Δευτέρα, 29 Απριλίου 2024, 7:10:57 μμ
Τρίτη, 05 Μαρτίου 2024 20:03

Όμορφα χρόνια στο Δροσάτο: Από το καφενείο του Αλέκου στον κινηματογράφο του Σωτήρη

Γράφει ο Τάσος Γιοβανούδης.

Νεαρός υπενωμοτάρχης, της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, βρέθηκα να υπηρετώ το 1969 στο Δροσάτο, μετά την αποφοίτησή μου από τη σχολή.

Μου κακοφάνηκε τις πρώτες μέρες, ένοιωσα έξω από τον κόσμο, απομονωμένος, κυρίως λόγω των ανύπαρκτων δρόμων  και συγκοινωνίας.

 

Σύντομα όμως, σχεδόν από τις πρώτες μέρες, προσαρμόσθηκα και έγινα μέλος της κοινωνίας του χωριού.

Πολλές οι ιστορίες στις παρέες, πού αλλού, στα καφενεία, που ήταν τότε και ταβέρνες, ακόμη και μικρά παντοπωλεία.

Ένα ανοιξιάτικο πρωινό του 1970, αγουροξυπνημένοι από το βραδινό γλέντι σε πάρτι στα Αμάραντα, στου Κίμωνα το καφενείο, κατά τις δέκα, με το Γιώργο το συνάδελφο και γραμματέα του Αστυνομικού Τμήματος, καθίσαμε για καφέ στη σκιά του δένδρου, στο διπλανό καφενείο από την αστυνομία,  του Αλέκου του Τερζενίδη.

Ως συνήθως, ο Αλέκος έδωσε εντολή στην Κοκκόνα, γιατί μόνο εντολές έδινε και μας έφερε τους καλοψημένους μέτριους, με το παγωμένο νερό. Το στόμα μας ήταν πικρό, από το βραδινό γλέντι, γι’ αυτό ζητήσαμε αν έχει κάτι να τσιμπήσουμε για πρωινό. Και πάλι η αεικίνητη Κοκκόνα ετοίμασε δυο χορταστικά σάντουιτς με μπόλικη μορταδέλα και τυρί.

Παίχτης πραγματικός ο Αλέκος, σαν γνήσιος καφετζής, έφερε το τάβλι για ένα μάρς με το Γιώργο. Είχαν διαφορές από την συνάντηση της προηγούμενης ημέρας.

Ξεκίνησε το τάβλι, άρχισαν τα πειράγματα, έσκαγαν  με θόρυβο τα ζάρια και τα πούλια, έχανε ο Αλέκος και σε λίγο η Κοκκόνα έφερε τα πρώτα ούζα. Συνεχίσθηκε ακόμη για λίγο το παιχνίδι, σχόλασε η εκκλησία, περίσσεψαν τα πειράγματα, χαιρετούσαν οι περαστικοί, ήλθαν φίλοι, κόλλησαν στο τάβλι και τα ούζα, άλλαξαν τα ζευγάρια και η παρέα μεγάλωσε. Σερβίρισε η Κοκκόνα, ότι είχε και δεν είχε στο μαγαζί, ακόμη και το Κυριακάτικο σπιτικό της φαγητό, κοτόπουλο λεμονάτο με πατάτες, ούτε για τα παιδιά της, το Νίκο και τον  Κώστα, δεν περίσσεψε.

Μερικοί, από την μεγάλη παρέα που στήθηκε, έφυγαν για τα σπίτια τους, τα ούζα όμως που κατανάλωσαν όσοι έμειναν έφεραν ευθυμία, έπαιζε το τζουκ μποξ τραγούδια, δεν στήθηκε χορός, αλλά το γλέντι συνεχίσθηκε.  

Η Κοκκόνα βερμούτ, το ποτό της εποχής, αφού πλέον ήταν όλοι φαγωμένοι. Στην αρχή σε ποτήρια σωλήνα, με στραγάλια και αλμυρά φιστίκια και στη συνέχεια ολόκληρα μπουκάλια, μέχρι που τελείωσαν και τα μπουκάλια από το ράφι.

  • Τέλος, είπε κουρασμένη και αγανακτισμένη η Κοκκόνα, δεν έχει άλλο.

Και πάλι η εντολή του αφέντη.

  • Φέρε από του Περτσινίδη, ήταν το Παντοπωλείο, ακριβώς απέναντι.

Όταν άρχισε να σουρουπώνει στην παρέα έμειναν, ο Αλέκος, ο Γιώργος, ο Σωτήρης, ο Γιώργος ο Λουνής, ο Ηρακλής, ο Θανάσης ο Φαμπρίκης, ο Αραμπατζής, ο Χαβενετίδης (δεν θυμούμαι το όνομά του), ο Μακάριος, ο Θεόφιλος, ο μπάρμπα Ιωσήφ ο Παναγιωτίδης, τρεις τέσσερις ακόμη και η αφεντιά μου βέβαια.

Ο Σωτήρης έπρεπε να λειτουργήσει τον κινηματογράφο, ΕΛΕΝΑ τον ονόμασε, που είχε στην αυλή του σπιτιού. Περίμενε πολύ κόσμο γιατί πρωταγωνιστής της ταινίας ήταν το παιδί του λαού, ο Νίκος Ξανθόπουλος, γι’ αυτό σηκώθηκε να φύγει.

Τότε κάποιος πρότεινε να πάμε όλοι μαζί στον κινηματογράφο, με τον όρο να μη φύγει κανείς. Δεν χρειαζόταν και πολύ, συμφώνησε στο σύνολο η παρέα και με αργά βήματα, γέλια και καλαμπούρια, η παρέα προσπαθώντας να αποφύγει τις κατά φαντασία λακκούβες που έβλεπε στο δρόμο το θολωμένο μυαλό, υπό τα χολιασμένα βλέμματα των άλλων καφετζήδων, της Λίνως, του Παντελή και του Μουστάκα, έφθασε με θόρυβο στον κινηματογράφο, πήρε με φασαρία τις θέσεις της, ενόχλησε τους άλλους θεατές, αλλά, ω!!!! του θαύματος, μόλις άρχισε η ταινία όλοι ηρέμισαν.

Στο διάλειμμα, κάποιοι κουνήθηκαν, αλλά δεν ξύπνησαν. Το ροχαλητό τους ήταν υποφερτό. Στο τέλος της ταινίας, μερικοί σηκώθηκαν να φύγουν αγουροξυπνημένοι και άλλοι, μετά από αρκετό σκούντημα.

Έτσι όλοι ανέκτησαν δυνάμεις και έφυγαν για τα σπίτια, με βαρύ κεφάλι και λαφριά καρδιά.

Την επόμενη μέρα, όταν ο Αλέκος είχε γυρισμένη την πλάτη, η Κοκκόνα κοιτώντας προς το μέρος μας κουνούσε με νόημα το κεφάλι της, η Αγγέλη τρόμαξε να ξυπνήσει τον Θανάση για το φούρνο και για τον ήσυχο μπάρμπα Ιωσήφ, που ποτέ δεν χανόταν τόσες ώρες από το σπίτι, μάθαμε ότι πήραν το δρόμο ψάχνοντάς τον τα παιδιά του, η Τασούλα, ο Παναγιώτης και ο Νάσος.

Τώρα βέβαια θα μου πείτε, «Εσύ πώς τα θυμάσαι;».

Πάντα θυμούμαι τη συμβουλή του παππού μου του Ηλία, ήταν καλός οινοπαραγωγός και μερακλής πότης.

  • Μην κοιτάς εμένα, έλεγε, εσύ να πίνεις λίγο για να μη χαλαστείς κι αν πιείς παραπάνω, να πίνεις μόνο από το ίδιο το πιοτό, μην ανακατώνεις τα πιοτά. Να αποφεύγεις τα γλυκόπιοτα, κονιάκια, βερμούτια, λυκέρια και τα γλυκά κρασιά.

Έτσι εγώ σταμάτησα νωρίς, στα τρία ούζα, κρυφά και πονηρά από την επίμονη παρέα, γι΄ αυτό τα θυμάμαι όλα, σα νάταν χθες.

Άλλωστε, αν έπινα και εγώ κάνα ποτήρι παραπάνω, ποιος θα σας μετέφερε μνήμες εκείνης της εποχής, να τις ξαναθυμηθούν οι παλιοί και να τις μάθουν οι νεότεροι;

Ήταν μια αξέχαστη μέρα για όλους μας, μια όαση για την μικρή μας κοινωνία του Δροσάτου, χωρίς προγραμματισμό, με αυθόρμητη συμμετοχή και απρόβλεπτη εξέλιξη.

Δεν ήταν η πρώτη, αλλά σίγουρα δεν ήταν και η τελευταία, από τις θαυμάσιες εκείνες παρέες που έτυχε να παραβρίσκομαι, στο Δροσάτο εκείνης της εποχής.

Μόνο που εκείνη την ημέρα δεν πρόλαβε να φέρει το βιολί του ο Μακάριος, όπως έκανε κάποια άλλη βραδιά, παίζοντας, έστω και με μία χορδή που έμεινε στο τέλος, με μεράκι και μπρίο, το ποντιακό σουξέ της εποχής, «Σ΄ ένα γεφυρόπον έμορφον κορτσόπον……..».

 

Σημείωση: Οι φωτογραφίες είναι από τον εορτασμό του Πάσχα 1970, (26-4-1070) στην αστυνομία Δροσάτου, όταν στεγαζόταν στην οικία του Ιωσήφ Παναγιωτίδη.  Φωτογραφικό αρχείο Κώστα Τερζενίδη.