Κυριακή, 28 Απριλίου 2024, 2:36:46 πμ
Παρασκευή, 24 Νοεμβρίου 2023 10:21

Τσούκνες και πουτούρια του Σιναπλή της Ανατολικής Ρωμυλίας

Το Σιναπλή (Sinapovo) ήταν το τρίτο σε μέγεθος χωριό, από τα δώδεκα, της επαρχίας Καβακλή της Ανατολικής Ρωμυλίας, με 340 οικογένειες και 1800 κατοίκους.

Το 1924, μετά την χάραξη των σημερινών συνόρων, οι κάτοικοί του βρέθηκαν στην ελεύθερη Ελλάδα, τη μάνα πατρίδα. Εγκαταστάθηκαν στη Μεσσούνη Κομοτηνής, στο Πολύκαστρο Κιλκίς, στη Σίνδο Θεσσαλονίκης και σε χωριά της Θεσσαλίας.

Την όμορφη και αυθεντική τους φορεσιά, γυναικεία και ανδρική, θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε και να προτείνουμε τρόπους διάσωσής της.

 

Τσούκνες έλεγαν οι Σιναπλιώτισες τις γυναικείες παραδοσιακές τους φορεσιές. Είχαν την γιορτινή, που τη φορούσαν τις Κυριακές και εορτές και τις πρόχειρες, στην καθημερινότητά τους.

Στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα σταμάτησαν να χρησιμοποιούνται και από τις  τελευταίες γιαγιάδες, αφού πλέον επικράτησε η «Ευρωπαϊκή μόδα».

Έτσι έγιναν μουσειακό είδος, που έβγαινε από το σεντούκι στις σχολικές γιορτές του δημοτικού σχολείου, στα καρναβάλια και πολύ αργότερα, στην αναβίωση των εθίμων των χωριών, υπό την αιγίδα των συλλόγων.   

 Ήταν πραγματικά κοσμήματα τα χειροποίητα-αυτά υφαντά ρούχα, υφασμένα και κεντημένα από την ίδια τη γυναίκα που τα φορούσε, ακολουθώντας την παράδοση,  από τη γιαγιά στην εγγονή.  

Η φορεσιές, αντρικές και γυναικείες ήταν δημιούργημα της οικοτεχνίας κάθε σπιτιού. Οι γυναίκες του σπιτιού έπλεναν το μαλλί, το ανάγραιναν,  το έγνεθαν, το έβαφαν, το ύφαιναν στον αργαλειό, το έστελναν στο ντουλάπι για πήξη και σταθεροποίηση και από τα υφάσματα αυτά (σιαγιάκια) δημιουργούσαν τις τσούκνες και τα πουτούρια.

Τα πχάμσα (πουκάμισα) είχαν την ίδια πορεία ύφανσης, με υλικό το σπιτικό βαμβάκι.  

Ακολουθούσε βέβαια η επιτηδευμένη ραφή και ο πλούσιος στολισμός με διάφορα κεντήματα. Η θεματολογία του κεντήματος ήταν κυρίως από τη φύση, λουλούδια και πουλιά και από τη γεωμετρία, μαίανδροι, τρίγωνα, ρόμβοι, τετράγωνα και άλλα σχήματα, όπου αναδεικνυόταν η ευρηματικότητα και η τέχνη κάθε κοπελιάς.

  

Ο Γιάννης Αλεξίδης στις σελίδες 153, 154, 155, του βιβλίου έρευνας «ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΡΩΜΥΛΙΩΤΩΝ ΜΕΣΣΟΥΝΗΣ-1985», περιγράφει περιληπτικά τις φορεσιές και το στολισμό των γυναικών ως εξής:

  τττφβττφβ

Οι γυναίκες φορούσαν:

Στο κεφάλι:

1. Μισό τσεμπέρι, το οποίο μάζευαν, το δίπλωναν κατάλληλα στην αρχή και το έδεναν πίσω, όπου σούρωνε λίγο. 2. Τσεμπέρι ολόκληρο, που είχε και κρόσσια. 3. Στο μέτωπο φορούσαν δυο σειρές φλουριά, από 15 η κάθε σειρά και στη μέση των δύο σειρών είχαν το μαχμουντέλ(ι)-γιουρντάν(ι). 4. Πίσω και επάνω από το τσεμπέρι, για να μη γλιστράει, τοποθετούσαν μια μεγάλη καρφίτσα, το «σινοβέουνου», που ήταν ασημένια με αλυσίδες γύρω γύρω. 5. Έπλεκαν τα μαλλιά κόσες (κοτσίδες) και τις στόλιζαν με πούλιες και άλλα στολίδια.

Στο σώμα:

1. Πχάμσου (πουκάμισο). Ήταν από πανί βαμβακερό που το ύφαιναν στον αργαλειό. Ο ποδόγυρος του πχάμσου ήταν βαμμένος μπλε και κεντημένος με διάφορα σχέδια. Τα μανίκια ήταν και αυτά χρώματος μπλε κεντημένα σε σχήμα «μέρτζα», όπως το ονόμαζαν. 2. Τσούκνα. Γινόταν από μάλλινο υφαντό ύφασμα, που το ντουλάπιαζαν (για να βγει το χνούδι), το έβαφαν και το έκαναν ψιλές ψιλές σούρες (πλισέ). Το κεντούσαν κάτω στον ποδόγυρο και στο στήθος έκαμναν τον «κόρφο», με όμορφα σχέδια 3. Ζωνάρι, υφαντό μάλλινο για τη μέση.

4. Πιστήρκα. Μάλλινο υφαντό με σχέδια στον αργαλειό που τα έλεγαν «τριπτές». 5. Ασημόζωνα. Τη φορούσαν πάνω από την πιστήρκα και το ζωνάρι και έμοιαζε με ασημένια κλειδιά. 6. Γιλέκο και αυτό από μάλλινο υφαντό. 7. Γούνα. Πετσί (δέρμα) από μέσα και λίγο από έξω στις άκρες. Μακρόγουνα την έλεγαν και τη φορούσαν συνήθως οι νιόπαντρες και οι αρραβωνιασμένης. 8. Στο λαιμό κρεμούσαν ντούμλες (χρυσά νομίσματα), φλουριά και στα αυτιά χρυσά σκουλαρίκια.

Στα πόδια φορούσαν:

τττττφβ.jpgττττφβ

1. Τσιαράπια που τα έπλεκαν στο χέρι με μάλλινο νήμα.

2. Κουντούρις, (παπούτσια) σε σχέδιο γόβας από χονδρό δέρμα.

   Οι άνδρες φορούσαν:

Στο κεφάλι:

1.Καλπάκι (είδος φεσιού) ή καπέλο (κασκέτο).

Στο σώμα:

1.Πχάμσου από βαμβακερό άσπρο υφαντό ύφασμα. Είχε κεντημένο παπαδίστικο γιακά και κεντημένες τις άκρες των μανικιών.  2. Πουτούρια (παντελόνι) σε καφετί (μπόζαβο) ή μαύρο χρώμα από υφαντό μάλλινο νήμα (σαγιάκι). 3. Γυλέκο που ήταν υφαντό μάλλινο ή τσιπούνι  που ήταν γούνινο.  4. Ζωνάρι μάλλινο υφαντό για τη μέση. 5. Ιαμπουρλούκ(ι), η μάλλινη κάπα με κουκούλα για τον τσομπάνο. 6. Μακρόγουνα με πετσί δέρμα) στο πιο πολύ μέρος.

Στα πόδια:  

1. Τσαρούχια από δέρμα ζώου, συνήθως γουρουνιού. Για επίσημα φορούσαν πέτσινα γεμενιά και κουντούρες (παπούτσια) 2. Μπιάλια, μάλλινο λευκό ύφασμα που τύλιγαν το κάθε πόδι από το γόνατο στον  αστράγαλο και κατέληγε στα δάχτυλα.  

Στο βιβλίο του Μιλτιάδη Λουλουδόπουλου, ΑΝΕΚΔΟΤΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ, του έτους 1903 που εκδόθηκε στη Βάρνα, γράφει ότι ο διευθυντής της σχολής του Σιναπλή, Στ. Αγγελίδης, τον πληροφόρησε ανάμεσα στα άλλα, ότι «η ενδυμασία των Σιναπλιωτών είναι περίπου η ίδια με αυτή των Καβακλιωτών».  

Στο ίδιο βιβλίο στο κεφάλαιο, ΠΕΡΙ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΛΥΜΜΑΤΟΣ, στις σελίδες 149 και 150, αναφέρει ενδιαφέροντα στοιχεία για τις φορεσιές της περιοχής Καβακλή, με ιδιαίτερη αναφορά στη μεγάλη αλλαγή μετά το έτος 1850.

Στο παραπάνω βιβλίο, από τη σελίδα 199 και μετά, έχει ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΤΩΝ ΦΙΛΟΜΟΥΣΩΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΩΝ, όπου ανάμεσα στις προσωπικότητες-συνδρομητές από τον Πύργο, στη σελίδα 202 περιλαμβάνεται και το όνομα του νεαρού τότε μέγιστου Ανατολικορουμελιώτη Θράκα ποιητή Κωνσταντίνου Ι. Βάρναλη.

Επιπλέον στη σελίδα 206 περιέχονται και Οι εν Καβακλή συνδρομητές που βεβαίως ήταν και σεβαστές προσωπικότητες:

Μαρίνος Ι. Βαφειάδης, Χρ. Ν. Παπάζογλου, Αδελφοί Βλαϊκίδαι, Αδελφοί Μ. Βαφειάδαι, Αντ. Τζιοβάρας δάσκαλος, Δημ. Λαζαρίδης, Ν. Ζαρίφης δάσκαλος, Ι.Ηλιάδης, Β. Γ. Τζοβαρόπουλος, Α. Ι. Λοντούδης, Ν. Μ. Σιανούδης, Χ. Αστεριάδης, Β.Δημητρίου, Αδελφοί Χατζηπέτρου, Γ. Π. Χυχαμίδης, Χρ. Δ. Παρασκευούδης, Χρ.Χρ.Τσιτσινιάδης, Δ. Χρ. Γκορούδης, Ιωάννης Α. Ιωαννίδης, Μόσχος Δ. Μοσχούδης.

  ττττττφβ.jpgτττττττφβ.jpg

Θυμάμαι, σα να ήταν χθες, περίπου το 1960, τα σπίτια του χωριού δέχονταν τακτικά επισκέψεις από κάτι παράξενους τύπους, που δήθεν πρόσφεραν σοβαρό αντίτιμο για την παραχώρηση της (άχρηστης) τσούκνας, με όλα τα παρελκόμενα (πουκάμισα, πιστίρκες, ζωνάρια, μαντήλες κλπ).

Τότε και η μάνα μας, όπως πολλές γυναίκες, έδωσε τη νυφιάτικη τσούκνα της και την καλή (γιορτινή) τσούκνα της μπάμπως μας, με αντάλλαγμα λίγα μέτρα πράσινο ύφασμα, χείριστης ποιότητας. Έτσι  χάθηκε αυτός ο οικογενειακός μας θησαυρός.

Ευτυχώς μερικές οικογένειες δεν τις ξεπούλησαν ή δεν πέταξαν στα σκουπίδια τις παραδοσιακές αυτές φορεσιές και σώθηκαν σε κάποια σεντούκια τα απαράμιλλα αυτά κειμήλια. 

Όσο ακόμη υπάρχουν γυναίκες που γνωρίζουν τις τσούκνες και τις φόρεσαν, καλό θα είναι να καταγραφούν με λεπτομερείς φωτογραφίσεις και λεπτομερείς γραπτές αναφορές οι ονομασίες των επί μέρους κομματιών.

Τη φωτογράφηση και παρουσίαση σε έκθεση πιστεύουμε ότι μπορεί να αναλάβει κάποια φωτογραφική ομάδα, στα πλαίσια και των δικών της δραστηριοτήτων.

Ο καλύτερος τρόπος για την ολοκληρωμένη μελέτη, παρουσίαση  και διάσωση της Σιναπλιώτικης φορεσιάς, είναι η ανάθεση σε Πανεπιστημιακό φοιτητή/τρια, Μεταπτυχιακής Εργασίας με το παραπάνω θέμα. Απαιτείται η συμπαράσταση των συλλόγων, ώστε με χαρά και υπερηφάνεια να ανοίξουν μπαούλα, να δοθούν πληροφορίες και να παραχωρηθούν συνεντεύξεις, να συγκεντρωθεί φωτογραφικό υλικό και ότι άλλο υπάρχει διαθέσιμο. Έτσι θα καταγραφεί ολοκληρωμένα η αξιόλογη Σιναπλιώτικη φορεσιά, με την καθοδήγηση ειδικών πανεπιστημιακών δασκάλων.

 

Μια μικρή αρχή έγινε με την πολύ ωραία προπτυχιακή εργασία της Μεσσουνιώτισας Ισιδώρας Δραγανίδου, φοιτήτριας το 2017 στο Τμήμα Επιστημών Εκπαίδευσης στην Προσχολική Ηλικία του ΔΠΘ, με τίτλο, Η Σιναπλιώτικη φορεσιά και η διδακτική προσέγγιση στο νηπιαγωγείο.

Παράλληλα καλό θα είναι να συγκεντρωθούν και φωτογραφίες, παλιές και νεότερες, που υπάρχουν σε οικογενειακά αρχεία. Θα βοηθήσουν και θα αναδείξουν με λεπτομέρειες, τόσο τη φορεσιά όσο και διάφορα κομβικά σημεία της ζωής, εκείνων των ανθρώπων, εκείνης της εποχής. 

Τάσος Γιοβανούδης