Σάββατο, 27 Απριλίου 2024, 4:02:34 πμ
Σάββατο, 27 Ιανουαρίου 2018 15:35

Το τάμαν και το χρέος

Του Αναστάσιου
Αμανατίδη.

 

Ήταν μια ζεστή ημέρα στα μέσα Ιουνίου του 1987. Αραιή η κίνηση στους δρόμους, που αποτυπώνονταν με την μικρή κίνηση στο ιατρείο, στο επί της οδού Γ. Καπέτα 14, αυτού με τις πολλές σκάλες. Οι περισσότεροι μάλλον απέδρασαν στα ορεινά ή στις παραλίες, για λίγη δροσιά, κάτι που υπολόγιζα να κάνω και εγώ, μόλις αποτελείωνα από ενωρίς το ιατρείο. Όμως το τηλέφωνο 22189, από τα χρήσιμα τηλέφωνα του Κιλκίς, μου χαλάει τα σχέδια…  
Έλα Τάσο, ο διατρόν(ο γιατρός) ο Τάσον ο Αμανατίδης είσαι;


   Ναι, εγώ είμαι, πέει ’με ντο θέλ’ς …(πες μου τι θέλεις)
   Μία τραχειά γυναικεία ποντιακή φωνή με καλούσε από την άλλη άκρη του σύρματος…
   Έλα μίαν αδά σο Μελάνθιον, αβούτος ο γέρον ο μπάρπα Αβράμ’ς ο Μετεντζίδης, ο γειτονάς, κάτ’ έπαθεν, ξάϊ καλά ’κι έν’, …πάει και στέκ!... Επήρα τον κ’  επήγα ολίγον ζεστόν γάλαν και είδα τον ρουσμένον πεϊχούτια (σε  λήθαργο)… Έρθα κι επέμ’ να…Έλα αγλήγορα διατρέ… (Γιατρέ έλα στο Μελάνθιο, γιατί αυτός ο γείτονας Αβραάμ Μετεντζίδης, κάτι έπαθε, δεν τον βλέπω καλά… ζει δεν ζει…Πήγα να του δώσω για ρόφημα λίγο ζεστό γάλα και τον είδα σε λήθαργο… Τρόμαξα πολύ… Κάνε λίγο γρήγορα γιατρέ…)
   Επιτάχυνα την εξέταση των υπολοίπων, ενώ το τηλέφωνο υπενθύμιζε,
   Ακόμαν κι εχπάστες διατρέ;  (Ακόμη δεν ξεκίνησες γιατρέ;… ή ακόμη εκεί είσαι;)
   Ο δρόμος για το Μελάνθιο κάπου 25 χιλιόμετρα, ανατολικά, ανηφορικός, ο μισός χωμάτινος (τότε) με μπόλικη σκόνη, καταβροχθίστηκε σε λίγα λεπτά της ώρας από την καινούργια ασημί BMV, που διέθετα τότε.
   Αδά, αδά, αδακά σ’ αβούτο το υψηλόν τ’ οσπίτ, αφκά σο υπόγειον κείται ο άχαρον… άκουσα τη γνωστή από το τηλέφωνο φωνή, όταν έμπαινα στο χωριό, να μου καλεί από μακριά η γειτόνισσα που  περίμενε με αγωνία.
    Μπαίνοντας στο δροσερό ισόγειο του διώροφου πλίθινου ασοβάντιστου χωριάτικου σπιτιού της δεκαετίας του ’50, αντίκρισα έναν αδύνατο μαυριδερό γεράκο, πεσμένο μπρούμυτα σε ένα ντιβάνι, μοναδικό έπιπλο του χώρου, σκεπασμένο με μια από εκείνες τις παλιές χακί χοντρές χλαίνες του στρατού, που τις έδιναν και στα ΤΕΑ των χωριών κάποτε.  
   Καθώς έμαθα, ο γέρος έχασε τη γριά του πριν από χρόνια και τα δυο παντρεμένα παιδιά του το ένα ζούσε στη Θεσσαλονίκη και το άλλο στη Γερμανία.
   Μας υποδέχθηκε μια γατούλα, που έγλειφε με την άνεσή της γάλα προορισμένο από την καλή γειτόνισσα για τον άρρωστο Αβραάμ, χυμένο μάλλον από την ίδια τη γάτα, σε μια μικρή λιμνούλα του ανώμαλου χωμάτινου δαπέδου.
   Έσκυψα, ως πρώτη κίνηση και έπιασα το σφυγμό του γέρου στον καρπό.  Βρήκα το χέρι να ζεματάει στον πυρετό. Ο πυρετός απομάκρυνε κατ’ αρχήν την σκέψη για εγκεφαλικό και καρδιακό επεισόδιο και βιαστικά αποφάνθηκα.
   Εμπύρετη συνδρομή !
   Γύρισα στην καλή γειτόνισσα και συνέχισα δυνατά, περισσότερο για να ακούσει ο γέρος…
   Τιδέν ’κι έν! Εχπάραξέ μασε, ο γέρων. Θα γράφτω και παίρ’ τα φάρμακα τ’ και θα (γ)ίνεται καλά! (Δεν βλέπω να είναι κάτι το σοβαρό! Μας τρόμαξε ο γέρος! Θα γράψω να πάρει φάρμακα και θα ‘πάει’ καλά!)
    Άκουσε ο γέρος με ικανοποίηση την αρχική διάγνωση, και άνοιξε τα μάτια. Τον κάθισα στο ντιβάνι του και αφού ολοκληρώθηκε η εξέταση, ξεθάρρεψε περισσότερο και στο τέλος προχώρησε παρά πέρα ρωτώντας για την αμοιβή μου.
  Εεε, ατώρα ντο θα παίρ’τς μας διατρέ ; (Εεε, τι θα μας πάρεις τώρα γιατρέ;)     
  Ήντιαν θέλ’ς δος’ με, τάη Άβραμ, (Ό, τι θέλεις δώσε με, θείο Αβραάμ) απάντησα αβίαστα!
    Ο γέρος, όχι πως δεν του άρεσε, αλλά αφού βεβαιώθηκε, ότι δεν πολυκαιγόμουν για την αμοιβή μου, πήρε ύφος σοβαρό και είπε συμβουλευτικά:
    Κάτ’ θα λέγω σε και να έεις ατο απ’ εμέν! Ατόν τον λόγον άλλο να μην λές ατο, γιατί εγώ μίαν είπα το και επουσμάνεψα, γιατί απ’ ατότε κι αν, αναμένω…
   (Να σε πω κάτι, γιατρέ και να το έχεις από εμένα! Αυτήν την κουβέντα δε θέλω να την ξαναπείς, γιατί εγώ μια φορά την είπα και μετάνοιωσα, γιατί από τότε που είπα, δώσε ότι θέλεις, αναμένω!).
   Άρχισε να μου διηγείται, πως κάποτε στην πατρίδα στον Πόντο, 17χρονο παλληκάρι, στις πολύ ταραγμένες εποχές, ένα χρόνο πριν τον ξεριζωμό, το 1921, συμμετείχε, ως κοντοχωριανός,  σε ομάδα αναζήτησης χαμένης ετοιμόγεννης αγελάδας της μακαρίτισσας γιαγιάς μου (καλομάνας) Βαρβάρας, μητέρας του πατέρα μου Τήμου. Συνηθισμένο φαινόμενο να ξεμείνει στο ύπαιθρο ένα ζώο, με ορατό τον κίνδυνο να πέσει βορά των λύκων, αλλά και η ζωοκλοπή ανθούσε τα χρόνια εκείνα, σε όλη την Τουρκία και ο κίνδυνος να μείνει η επταμελής οικογένεια της καλομάνας χωρίς το γάλα της βασικής διατροφής, ήταν μεγάλος. Η δυναμική γραία υποσχέθηκε γερό μπαξίσι στον ευρόντα.  
   Η τύχη έφερε μετά τριήμερο κοπιαστικής αναζήτησης τα βήματα του Αβραάμ στη φωλιά της γεννημένης πλέον αγελάδας μέσα σε συστάδα δένδρων.
  Αποφασίσθηκε με προσταγή της καλομάνας Βαρβάρας να πάρει στους εφηβικούς ώμους του ο σημερινός ασθενής μου το ‘λιανό’ βυζανιάρικο  μοσχάρι, κάτι που το δέχθηκε με την κρυφή ελπίδα, της επί πλέον αμοιβής. Μπρος αυτός και πίσω η αγελάδα, έφθασαν στο χωριό θριαμβευτές, ως εκτελέσαντες με επιτυχία την αποστολή τους. Φανερά ικανοποιημένη η γριά Βαρβάρα έκανε την ανοιχτοχέρα, παρ’ όλη την φτώχια της.
  …Έει ατώρα ντο θα δίγω σε Άβραμ, είπε με η καλομάνα σ’ (Τι θα σε δώσω τώρα Αβραάμ;)   
  …Ήντιαν θέλτς δος με, θεία, είπα τεν με κατηβασμένον το κιφάλ. (Ό,τι θέλεις δώσε με, απάντησα συνεσταλμένα)
  Θα εφτάω σε έναν καμίσ! (Θα σε δωρίσω ένα πουκάμισο).
  Έταξε με το καμίσ η αντράγουρος Βαρβάρα και εδέ(β)ασε με πλαν…(Μου έταξε ένα πουκάμισο η δυναμική Βαρβάρα και με έστειλε από εκεί που ήρθα…)
   Απ’ ατότε κι αν’ αναμένω να δί’ με το καμίσ. Καμίσ’  αν είδα, καμίσ’ να (γ)ίνουμαι. (Από τότε αναμένω το πουκάμισο. Πουκάμισο αν είδα, πουκάμισο να γίνω!...), συμπλήρωσε με κάποιο παράπονο ο γέρος ασθενής μας Αβραάμ από το Μελάνθιο Κιλκίς πλέον.           
    Έπιασα το υπονοούμενο ως εγγονός, αν και δεν γνώρισα ποτέ την γιαγιά Βαρβάρα, που πέθανε και θάφτηκε στον οικισμό Τσιφλίκ μαχαλά (Λαγκαδοχώρι) κάπου στα Κρούσια το 1924, και αβίαστα πρότεινα στον γέρο.
    Τάη Άβραάμ, ας σαεύουμε την επίσκεψή μ’ ση καμισί την οδόν. (Θείο Αβραάμ ας υπολογίσουμε, ας συμψηφίσουμε την επίσκεψη έναντι του υποκάμισου!)
    (Γ)’ίνεται! Ας λογαριάζουμα και πατσίζουμε κι άλλο κι αναμένω την εξόφληση, …να εν’ εσ’χωρεμέντσα*… (Συμφωνώ, ας γίνει έτσι να πατσίσουμε και να παύσω να αναμένω… Να είναι πλέον οριστικά συγχωρημένη…)
   Ήταν, χωρίς αναμονή, η απάντηση του γεράκου μας, που ζωντάνεψε τώρα  κανονικά, μιας και πείσθηκε πως η αδιαθεσία του θα είναι περαστική και επί πλέον, με το προ εβδομήντα χρόνων τάμα της ‘ασυγχώρητης’ καλομάνας του Τάσου στην Γιάτζιουλου της ορεινής Ορντού του Πόντου, εξοφλούμενο στο Μελάνθιο Κιλκίς, του βγαίνει η κατ’ οίκον ιατρική επίσκεψη στο χωριό εντελώς δωρεάν και χωρίς υποχρέωση!
   Η ιστορία, όπως αντιλαμβάνεσθε, είναι αληθινή. Ομολογώ ότι την εξαφάνιση και ανεύρεση της ετοιμόγεννης αγελάδας την άκουσα πολλές φορές από τον μακαρίτη πατέρα μου, όταν γινόταν αναφορά σε ζωοκλοπές. Το νέο στοιχείο, που προστέθηκε είναι το τάμα της γιαγιάς Βαρβάρας, για το οποίο ήταν τόσο πειστικός ο γέρο- ασθενής, που δεν μου άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης.
  Η ικανοποίηση και στους δυο μας για την εξέλιξη μιας συνήθους ιατρικής επίσκεψης ήταν ανυπόκριτα φανερή.
  Του γέρου Αβραάμ, γιατί στον πολιτισμό των Ελλήνων το τάμα είναι τάμα, εξ ου και η παροιμία ‘μην τάξεις του άγιου κερί και του παιδιού κουλούρι’ (και του πόντιου… καμίσι), αλλά και εμού του γιατρού εγγονού, γιατί με την εξόφληση του χρέους της καλομάνας Βαρβάρας, έστω μετά εβδομήντα χρόνια, από την Οθωμανική Τουρκία στην ελεύθερη Ελλάδα, πίστεψα πως έτσι συμβάλλω στην οριστική ανάπαυση της ηρωικής και βασανισμένης, ψυχής της.      
• Να εν’ εσ’χωρεμέντσα: Να είναι συγχωρημένη. Στην ορθόδοξη πίστη των Ποντίων, υπήρχε και υπάρχει η δοξασία, ότι η ψυχή ενός πεθαμένου παραμένει ασυγχώρητη, εάν υφίσταται ανεπίδοτο χρέος. Για δε τους μουσουλμάνους της Ανατολής πίστευαν, ότι εάν ένας που πέθαινε χρωστούσε, επί σαράντα ημέρες γινόταν την νύχτα Χορτλάκ’ς (Βρυκόλακας). Έπαυε δε να βρυκολακιάζει, όταν οι κληρονόμοι συγγενείς εξοφλούσαν τα χρέη του.

Σχετικά το 2008, Μαχητής και Ποντιακή Εστία.
Κιλκίς Ιανουάριος 2018