντάριο Φο «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» αλλά την εφάρμοζαν στην πράξη, καλυπτόμενοι από το σκοτάδι πηδούσαν σαν τους κομάντος κρυφά από τα χαμηλά σπιτάκια και τη συρματοπερίφραξη στο βόρειο μέρος του οικοπέδου και ανακατεύονταν με τους θεατές που είχαν κόψει εισιτήριο. Όλα αυτά βέβαια με φόβο ψυχής γιατί εκτός από τους αιθουσάρχες καραδοκούσαν και αστυνομικοί να τους συλλάβουν για την παράνομη είσοδο. Κάποιοι άλλοι προτιμούσαν ν’ ανέβουν στο απέναντι γιαπί αλλά κι αυτό εμπεριείχε στοιχεία του vivere pericolosamente, όπως λένε οι Ιταλοί για το ζην επικινδύνως. Κάποιος μάλιστα είχε πέσει από το δεύτερο όρο της νεοανεγειρόμενης οικοδομής στην Εθνικής Αντίστασης χωρίς να πάθει απολύτως τίποτε, ούτε μια γρατζουνιά, πράγμα απολύτως φυσιολογικό για τα παιδιά της «Κιολαλίας» που ήταν τα πλέον σκληροτράχηλα. Περιττό να θυμίσω ότι μετά το τέλος της προβολής ένα παχύ στρώμα από τα τσόφλια των ηλιόσπορων που αγοράζαμε από τον «Κουτσούλη» ανακατεμένα με τις γόπες από τα τσιγάρα που καπνίζαμε αρειμανίως κάλυπταν το δάπεδο και οι αιθουσάρχες χρησιμοποιούσαν δυο μεγάλα ανοξείδωτα καζάνια για να τα μαζέψουν.

Στην ΕΛΛΗ γίνονταν και οι προβολές της Κινηματογραφικής Λέσχης Κιλκίς που συστάθηκε το 1981 και πρώτη ταινία την θεωρούμενη από πολλούς ως καλύτερη όλων των εποχών τον «Πολίτη Κέιν» του Όρσον Γουέλς, με τον πρόεδρο της τον Δημήτρη Ζωηρό να την προλογίζει. Και μιας και αναφέρθηκα στον αξέχαστο φίλο μου ας εκμυστηρευτώ και ένα προσωπικό περιστατικό. Σε μια από τις συχνές επισκέψεις στο δισκάδικο του, του είπα ότι το προηγούμενο βράδυ είχα παρακολουθήσει ταινία «πριβέ» στο ΑΣΤΡΟΝ, καθώς οι μόνοι θεατές στην αίθουσα ήμασταν εγώ και ο μεγάλος μου γιος. Θυμάμαι μάλιστα και την ταινία, ήταν «Ο ράφτης του Παναμά». Ο Τάκης γέλασε κάτω από τα μουστάκια του και μου είπε με μια δόση πικρίας: «Τουλάχιστον εσύ είχες και παρέα. Εγώ ξέρεις πόσες φορές έχω παρακολουθήσει ταινία εντελώς μόνος μου;». Έτσι ήταν ο Τάκης. Δεν παραδέχθηκε ποτέ την ήττα του σινεμά, που τόσο αγαπούσε από μικρό παιδί. Ακόμα κι όταν ο τελευταίος εναπομείνας κινηματογράφος στην πόλη ετοιμαζόταν να ρίξει τίτλους τέλους ελλείψει θεατών, αυτός στη θέση του παρέμενε σαν τον καπετάνιο που τελευταίος εγκαταλείπει το καράβι που πρόκειται να βυθιστεί. Κι έμενε εκεί έστω και μόνος του γιατί «έβλεπε πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσει», όπως λέει το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη.

Περισσότερα άρθρα και φωτογραφίες στην ιστοσελίδα και στο fb του τεχνικού γραφείου K4station.